Greece, the euro and the real problem? (*)

H Ελλάδα, η ευρωζώνη και το πραγματικό πρόβλημα;(*)

----------------------------------------------------------------------------------------------------

του Ελευθερίου Τζιόλα(*)

Ι. Η ελληνική περίπτωση.

Η χώρα στην πρώτη της πρόσωπο-με πρόσωπο επαφή της με τις αγορές πέτυχε τη σύναψη δανείου 8δις. ΕΥΡΩ.

Ενυπάρχει μέσα σ΄αυτό ένα διπλό μήνυμα. Η Ελλάδα, παρ’ ότι κλονισμένη και αδύναμη, διαθέτει αποθέματα εμπιστοσύνης, στέκεται όρθια. Από την άλλη πλευρά, επιβεβαιώθηκε και το μέγεθος του προβλήματος. Η Ελλάδα δεν μπορεί να πληρώνει για τον δανεισμό της κάτι λιγότερο από την Ουκρανία και δύο φορές περισσότερο από τη Γερμανία, κάτι τέτοιο υπονομεύει κάθε βιώσιμη προοπτική.

H χώρα διανύει μια περίοδο ασφυκτικών πιέσεων που εστιάζονται στο δημοσιονομικό της πρόβλημα (μεγάλο έλλειμμα και τεράστιο δημόσιο χρέος). Η συνταγή απαιτούν να είναι άμεσης απόδοσης και με προσδιορισμένο το περιεχόμενο της (στα βασικά της στοιχεία).

Η Ελλάδα είναι, πράγματι, σ’ ορισμένες πλευρές της – μέσα στην ευρύτερη κρίση – μια ειδική περίπτωση. Η «γκρίζα» και «μαύρη» περιοχή της οικονομίας της (παραοικονομία, διαφθορά) υπολογίζεται στο 35% του Α.Ε.Π.! Η εκτεταμένη φοροκλοπή και φοροδιαφυγή (υπολογισμένη στο 30%!), η τεράστια εισφοροδιαφυγή και εισφοροαποφυγή (υπολογισμένη μόνο για το ΙΚΑ, ετησίως στα 6,5 δις.ΕΥΡΩ!), η μεγάλη υποχώρηση στην παραγωγικότητα, οι απίθανες σπατάλες και η κακοδιαχείρηση αποτελούν ενδημικά αποσαθρωτικά φαινόμενα.

Η κάκιστη οικονομική πενταετία του Κ. Καραμανλή (του «μικρού»), με ευθύνες διαστάσεων χρεοκοπίας της πατρίδας, επέφερε καίριο, βαρύ πλήγμα…Έσπρωξε τη χώρα στην χειρότερη κατάσταση της στα τελευταία πενήντα χρόνια διαδρομής της.

Τα παραπάνω συγκροτούν την «ελληνική ιδιαιτερότητα». Δεν πρέπει, όμως ποτέ να διαφεύγει της προσοχής – και της επικέντρωσης των πολιτικών μας – ότι το τεράστιο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών και ο εξαιρετικά χαμηλός όγκος πραγματικών επενδύσεων αποτυπώνουν το βαθύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, δείχνοντας την διαχρονική καχεκτική της αδυναμία και το αδιέξοδο της παραγωγικής της δομής. Σε τελική ανάλυση, το οικονομικό πρόβλημα της χώρας είναι πρόβλημα δομικό. Πρόβλημα μοντέλου παραγωγής και παραγωγικής βάσης, ανάπτυξης και ανταγωνιστικότητας.

Στα προβλήματα που συγκροτούν την «ελληνική ιδιαιτερότητα» απαιτείται μια συνεκτικά σχεδιασμένη, δίκαια οργανωμένη και, κυρίως, με χειροπιαστά αποτελέσματα πολιτική εξυγίανσης, εκσυγχρονισμού, συμμαζέματος, «νοικοκυρέματος». Στο βαθύτερο, όμως, δομικό προβλήματα της οικονομίας (της πραγματικής οικονομίας) απαιτείται μια νέα, ολοκληρωμένη, γενναία πολιτική αναπτυξιακής ανάκαμψης και νέων τομέων παραγωγής με αντίληψη παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Αυτή, η δεύτερη πλευρά – η αναπτυξιακή πολιτική – είναι η ατμομηχανή για την δραστική αλλαγή των αρνητικών δεδομένων, την ανάκαμψη και ένα μέλλον πραγματικής προόδου. Αυτή η πλευρά δεν πρέπει και δεν μπορεί να ιεραρχείται χαμηλότερα από την αναγκαία βραχυπρόθεσμη γραμμή της αναπροσαρμογής και της εξυγίανσης. Χρειάζεται, εδώ, αλλαγή προτεραιοτήτων, μετακίνηση του βάρους της πανεθνικής μας προσπάθειας προς την παραγωγική, αναπτυξιακή διάσταση και κινητοποίηση πόρων προς αυτή την κατεύθυνση (ξεδίπλωμα του ΕΣΠΑ, εφαρμογή του Π.Δ.Ε., επενδυτικά κίνητρα, ενεργειακός τομέας, οικονομία της γνώσης, κράτος υποστηρικτικό, λειτουργικό, αποτελεσματικό).

Αν όλα τα παραπάνω προωθηθούν, τότε η κρίση για την Ελλάδα θα έχει εννοηθεί και αξιοποιηθεί ως ευκαιρία. Κι αυτή η νέα, πανεθνική προσπάθεια ανασυγκρότησης, αλλαγών και ανάπτυξης (νέο μοντέλο, νέα περιεχόμενα, νέοι τομείς, νέα υποκείμενα) θα δημιουργεί μια νέα εθνική πραγματικότητα.

ΙΙ. Η ευρωζώνη, η Ε.Ε., η αλήθεια.

Όσο, όμως, αυτά είναι αλήθεια, άλλο τόσο είναι αλήθεια ένα άλλο μέρος που αφορά στην Ε.Ε., ιδιαίτερα την ευρωζώνη (τα προβλήματα, την κρίση της και τις αναγκαίες απαντήσεις) το οποίο σχεδόν αποκρύπτεται, αλλά είναι καθοριστικό και αξιολογικά σημαντικότερο για το άμεσο μέλλον της Ε.Ε. από την ελληνική περίπτωση. Πρόκειται για την κρίση της ευρωζώνης και, κατ’ επέκταση, της Ε.Ε., που είναι ευρύτερη και βαθύτερη και δεν περιορίζεται στην ελληνική περίπτωση, όπως στοχευμένα θα ήθελαν να περάσουν ως μήνυμα και ως προσέγγιση οι κυρίαρχες ελίτ (και, βέβαια, «κορυφές» της Ε.Επιτροπής και της Ε.Κ.Τράπεζας).

Κρίση, η οποία, ενώ το φθινόπωρο 2008, είχε αξιολογηθεί ως μια εξελισσόμενη αποσαθρωτική διεργασία της ευρωπαϊκής οικονομίας, και αναζητούνταν λύσεις μέσω ενός νέου «new deal», πολιτικών εθνικοποιήσεων και νεοκεϋνσιανών επιλογών, τώρα, η κρίση απομονώνεται σε ορισμένες χώρες/θύλακες, σε ορισμένες ζώνες, οι οποίες καλούνται να τα «βγάλουν πέρα μόνες τους». Η πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική από την παρουσιαζόμενη. Η Γερμανία έχει οδηγηθεί στα υψηλότερα επίπεδα δανεισμού της μετά τον δεύτερο πόλεμο, η Γαλλία εμφανίζει έλλειμμα που θυμίζει μεσογειακή χώρα (πάνω από 7,5%), η Ιταλία συγκαταλέγεται στις οικονομίες βαθιάς ύφεσης, η Ισπανία δεν αποτελεί πλέον, εδώ και χρόνια, «θαύμα» και η Μ.Βρεττανία, παρ’ ότι εκτός ευρωζώνης, έχει παραπλήσιο με την υπερχρεωμένη Ιρλανδία έλλειμμα. Δεν είναι, λοιπόν, μόνο η Ελλάδα, ούτε μόνο οι PIIGS (Portugal, Italy, Ireland, Greece, Spain) – piigs, που ηχητικά παραπέμπει στα «γουρούνια»…Ο μέσος όρος του ελλείμματος, ως ποσοστό του Α.Ε.Π. στην Ε.Ε., είναι σήμερα στο 7%, και, μάλιστα, μετά από εφαρμογή σχετικών προγραμμάτων σταθερότητας! Η συμμετοχή της Ελλάδας, μίας χώρας με εκτόπισμα 2,5% στην ευρωπαϊκή οικονομία (γιατί αυτό είναι το πραγματικό οικονομικό της μέγεθος), έχει ασήμαντη επιρροή στο μέσο συνολικό ευρωπαϊκό έλλειμμα (μαθηματικά ίση με 0,17%). Είναι, λοιπόν, μια κρίση ευρύτερη γεωγραφικά και βαθύτερη οικονομικά, που συνεχίζεται. Συνεχίζεται και απειλεί, γιατί οι κυρίαρχες πολιτικές όπως τις οριοθετεί το πλαίσιο σταθερότητας, τις έχει αποφασίσει το συντηρητικό διευθυντήριο και τις προωθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Κομισιόν δεν μπορούν να αποτελέσουν απάντηση και να ορίσουν την διέξοδο. Η απάντηση με σκληρές περιοριστικές πολιτικές, πολιτικές και νέας συμπίεσης του σκέλους «εργασία» (στο δίπολο κεφάλαιο-εργασία) και πολιτικές «σαλαμοποίησης» ορισμένων χωρών δημιουργούν το αντίθετο από το επιθυμούμενο αποτέλεσμα, την βαθαίνουν και την ανατροφοδοτούν. Εξάλλου, το σκληρό, αδυσώπητο μάθημα από την ιστορία των κρίσεων είναι ότι απάντηση τους με μονομερείς, περιοριστικές πολιτικές σημαίνει πραγματική καταστροφή. Το «στράγγισμα» μιας οικονομίας σε ύφεση οδηγεί στον βέβαιο στραγγαλισμό της. Αργό ίσως, αλλά βέβαιο...

Επιπλέον, επισημαίνουμε ότι το όριο του ελλείμματος στο 3% του Α.Ε.Π. έχει αφαιρέσει ουσιαστικά από τις κυβερνήσεις, ιδιαίτερα σε εποχές κρίσης, το όπλο της δημοσιονομικής πολιτικής, ενώ και το άλλο όπλο της νομισματικής πολιτικής (ΕΥΡΩ) ασκείται, πλέον, αποκλειστικά από την Ε.Κ.Τράπεζα. Δικαιώνεται, μετά θάνατον, ο Α.Παπανδρέου που είχε πει ότι «η συνθήκη του Μάαστριχτ είναι μια συνθήκη των τραπεζιτών και χρειάζεται διορθώσεις»...Η συνθήκη του Μάαστριχτ προστάτευσε και στήριξε το νέο νόμισμα, το ευρώ, ώστε να σταθεί στις αγορές, να ισχυροποιηθεί και να γίνει αποθεματικό νόμισμα. Σήμερα, είναι το σκληρότερο νόμισμα στον κόσμο, κι αυτό μπορεί να είναι καλό για τους τραπεζίτες, αλλά όχι για την παραγωγή, τα προϊόντα και τις εξαγωγές της Ευρώπης.

Το, δε, εκτεταμένο φαινόμενο της κερδοσκοπίας που διαπιστώθηκε τις προηγούμενες ημέρες έναντι της χώρας μας, θα αποτελέσει τη γραμμή των κερδοσκοπικών funds, τα οποία θα «επιτίθενται» στα ομόλογα όποιας χώρας παρουσιάζει επιδείνωση στα οικονομικά της ανεβάζοντας τα επιτόκια με τα οποία την δανείζουν. Δηλαδή, μέσω της άκαμπτης στάσης της Ε.Κ.Τ. και της Ε.Επιτροπής επανήλθαμε σ’ αυτό που θέλαμε να αποφύγουμε με τη δημιουργία της Ε.Ε., στις κερδοσκοπικές επιθέσεις εναντίον των χωρών/μελών. Μία άλλη, διαφορετική πολιτική στο σημείο αυτό θα ήταν η Ε.Κ.Τ. να εξέδιδε ευρωομόλογα και να δανείζεται εκείνη για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Τότε το κόστος θα ήταν πολύ χαμηλότερο και οι δυνατότητες (τα περιθώρια) κερδοσκοπίας εξαιρετικά περιορισμένα. Στη συνέχεια, η Ε.Κ.Τ. θα δάνειζε κάθε χώρα με διαφορετικό επιτόκιο και διαφορετικούς όρους, ανάλογα με τις επιδόσεις της. Η θέση της, κατ’ αυτόν τον τρόπο, θα ήταν και πάλι νευραλγική , αλλά μέσα σ’ ένα άλλο πλαίσιο. Θα προωθούσε την πολιτική της, με δική της ευθύνη και με διαπραγματεύσιμο κόστος. Και, σε κάθε περίπτωση, θα παρείχε μια ορισμένη αμυντική γραμμή στις χώρες/μέλη απέναντι στην κερδοσκοπική βουλιμία. Όσο η Ε.Κ.Τ. κινείται στην οριοθετημένη σημερινή περιοριστική της πολιτική, τόσο οι μεγάλες τράπεζες θα αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού – και το αυξημένο κόστος χρήματος θα μετακυλίεται στις επιχειρήσεις, στην παραγωγή και τους πολίτες – βυθίζοντας ακόμα περισσότερο την πραγματική οικονομία σε ύφεση,σε «πάγωμα». Ταυτόχρονα, στις ευρωπαϊκές χώρες και τον κόσμο της παραγωγής θα έχει δημιουργηθεί ένα τεράστιο βάρος γενεών, αλλά κι ένας μεγάλος «εχθρός»: οι μεγάλες τράπεζες.

ΙΙΙ. Δράση και στα δύο επίπεδα : Ε.Ε. – Ελλάδα.

Η παραπάνω ανάλυση επιχειρεί να δείξει συγκεκριμένα έναν άλλο δρόμο (σ’ ενα κρίσιμο θέμα) για να βεβαιώσει ότι υπάρχουν «άλλες πολιτικές», κι ότι ο προβαλλόμενος μονόδρομος εξυπηρετεί εκείνους που τον προβάλλουν.

Να υπογραμμίσουμε με έμφαση ότι μια συνολικότερη διαφορετική στρατηγική στην Ευρώπη – στα πλαίσια της οποίας ως πτυχές της νοούνται κι όλα τα παραπάνω – σχετίζεται στενά: (α). με πραγματική πρόοδο στην οικονομική, κι όχι απλά νομισματική ενοποίηση, (β). με θεαματική πρόοδο στην πολιτική ενοποίηση και (γ). με την ανόρθωση και την παρεμβατικότητα του ευρωπαϊκού ριζοσπαστισμού και των σοσιαλιστών.

Πάντως, στο μέτωπο αυτό, – της κρίσης στην ευρωζώνη και του ριζικού αναπροσανατολισμού της ευρωπαϊκής πολιτικής –, θα μπορούσε να ξετυλιχθεί ένα κύμα παρεμβάσεων διανοουμένων, οργανώσεων, ινστιτούτων, δικτύων για την παρουσίαση του αδιεξόδου της κυρίαρχης γραμμής στην Ευρώπη, καθώς, και την ανάδειξη μιας άλλης οπτικής. Μια τέτοια πανευρωπαϊκή δραστηριοποίηση, εκτός των άλλων, θα αποτελούσε υποστήριξη και προς τις πιεζόμενες σήμερα χώρες.

Ας μην λησμονείται ότι, σε περιόδους κρίσεων, η έλλειψη κοινής αποτελεσματικής πολιτικής και πραγματικής αλληλεγγύης στις οικονομικές και,– έστω, χαλαρές – πολιτικές ενώσεις (ΟΝΕ, Ε.Ε) πληρώνονται απ’ όλους, και, πολύ βαρύτερα από τους κυρίαρχους των ενώσεων αυτών. Αυτή κατά βάθος είναι η αγωνία, πρωτίστως, της κ. Μέρκελ, αλλά και του κ. Σαρκοζί. Μόνο που η λύση δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι, η εξάντληση της Ελλάδας… Όσο, δε, για τη Μ.Βρεττανία και τους «Financial Times» το πρόβλημα είναι άλλης τάξης, είναι η ίδια η ευρωζώνη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου