Περικλής Σινόπουλος: "Κάθε άνθρωπος κουβαλάει τον σταυρό του"


Τον συναντήσαμε στο εξοχικό του στον Αγρίλη Τριφυλίας, απέναντι από τη γαλάζια θάλασσα του Ιονίου. Ο Περικλής Σινόπουλος, ο δραστήριος επιχειρηματίας που άφησε εποχή στο Σικάγο με το κοσμοπολίτικο ρεστοράν του «Ροδίτης», ήταν ευγενικός, όπως πάντα, αλλά και βαθιά μελαγχολικός.

Η απώλεια του γιου του Γιώργου, ενός εξαιρετικού παιδιού, που μόνο καλά λόγια είχαν όλοι να πουν γι’ αυτόν, τον έχει συγκλονίσει. Παρά ταύτα, βρήκε τη δύναμη να μιλήσει για όλα και να θυμηθεί πράγματα και καταστάσεις από εκείνα τα χρόνια που η Αμερική εξελισσόταν. Τότε που οι μεγάλες φίρμες του Νέου Κόσμου επισκέπτονταν το μαγαζί του για να πιουν εκλεκτό κρασί και να γευθούν τις μοναδικές συνταγές χάρη στις οποίες ο «Ροδίτης» έγινε διάσημος σε όλη την Αμερική και κυρίως στην επιτυχημένη ελληνική Ομογένεια.

Με συγκίνηση αλλά και αξιοπρέπεια που δεν του επιτρέπει ούτε να βουρκώσει, ξετυλίγει τον μίτο των αναμνήσεών του: «Πήγα στην Αμερική το 1958. Ο γιος μου Γιώργος γεννήθηκε το 1960 και η Πέπυ έπειτα από δέκα χρόνια. Τον “Ροδίτη” τον ανοίξαμε εγώ, ο Κώστας Πάπας και ο Χρήστος Μπουτσικάκης. Τότε ήμουν σαράντα δύο χρόνων. Τον πρώτο και δεύτερο χρόνο μόλις που σταθήκαμε στα πόδια μας. Μετά αρχίσαμε να βοηθάμε το μαγαζί με διάφορους τρόπους, οι οποίοι αμέσως είχαν αποτέλεσμα και δημιουργήθηκε έτσι μια μεγάλη αίγλη γύρω από το όνομά μας. Το διαφημίσαμε παντού με μεγάλο κόπο αλλά και μεράκι. Ηρθαν φίρμες και σταρ μεγάλου βεληνεκούς που μας απέφεραν ανυπολόγιστα οφέλη με το πέρασμά τους. Ανέβηκε το μαγαζί, καθώς οι πολιτικοί που δραστηριοποιούνταν στην περιφέρειά μας, όπως και καλλιτέχνες, ηθοποιοί και ζωγράφοι άφησαν γερή παρακαταθήκη με την επίσκεψή τους».

Οση ώρα μιλά, το τηλέφωνο δεν σταματάει να χτυπά. Τη μια τον ζητούν από τον «Ροδίτη», την άλλη φίλοι του Ελληνοαμερικανοίί που βρίσκονται στην Ελλάδα για διακοπές και θέλουν να τον δουν για να θυμηθούν τα παλιά, αλλά και αρκετοί ντόπιοι που αναζητούν την παρέα του, καθώς ο Περικλής Σινόπουλος είναι ένας από εκείνους που δεν ξέχασαν την καταγωγή τους, γι’ αυτό και είχε πάντα ανοιχτές τις πόρτες του σπιτιού του στην Αμερική για όλους τους φίλους και πατριώτες του. Και ποιον δεν φιλοξένησε στο Σικάγο! Πολλοί λένε πως ήταν καλύτερα να είχες γνωριμία με τον Περικλή, παρά με τον γερουσιαστή.

Πίνει μια γουλιά από τον καφέ του και συνεχίζει: «Ηταν σημαντικό γεγονός να έχεις τότε ένα μαγαζί στην καρδιά της ελληνικής παροικίας. Στον κεντρικό δρόμο και στο νούμερο 222 οι ελληνικές συνταγές και τα γλέντια μας άφησαν εποχή. Σήμερα, όπως όλες οι επιχειρήσεις, έχουμε μείωση της πελατείας μας λόγω της παγκόσμιας κρίσης, αλλά το όνομά μας είναι εχέγγυο και δεν φοβάμαι. Προσωπικά δεν χρωστάω πουθενά, γι’ αυτό και το κρατάω. Μου το ζήτησαν κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, τότε που ήταν στις δόξες του. Μόνο για τον “αέρα” μου έδιναν 1.500.000 δολάρια μαζί με σταθερό μηνιαίο εισόδημα. Η πρόταση ήταν, όπως αντιλαμβάνεστε, πολύ καλή. Δεν το δέχτηκα, γιατί νόμιζα πως θα έχουμε πάντα παχιές αγελάδες. Δυστυχώς το γάλα των αγελάδων χάθηκε. Ελπίζουμε η κρίση να μη συνεχιστεί, αν και πιστεύω πως θα συνεχιστεί. Οσο για τους πελάτες μας, υπήρξαν πολλοί Ελληνες που μας επισκέπτονταν και συνεχίζουν να μας επισκέπτονται, αλλά οι περισσότεροι είναι Αμερικανοί. Μην ξεχνάμε ότι οι συμπατριώτες μας μαγειρεύουν στο σπίτι τους τα φαγητά που φτιάχνουμε εμείς, γι’ αυτό και οι ξένοι γίνανε φίλοι μας πιο φανατικοί και λάτρεψαν τον “Ροδίτη”. Τώρα το μαγαζί διευθύνεται από μένα, ο δε γαμπρός μου πηγαίνει εκεί καθημερινά για να γνωρίσει τη δουλειά και τον κόσμο, ώστε να πάρει τα ηνία αν πάθω κάτι. Είναι καλό παιδί, όπως και η αγαπημένη μου κόρη, η Πέπυ».

«Οσο και να πονάς, δεν μπορείς να μαλώσεις με Εκείνον...»

Παντού μέσα στους χώρους του εξοχικού σπιτιού δεσπόζουν οι φωτογραφίες της οικογένειας. Τον ρωτάμε για τον αδικοχαμένο γιο του και με την πληγή νωπή στην ψυχή μάς λέει:

«Ο Γιώργος, αν ζούσε σήμερα, θα είχε πάρει τα ηνία του “Ροδίτη” και τα πράγματα θα πήγαιναν όλα κατ’ ευχήν. Δυστυχώς πέθανε νεότατος, σε ηλικία σαράντα έξι ετών. Ηταν ένα μεγάλο παιδί, με καλοσύνη, εξυπνάδα και χρυσή καρδιά. Η τύχη με κυνήγησε πολύ σκληρά, γιατί έχασα ένα παλικάρι, ένα λεβεντόπαιδο. Ομως όσο και να πονάς, δεν μπορείς να μαλώσεις με Εκείνον… εκεί πάνω» Δείχνει προς τον ουρανό και συμπληρώνει: «Κάθε άνθρωπος κουβαλάει τον σταυρό του. Αυτή είναι η πραγματικότητα».

Αλλάζοντας συζήτηση μας εξηγεί -με μια υποψία χαμόγελου- πώς βάφτισαν «Ροδίτη» το μαγαζί: «Οταν το ανοίξαμε, στη σειρά του ίδιου δρόμου με μας ήταν ένας χώρος που τον έλεγαν “Παρθενών”. Εμείς τότε είχαμε δώσει το όνομα “Πάνθεον”. Προτού λοιπόν ανεβάσουμε την πινακίδα “Πάνθεον”, μας πήγε στο δικαστήριο ο “Παρθενών” και απαγόρεψαν την ονομασία που είχαμε δώσει. Αυτό το όνομα δεν μπορούμε ποτέ να το έχουμε και με κανέναν τρόπο, απεφάνθη το δικαστήριο, γιατί προκαλούμε κομφούζιο λόγω σχετικής ομοιότητας στην προφορά και μπερδεύεται ο κόσμος. Μπροστά μου είχα ένα μπουκάλι κρασί που είχε την ονομασία “Ροδίτης”. Μια κοπέλα μού λέει: «Δεν του δίνουμε αυτό το όνομα;”. Ετσι και έγινε λοιπόν, και έμεινε το όνομα αυτό σαράντα χρόνια τώρα και μας έκανε γνωστούς σε όλη την Αμερική».

«Η Ελλάδα είναι η πατρίδα μας»

Ζητώντας του να μας μιλήσει για τους Ελληνες που ζουν εκεί και για το πώς βλέπουν την Ελλάδα σήμερα με την κρίση που μαστίζει τον τόπο μας, υπήρξε αποκαλυπτικός: «Το Σικάγο με τους εκεί γεννημένους, ζήτημα αν έχει 250.000 Ελληνες. Εκείνοι που έχουν πάει από την Ελλάδα ή έχουν πεθάνει ή χάνονται σιγά-σιγά. Πολλά παιδιά των παιδιών μας δεν μιλάνε ελληνικά, αλλά είναι και θεωρούνται Ελληνες, με ελληνικές ρίζες. Η Νέα Υόρκη έχει 500.000 και περίπου το ίδιο συγκεντρώνει και το Λος Αντζελες. Ομως η Ελλάδα είναι η πατρίδα μας και χρέος όλων μας είναι να τη νοιαζόμαστε και να τη βοηθούμε. Εγώ έρχομαι τακτικά εδώ και παίρνω ανάσες από τα πάτρια χώματα και την αλμύρα του Ιονίου πελάγους. Ομως η καρδιά μου πονά από τότε που έχασα τον Γιώργο, τον διάδοχό μου. Ηταν και αυτός ένας Ελληνας με ψυχή μεγάλη, που ερχόταν συνεχώς εδώ και έβλεπε τους φίλους του, οι οποίοι τον αγαπούσαν πολύ».



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου