Οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είναι πλέον η χώρα της ευκαιρίας

Joomla


Παρ’ όλες τις διαφορές μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών, που τέθηκαν ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για την ανάδειξη προέδρου το 2012, οι σημαιοφόροι των κομμάτων, Μπαράκ Ομπάμα και Μιτ Ρόμνεϊ, φαίνεται να έχουν συμφωνήσει σε ένα πράγμα: στην σημασία των ίσων ευκαιριών. Σε δηλώσεις του στο Σικάγο τον Αύγουστο, ο Ομπάμα έκανε έκκληση για μια «Αμερική, όπου δεν έχει σημασία ποιος είσαι, δεν έχει σημασία πώς μοιάζεις, δεν έχει σημασία από πού προέρχεσαι, δεν έχει σημασία τι επώνυμο έχεις, δεν έχει σημασία ποιον αγαπάς, μπορείς να τα καταφέρεις εδώ αν προσπαθήσεις». 

Τον ίδιο μήνα, ο ίδιος κάλεσε το Ανώτατο Δικαστήριο να διατηρήσει την θετική του δράση στα δημόσια πανεπιστήμια, βάζοντας το βάρος του πίσω από ένα στυλοβάτη της αμερικανικής νομοθεσίας για τις ίσες ευκαιρίες που έχει μείνει από το 1960. Μέρες αργότερα, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος των Ρεπουμπλικανών, Πωλ Ράιαν, επανέλαβε τα του Ομπάμα, λέγοντας: «Υποσχόμαστε ίσες ευκαιρίες, όχι ίσα αποτελέσματα». Ο Ρόμνεϊ, επίσης, υποστήριξε ότι, ενώ ο Ομπάμα «θέλει να μετατρέψει την Αμερική σε μια ευρωπαϊκού τύπου κοινωνία δικαιωμάτων», η κυβέρνησή του «θα διασφαλίσει ότι θα παραμείνουμε μια ελεύθερη και ευημερούσα γη των ευκαιριών».

 

Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο εκστρατείες επέλεξαν να τονίσουν την ισότητα των ευκαιριών. Έχει εδώ και καιρό μπει στο κέντρο του αμερικανικού πολιτισμού. Και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των Ηνωμένων Πολιτειών στον τελευταίο μισό αιώνα είναι η πρόοδος που έχει σημειωθεί προς την κατεύθυνση της εξασφάλισης ότι οι πολίτες θα έχουν περίπου τις ίδιες βασικές ευκαιρίες στη ζωή, ανεξάρτητα από το φύλο ή την φυλή. Σήμερα, οι γυναίκες έχουν περισσότερες πιθανότητες να αποφοιτήσουν από το κολέγιο από ό, τι οι άνδρες και τους πλησιάζουν επίσης στην απασχόληση και τα κέρδη. Το χάσμα μεταξύ λευκών και μη λευκών έχει μειωθεί επίσης, αν και λιγότερο δραματικά.

Ωστόσο, τα επιτεύγματα αυτά είναι δίκοπα. Δεδομένου ότι το φύλο και η φυλή έχουν γίνει λιγότερο σημαντικά εμπόδια στην πρόοδο, το οικογενειακό υπόβαθρο, ένα εμπόδιο που θεωρείτο πιο σημαντικό σε παλαιότερες εποχές, έχει καταφέρει να αναδυθεί και πάλι. Σήμερα, οι άνθρωποι που γεννήθηκαν σε χειρότερη κατάσταση τείνουν να έχουν και λιγότερες ευκαιρίες στη ζωή.

Φυσικά, δεν υπάρχει κανένας τέλειος τρόπος για τη μέτρηση των ευκαιριών. Η καλύτερη μέθοδος που επινοήθηκε μέχρι τώρα είναι να μετράμε τα αποτελέσματα: η ολοκλήρωση της ανώτερης εκπαίδευσης, η επικερδής απασχόληση καθώς και το επαρκές εισόδημα. Αν το μέσο αποτέλεσμα για μία ομάδα ξεπερνά πολύ γρηγορότερα το αντίστοιχο μιας άλλης, οι κοινωνικοί επιστήμονες καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η πρώτη ομάδα είχε περισσότερες ευκαιρίες. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων δεν είναι αλάνθαστη, καθώς οι τελικές διαφορές μπορεί να προκύψουν από τις διαφορές στην προσπάθεια. Αλλά, η προσπάθεια ενός ατόμου διαμορφώνεται από τις περιστάσεις που αυτός ή αυτή αντιμετωπίζει.

Για την αξιολόγηση της ισότητας των ευκαιριών μεταξύ ανθρώπων από διαφορετικά οικογενειακά υπόβαθρα, το μέτρο του αποτελέσματος που εξετάζουν οι κοινωνικοί επιστήμονες είναι η σχετική κινητικότητα μεταξύ των γενεών – η θέση ενός ατόμου στην κλίμακα εισοδήματος σε σχέση με τη θέση των γονιών του. Οι κοινωνικοί επιστήμονες δεν έχουν τόσο πολλές πληροφορίες όπως θα ήθελαν για την έκταση της σχετικής κινητικότητας μεταξύ των γενεών, την εξέλιξή της στην πάροδο του χρόνου και τα αίτιά της. Οι προϋποθέσεις για τα δεδομένα είναι δύσκολες: οι αναλυτές χρειάζονται μια έρευνα που να συλλέγει πληροφορίες σχετικά με τα εισοδήματα των πολιτών και άλλες πτυχές των συνθηκών ζωής τους, και μετά να γίνει το ίδιο και για τα παιδιά τους, και για τα παιδιά των παιδιών τους, και ούτω καθεξής. Η καλύτερη εκτίμηση αυτού του είδους στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι ο Πίνακας Μελέτης της Δυναμικής των Εισοδημάτων, ο οποίος διαθέτει στοιχεία από τα τέλη της δεκαετίας του 1960.

Παρά ταύτα, υπάρχει μια γενική συναίνεση μεταξύ των κοινωνικών επιστημόνων σε μερικά βασικά σημεία. Κατ' αρχάς, ένας Αμερικανός γεννημένος σε μια οικογένεια στο κατώτερο πέμπτο μιας εισοδηματικής κλίμακας πέντε κλιμακίων μεταξύ του μέσου της δεκαετίας του 1960 και του μέσου της δεκαετίας του 1980 έχει περίπου 30% πιθανότητες να φθάσει το μεσαίο κλιμάκιο ή και υψηλότερα στην ενήλικη ζωή του, ενώ ένας Αμερικανός γεννημένος στο ανώτερο κλιμάκιο έχει πιθανότητα 80% να καταλήξει στο μέσο κλιμάκιο ή υψηλότερα. (Σε μια κοινωνία με ακριβώς ίσες ευκαιρίες, κάθε άτομο θα έχει την ίδια πιθανότητα – 20% - να καταλήξει σε κάθε μία από τις πέντε βαθμίδες της κλίμακας εισοδήματος και 60% πιθανότητες να καταλήξει στο μεσαίο κλιμάκιο ή σε ένα υψηλότερο). Η διαφορά αυτή σημαίνει ότι υπάρχει μεγάλη ανισότητα ευκαιριών μεταξύ των Αμερικανών από διαφορετικά οικογενειακά υπόβαθρα.

Δεύτερον, η ανισότητα ευκαιριών έχει αυξηθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Τα δεδομένα δεν επιτρέπουν απολύτως ασφαλή συμπεράσματα. Ωστόσο, υπάρχουν διαθέσιμοι συνδυασμοί αποτελεσμάτων από βαθμούς σε τεστ, τον αριθμό των ετών εκπαίδευσης που έχουν ολοκληρωθεί, τα επαγγέλματα και τα εισοδήματα των γονέων και των παιδιών τους που υποδεικνύουν έντονα ότι το χάσμα ευκαιριών, το οποίο στένευε μέχρι τη δεκαετία του 1970, τώρα διευρύνεται.

Τρίτον, σε μια απότομη αντιστροφή των ιστορικών τάσεων, υπάρχει τώρα λιγότερη ισότητα ευκαιριών στις Ηνωμένες Πολιτείες από ό, τι στις περισσότερες άλλες πλούσιες δημοκρατικές χώρες. Δεδομένα υπάρχουν για δέκα χώρες ομότιμες των Ηνωμένων Πολιτειών (πλούσιες μακροχρόνιες δημοκρατίες). Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν λιγότερη σχετική κινητικότητα μεταξύ των γενεών από οκτώ από αυτές: την Αυστραλία, τον Καναδά, τη Δανία, την Φινλανδία, την Γερμανία, την Νορβηγία, την Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Όλες τους τα πάνε καλύτερα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι στο ίδιο επίπεδο με τη Γαλλία και την Ιταλία.

Πώς έφθασαν, λοιπόν, οι Ηνωμένες Πολιτείες ως εδώ; Γιατί να παραπαίουν όταν άλλα έθνη δεν το κάνουν; Και πώς θα διορθωθεί το πρόβλημα; Στην πολιτική δεξιά, μια τυπική πρόταση είναι η ενίσχυση των οικογενειών. Στην αριστερή πλευρά, μια πρόσφατη αγαπημένη πρόταση είναι η μείωση της εισοδηματικής ανισότητας. Και όλοι υποστηρίζουν την βελτίωση της εκπαίδευσης. Για να μάθουμε ποιες προτάσεις θα μπορούσαν να λειτουργήσουν καλύτερα, βοηθά να κατανοήσουμε τις ρίζες του νέου χάσματος ευκαιριών.

ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΚΟΣΤΟΣ ΕΥΚΑΙΡΙΑΣ

Μεταξύ της δεκαετίας του 1850 και της δεκαετίας του 1970, οι διαφορές στις ευκαιρίες με βάση την οικογενειακή κατάσταση μειώθηκαν σταθερά. Καθώς το εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ που βασιζόταν τότε στην γεωργία μετατοπίζεται προς τις κατασκευές, πολλοί Αμερικανοί εντάχθηκαν στην μισθωτή εργατική δύναμη, επιτρέποντας ένα αυξανόμενο τμήμα τους να κινείται στην κλίμακα εισοδήματος και να την ανεβαίνει. Η στοιχειώδης εκπαίδευση έγινε καθολική και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση επεκτάθηκε. Στη συνέχεια, στη δεκαετία του 1960 και του 1970, ο διαχωρισμός των σχολείων, η απαγόρευση των διακρίσεων σε εγκρίσεις αιτήσεων για είσοδο στα κολέγια και στις προσλήψεις, καθώς και η εισαγωγή προγραμμάτων θετικής δράσης βοήθησαν να ανοίξουν οι πόρτες της οικονομίας σε ακόμη μεγαλύτερη μερίδα Αμερικανών.

Αλλά από τη δεκαετία του 1970, οι Ηνωμένες Πολιτείες κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Μια σειρά από οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές φαίνεται να έχουν διευρύνει το χάσμα ευκαιριών μεταξύ Αμερικανών από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα και εκείνων που προέρχονται από υψηλού εισοδήματος οικογένειες. Πρώτον, η οικογενειακή ζωή έχει αλλάξει, τουλάχιστον για ορισμένους. Το μερίδιο των φτωχότερων παιδιών που μεγαλώνουν και με τους δύο βιολογικούς γονείς τους έχει μειωθεί σημαντικά, ενώ υπήρξε μικρότερη μεταβολή μεταξύ των πλουσίων. Περίπου 88% των παιδιών από υψηλού εισοδήματος σπίτια μεγαλώνουν με παντρεμένους γονείς, ποσοστό που ήταν 96% πριν από τέσσερις δεκαετίες. Εν τω μεταξύ, μόνο το 41% των φτωχότερων παιδιών μεγαλώνουν σε σπίτια με παντρεμένους γονείς, σε σύγκριση με 77% πριν από τέσσερις δεκαετίες. Αυτό έχει πλήξει τις πιθανότητες επιτυχίας των φτωχότερων παιδιών, δεδομένου ότι τα παιδιά που ζουν και με τους δύο γονείς τους είναι πιο πιθανό, ανεξαρτήτως εισοδήματος, να τα πηγαίνουν καλύτερα στο σχολείο, να παραμείνουν έξω από μπελάδες με το νόμο, να διατηρούν μακροχρόνιες σχέσεις και να κερδίσουν υψηλότερα εισοδήματα ως ενήλικες.

Η σύγχρονη κουλτούρα της εντατικής ανατροφής των παιδιών - ένα φαινόμενο κυρίως της μεσαίας και ανώτερης τάξης – διευρύνει το χάσμα. Χαμηλού εισοδήματος γονείς δεν είναι σε θέση να δαπανήσουν τόσο πολύ για αγαθά και υπηρεσίες που αποσκοπούν στον εμπλουτισμό της προσωπικότητας των παιδιών τους, όπως μαθήματα μουσικής, ταξίδια και κατασκηνώσεις το καλοκαίρι. Οι χαμηλού εισοδήματος γονείς τείνουν επίσης να διαβάζουν λιγότερο στα παιδιά τους και να τους παρέχουν λιγότερη βοήθεια στις σχολικές εργασίες. Και είναι λιγότερο πιθανό να θέσουν και να εφαρμόσουν σαφείς κανόνες και ρουτίνες στα παιδιά τους. Και είναι λιγότερο πιθανό να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να προσβλέπουν σε υψηλά επίτευγμα στο σχολείο και στην εργασία τους.

Επιπλέον, μια γενιά πριν, τα περισσότερα παιδιά προσχολικής ηλικίας έμεναν στο σπίτι με τις μητέρες τους. Τώρα, πολλά είναι εγγεγραμμένα σε κάποιο είδος παιδικής φροντίδας. Ωστόσο, η ποιότητα των εμπειριών τους ποικίλλει. Οι εύποροι γονείς στέλνουν τα παιδιά τους σε εθνικά αναγνωρισμένους παιδικούς σταθμούς προσανατολισμένους στην εκπαίδευση. Οι φτωχότεροι γονείς μπορεί να μην έχουν άλλη επιλογή από το να αφήσουν τα παιδιά τους με μια μπέιμπι σίτερ της γειτονιάς που τα στήνει μπροστά στην τηλεόραση. Η έρευνα του οικονομολόγου Τζέιμς Χέκμαν και άλλων, διαπιστώσει ότι ένα μεγάλο μέρος του χάσματος στις γνωστικές και μη γνωστικές δεξιότητες μεταξύ των παιδιών από φτωχά σπίτια και εκείνων που προέρχονται από εύπορα σπίτια είναι ήδη παρούσα από τη στιγμή που εισέρχονται στο νηπιαγωγείο.

Τα πράγματα δεν βελτιώνονται όταν τα παιδιά φτάσουν στο δημοτικό σχολείο. Η χρηματοδότηση για τα δημόσια δωδεκαετή σχολεία, που συνήθως ποικίλει σημαντικά ανά σχολική περιοχή, έχει εξισορροπηθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Παρ' όλα αυτά, παραμένει μεγάλη η διαφορά στην ποιότητα της εκπαίδευσης μεταξύ των καλύτερων και των χειρότερων σχολείων και οι φτωχότερες γειτονιές έχουν συχνά τα ασθενέστερα σχολεία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Σην Ρήαρντον από την Σχολή Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, η διαφορά στο μέσο όρο βαθμολογιών στα τεστ μεταξύ δημοτικού και μέσης εκπαίδευσης των παιδιών από υψηλού εισοδήματος οικογένειες σε σύγκριση με εκείνα που προέρχονται από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος έχει αυξηθεί σταθερά κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Μεταξύ των παιδιών που γεννήθηκαν το 1970, αυτά από υψηλού εισοδήματος σπίτια σημείωσαν, κατά μέσο όρο, τυπική απόκλιση περίπου 0,75 υψηλότερη στα τεστ μαθηματικών και ανάγνωσης από όσο τα παιδιά από οικογένειες χαμηλού εισοδήματος. Μεταξύ των παιδιών που γεννήθηκαν το 2000, το χάσμα έχει μεγαλώσει σε τυπική απόκλιση 1,25. Αυτό είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι το χάσμα μεταξύ λευκών και μαύρων παιδιών.

Εν μέρει επειδή τείνουν να είναι πολύ πιο πίσω στο τέλος του γυμνασίου, και εν μέρει επειδή το κολέγιο έχει γίνει τόσο ακριβό, τα παιδιά από φτωχές οικογένειες είναι λιγότερο πιθανό να εισέλθουν και να ολοκληρώσουν το κολέγιο. Οι οικονομολόγοι Μάρθα Μπέηλυ και Σούζαν Ντινάρσκι έχουν συγκρίνει τα ποσοστά ολοκλήρωσης του κολεγίου των Αμερικανών που μεγάλωσαν στις δεκαετίες του 1960 και του 1970 με τα ποσοστά εκείνων που μεγάλωσαν στις δεκαετίες του 1980 και του 1990. Το ποσοστό των νεαρών ενηλίκων από υψηλού εισοδήματος οικογένειες που πήρε ένα πτυχίο τετραετούς κολεγίου αυξήθηκε από 36% στην πρώτη ομάδα σε 54% στην δεύτερη ομάδα. Το μερίδιο από τα χαμηλού εισοδήματος σπίτια, ωστόσο, έμεινε σχεδόν αμετάβλητο, αυξανόμενο από 5% σε 9%.

Όταν έρχεται η ώρα για να βρουν μια δουλειά, η ιστορία δεν είναι καλύτερη. Οι χαμηλού εισοδήματος γονείς τείνουν να έχουν λιγότερες πολύτιμες διασυνδέσεις για να βοηθήσουν τα παιδιά τους να βρουν καλές θέσεις εργασίας. Μερικοί άνθρωποι από φτωχά σπίτια παρεμποδίζονται περαιτέρω από την έλλειψη ικανοτήτων ομιλίας της αγγλικής γλώσσας. Ένα άλλο μειονέκτημα για τον πληθυσμό χαμηλού εισοδήματος είναι ότι στη δεκαετία του 1970 και του 1980, οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να φυλακίζουν πολύ περισσότερους νέους άνδρες, συμπεριλαμβανομένων πολλών για ήσσονος σημασίας αδικήματα. Έχοντας ποινικό μητρώο γίνεται όλο και πιο δύσκολο να βρουν μια σταθερή δουλειά με αξιοπρεπή αμοιβή - εάν, δηλαδή, εξακολουθούν να υπάρχουν καλές θέσεις εργασίας. Μια σειρά από εξελίξεις, συμπεριλαμβανομένης της τεχνολογικής προόδου, της παγκοσμιοποίησης, μιας απώλειας θέσεων απασχόλησης στον μεταποιητικό τομέα, καθώς και της πτώσης των συνδικάτων, έχουν μειώσει τον αριθμό των θέσεων εργασίας που απαιτούν περιορισμένες δεξιότητες αλλά πληρώνουν μεσαίας τάξης μισθό - το ίδιο είδος θέσεων εργασίας που κάποτε έφερε τους φτωχότερους Αμερικανούς στη μεσαία τάξη.

Τελικά, οι αλλαγές στην επιλογή συντρόφων έχουν επίσης διευρύνει το χάσμα ευκαιριών. Όχι μόνο αυτοί από τις καλύτερες οικογένειες τείνουν να καταλήγουν με περισσότερη εκπαίδευση και υψηλότερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας, αλλά είναι πιο πιθανό από ποτέ να παντρευτούν (ή να συζούν με) άλλους που είναι του ίδιου επιπέδου, σύμφωνα με έρευνα των κοινωνιολόγων Κριστίν Σβαρτς και Ρόμπερτ Μάρε.

Για όλους αυτούς τους λόγους, το χάσμα ευκαιριών μεταξύ πλουσίων και φτωχών στις ΗΠΑ έχει διευρυνθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, η τάση απειλεί όχι μόνο να αντισταθμίσει την πρόοδο των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με το φύλο του κάθε ανθρώπου και τη φυλετική ισότητα αλλά και να θέσει την αρχή για ένα μέλλον βαθύτερων και πιο σκληρών ταξικών διαιρέσεων.

Μπορεί να είναι δελεαστικό να αδιαφορήσει κανείς και καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το μεγάλο και διευρυνόμενο χάσμα ευκαιριών στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ατυχής αλλά αναπόφευκτη συνέπεια των οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών. Το πρόβλημα με αυτή την αντίδραση είναι ότι οι άλλες εύπορες δημοκρατίες τα καταφέρνουν καλύτερα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν χάσει την ιστορική τους διάκριση ως η γη των ευκαιριών. Παρόλα αυτά, υπάρχουν τουλάχιστον μερικές καλές ειδήσεις: το γεγονός ότι άλλες χώρες έχουν μεγαλύτερη επιτυχία σε αυτόν τον τομέα δείχνει ότι με τις κατάλληλες πολιτικές και οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να τα πάνε επίσης καλύτερα.

ΠΟΛΥΤΙΜΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ

Μια απλή, ξεκάθαρη λύση θα ήταν να δοθούν περισσότερα χρήματα στα χέρια των οικογενειών χαμηλού εισοδήματος που έχουν παιδιά. Οι ειδικοί στην πολιτική της εκπαίδευσης Γκρεγκ Ντάνκαν, Αριέλ Καλίλ, και Καθλίν Ζάιολ-Γκεστ έχουν διαπιστώσει ότι για τα παιδιά που μεγάλωσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες στη δεκαετία του 1970 και του 1980, η αύξηση του οικογενειακού εισοδήματος απλώς κατά 3.000 δολάρια κατά τα πρώτα πέντε χρόνια της ζωής ενός ατόμου σχετιζόταν με σχεδόν 20% υψηλότερα έσοδα αργότερα στη ζωή του. Το εύρημα αυτό υποδηλώνει ότι οι κρατικές ενισχύσεις μόλις μερικών χιλιάδων δολαρίων θα μπορούσαν να δώσουν μια σημαντική δια βίου ώθηση στα παιδιά που τη χρειάζονται περισσότερο. Οι περισσότερες άλλες πλούσιες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που τα πάνε καλύτερα στην ισότητα των ευκαιριών, προσφέρουν ένα καθολικό «επίδομα τέκνου» που κάνει ακριβώς αυτό. Στον Καναδά, για παράδειγμα, μια οικογένεια με δύο παιδιά λαμβάνει ετήσιο επίδομα της τάξης των 3.000 δολαρίων, και οι χαμηλού εισοδήματος οικογένειες με δύο παιδιά μπορεί να πάρουν περισσότερα από 6.000 δολάρια. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν μόνο μια ασθενέστερη εκδοχή αυτής της ενίσχυσης, την Έκπτωση Φόρου Τέκνων, που αντιστοιχεί σε εξοικονόμηση κατ' ανώτατο όριο σε μόλις 1.000 δολάρια το χρόνο ανά παιδί. Επιπλέον, η λήψη της ωφέλειας αυτής εξαρτάται από την κατάθεση ομοσπονδιακής φορολογικής δήλωσης που προϋποθέτει επιστροφή φόρου, κάτι που δεν ισχύει για όλες τις οικογένειες με χαμηλό εισόδημα.

Άλλες λύσεις περιλαμβάνουν την εμπλοκή της Ουάσιγκτον στην οικογενειακή ζωή. Λιγότερα παιδιά στις Ηνωμένες Πολιτείες μεγαλώνουν και με τους δύο βιολογικούς γονείς του από ό, τι σε οποιαδήποτε άλλη εύπορη χώρα για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η κατάσταση, μερικοί, όπως η Μπάρμπαρα Νταφό Γουάιτχεντ και ο Νέιβιντ Πόπενο, συν-διευθυντές του Εθνικού Προγράμματος Γάμου στο Πανεπιστήμιο Rutgers, τάσσονται υπέρ των προσπαθειών για την προώθηση του γάμου. Αλλά, έρευνες από τους κοινωνιολόγους Κάθριν Έντιν, Σάρα ΜακΛάναχαν και Πώλα Ίνγκλαντ και άλλων, δείχνουν ότι η στρατηγική αυτή είναι άστοχη. Δεδομένου ότι οι γυναίκες χρειάζονται σήμερα λιγότερα από έναν γάμο και περιμένουν περισσότερα από αυτόν από ό, τι στο παρελθόν, όσοι έχουν καλύτερη μόρφωση και καλύτερη θέση τείνουν να καταναλώνουν περισσότερο χρόνο για να καθιερωθούν στην εργασία τους και να βρουν καλούς συζύγους, γεγονός που ενισχύει την πιθανότητα ενός γάμου (ή συμβίωσης) με μεγάλη διάρκεια. Επίσης, καθυστερούν να τεκνοποιήσουν. Μεταξύ των φτωχότερων και λιγότερο μορφωμένων γυναικών, οι οποίες βλέπουν ελάχιστες πιθανότητες μιας ικανοποιητικής και κερδοφόρας καριέρας, το να έχουν ένα παιδί στην εφηβεία τους ή στα λίγο μετά τα 20 χρόνια τους, παραμένει σύνηθες. Αυτές οι γυναίκες είναι λιγότερο πιθανό να μείνουν με έναν σύντροφο: είχαν λιγότερο χρόνο για να ωριμάσουν προσωπικά και να βρουν ένα πρόσωπο με το οποίο ταιριάζουν, οι σύντροφοί τους είναι πιο πιθανό να έχουν αδύναμες οικονομικές προοπτικές και μια προτίμηση για παραδοσιακούς ρόλους μεταξύ των δύο φύλων, και η παρουσία ενός παιδιού αυξάνει τις οικονομικές και τις διαπροσωπικές εντάσεις. Λαμβάνοντας υπόψη όλα αυτά, το να πείσει κανείς περισσότερα νεαρά χαμηλού εισοδήματος ζευγάρια στα οποία η γυναίκα μένει έγκυος να παντρευτούν, είναι απίθανο να έχει ως αποτέλεσμα πολλές μακροχρόνιες σχέσεις.

Η γνήσια πρόοδος για τις φτωχές ή τις λιγότερο εκπαιδευμένες γυναίκες εξαρτάται πιθανώς στην καθυστέρηση της τεκνοποίησης. Τελικά, αυτό θα συμβεί: το ποσοστό γεννήσεων από εφήβους εμφανίζει πτώση ήδη για σχεδόν δύο δεκαετίες, έστω και αργή. Από την πλευρά της, η Ουάσιγκτον (ή οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση) έχει περιορισμένα εργαλεία για να το επιταχύνει. Το καλύτερο θα μπορούσε να είναι μια εκπαιδευτική εκστρατεία, όπως προτείνουν ο Ρον Χάσκινς και η Ίζαμπελ Σόχιλ, ειδικοί στο Ινστιτούτο Brookings, η οποία να επικεντρώνεται στα οφέλη της «ακολουθίας της επιτυχίας»: πρώτα εκπαίδευση, στη συνέχεια μια σταθερή δουλειά, μετά γάμο και στη συνέχεια παιδιά.

Τι γίνεται με τις πρακτικές ανατροφής των παιδιών, οι οποίες έχουν σαφή επίδραση στην ανάπτυξη της παιδικής ηλικίας; Παρά το γεγονός ότι λίγοι Αμερικανοί υποστηρίζουν εκτεταμένες κυβερνητικές παρεμβάσεις στην οικογενειακή ζωή, ένας δυνητικά αποδεκτός τρόπος που η Ουάσιγκτον και οι πολιτειακές κυβερνήσεις θα μπορούσαν να προσπαθήσουν για να βελτιώσουν την ανατροφή των παιδιών είναι η πληρωμή για κατ' οίκον επισκέψεις από νοσηλευτές ή οικογενειακούς συμβούλους και η παροχή δωρεάν ή χαμηλού κόστους μαθημάτων ανατροφής παιδιών. Το να κάνεις τους ανθρώπους να αλλάξουν τη συμπεριφορά τους και τις ρουτίνες τους είναι πολύ δύσκολο, έτσι τα οφέλη από τα προγράμματα αυτά είναι αναπόφευκτα περιορισμένα. Παρ' όλα αυτά, σε μια πρόσφατη ανασκόπηση της υπάρχουσας έρευνας, ο κοινωνιολόγος Φρανκ Φύρστενμπεργκ βρήκε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι τα προγράμματα που αποσκοπούν στην διδασκαλία καλύτερων πρακτικών σε γονείς παιδιών στην ηλικία της μέσης εκπαίδευσης ή και νεότερα, αποδίδουν κάποιες βελτιώσεις στην ετοιμότητα στο σχολείο και τις σχολικές επιδόσεις.

ΠΕΡΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΤΑΞΗ

Με δεδομένες τις δυσκολίες της μεταβολής της οικογενειακής ζωής, η βελτίωση των σχολείων παραμένει το κύριο εργαλείο των Ηνωμένων Πολιτειών για την ενίσχυση των λιγότερο ευνοημένων παιδιών. Παρ’ όλες τους τις ανεπάρκειες, τα δημόσια σχολεία βοηθούν στην εξίσωση των ευκαιριών με το να βελτιώνουν τις γνωστικές ικανότητες των μαθητών. Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών διακοπών, οι γνωστικές ικανότητες των παιδιών από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα τείνουν να υποχωρούν, σε σχέση με εκείνες των πιο ευνοημένων συνομηλίκων τους. Με άλλα λόγια, αυτά τα παιδιά θα υστερούσαν ακόμη περισσότερο αν δεν παρακολουθούσαν ποτέ το σχολείο.

Ένα καθολικό σύστημα οικονομικά προσιτής, εκπαιδευτικής φροντίδας παιδιών νηπιακής και προσχολικής ηλικίας θα μπορούσε να συμβάλει στη γεφύρωση του χάσματος που ανοίγει κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της ζωής. Επιπλέον, θα διευκολύνει την επαγγελματική απασχόληση των γονέων και, συνεπώς, την ενίσχυση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, γεγονός που καθίσταται διπλά χρήσιμο για τα παιδιά οικογενειών με χαμηλό εισόδημα. Οι σκανδιναβικές χώρες προσφέρουν κάποια μαθήματα: στη δεκαετία του 1960 και του 1970, οι χώρες αυτές εισήγαγαν την αμειβόμενη άδεια μητρότητας και χρηματοδότησαν την φροντίδα των παιδιών από τα δημόσια ταμεία. Σήμερα, οι δάσκαλοι της προσχολικής εκπαίδευσης έχουν παιδεία και αμοιβή ανάλογη με των εκπαιδευτικών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το κόστος της πρόωρης εκπαίδευσης καλύπτει περίπου το 10% του εισοδήματος των νοικοκυριών. Σε όλες αυτές τις χώρες, οι γνωστικές ικανότητες ενός ατόμου, η πιθανότητα να ολοκληρώσει το γυμνάσιο και το κολέγιο και η ενδεχόμενη επιτυχία στην αγορά εργασίας τείνουν να είναι λιγότερο εξαρτημένες από τον πλούτο της οικογένειάς του από όσο στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Υπήρξε κάποια κίνηση για να επεκταθεί η φροντίδα των παιδιών και των εκπαιδευτικών συστημάτων σε κρατικό επίπεδο στις Ηνωμένες Πολιτείες τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Περισσότερες Πολιτείες έχουν τώρα ολοήμερα δημόσια νηπιαγωγεία και μερικές έχουν προσθέσει το δημόσιο νηπιαγωγείο για τα τετράχρονα. Όμως, η πρόοδος ήταν πολύ αργή και τα τελευταία χρόνια έχει οπισθοχωρήσει λόγω της υστέρησης των πολιτειακών εσόδων. Η υποστήριξη από την Ουάσιγκτον θα ήταν μεγάλη βοήθεια.

Τα αποτελέσματα της εξίσωσης ευκαιριών στο κολέγιο, επίσης, δεν μπορούν να υπερεκτιμηθούν. Μεταξύ των Αμερικανών των οποίων τα οικογενειακά εισοδήματα κατά τη γέννηση τους είναι στο κατώτερο πεμπτημόριο, αλλά οι οποίοι παίρνουν το πτυχίο του τετραετούς κολεγίου, το 53% καταλήγει στο μέσο πεμπτημόριο ή και υψηλότερα. Αυτό είναι αρκετά κοντά στην πιθανότητα 60% που θα είχαν σε συνθήκες απόλυτης ισότητας ευκαιριών. Η Ουάσιγκτον πρέπει να κάνει κάτι καλύτερο για να βοηθήσει τους ανθρώπους που προέρχονται από λιγότερο ευνοημένες οικογένειες να αντέξουν οικονομικά το κολέγιο. Ο μέσος όρος διδάκτρων μέσα σε μια Πολιτεία για ένα αμερικανικό τετραετές δημόσιο πανεπιστήμιο υπερβαίνει τα 8.000 δολάρια. Στη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Δανία και τη Φινλανδία η παρακολούθηση στα τετραετή δημόσια πανεπιστήμια είναι δωρεάν. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), σε αυτές τις χώρες, οι πιθανότητες για ένα άτομο του οποίου οι γονείς δεν έχουν αποφοιτήσει από το λύκειο να παρακολουθήσει το κολέγιο είναι μεταξύ 40% και 60%, σε σύγκριση με μόλις 30% στις Ηνωμένες Πολιτείες.

ΔΟΥΛΕΥΟΝΤΑΣ ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΙΚΑ

Η εργασία είναι η επόμενη πρόκληση. Κατ' αρχάς, οι πιο προσιτοί στόχοι: αφού μια ενδεχόμενη φυλάκιση εμποδίζει την επιτυχία στην αγορά εργασίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επανεξετάσουν την προσέγγισή τους σχετικά με ποινές για μη βίαια εγκλήματα ναρκωτικών. Σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Μπρους Γουέστερν, Πολιτείες που έχουν μειώσει τις ποινές φυλάκισης κατά την τελευταία δεκαετία και στρέφονται σε εναλλακτικές ποινές, όπως πρόστιμα και κοινωνικά σωφρονιστικά προγράμματα, βλέπουν μείωση εγκληματικότητας παρόμοια με Πολιτείες που έχουν αυξήσει τις ποινές φυλάκισης. Αν κι άλλες Πολιτείες να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να αποφύγουν την άσκοπη υπονόμευση των ευκαιριών απασχόλησης για έναν σημαντικό αριθμό νέων ανδρών που προέρχονται από λιγότερο ευνοημένες οικογένειες.

Ευρύτερες τάσεις στην αγορά εργασίας από το 1970 παρουσιάζουν ένα πιο επίμονο πρόβλημα. Οι ωριαίες αποζημιώσεις στις μέσες και χαμηλότερες αμοιβές δεν έχουν ενσωματώσει όρους προσαρμογής του πληθωρισμού. Στη δεκαετία του 1980 και του 1990, οι Ηνωμένες Πολιτείες δημιούργησαν πολλές νέες θέσεις εργασίας. Αυτό διευκόλυνε την είσοδο των γυναικών στο εργατικό δυναμικό και έτσι βοήθησε πολλά νοικοκυριά να απολαύσουν αύξηση εισοδημάτων, παρά τη στασιμότητα των μισθών. Όμως, στα πρώτα χρόνια του αιώνα μας η αύξηση της απασχόλησης σταμάτησε και η επακόλουθη ύφεση και αργή ανάκαμψη έχουν καταφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα στους λιγότερο ειδικευμένους. Το ποσοστό απασχόλησης των ανδρών ηλικίας 25-54 ετών που δεν είχαν τελειώσει το γυμνάσιο, μειώθηκε κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2007 και 2010.

Τελικά, η αμερικανική οικονομία θα βρει και πάλι τον δρόμο της αλλά αυτό δεν θα οδηγήσει αυτόματα σε περισσότερες θέσεις εργασίας και υψηλότερους μισθούς. Η μοναδική περίοδος συνεχούς αύξησης των μισθών στο χαμηλότερο και στο μεσαίο επίπεδο εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αυτό που διαφοροποιεί την εν λόγω περίοδο είναι ότι η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ επέτρεψε το ποσοστό ανεργίας να μειωθεί σε 4%, πολύ χαμηλότερα από το επίπεδο που πολλοί οικονομολόγοι πιστεύουν ότι είναι το όριο από το οποίο ο πληθωρισμός θα επιταχυνθεί. Αν και όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιστρέψουν σε χαμηλό ποσοστό ανεργίας, θα χρειαστεί η Κεντρική Τράπεζα (Federal Reserve) να είναι και πάλι διατεθειμένη να επιτρέψει στους μισθούς να αυξηθούν σημαντικά πριν πατήσει πάλι φρένο.

Θα ήταν, όμως, ανόητο να βασιζόμαστε σε αυτό κι έτσι οι Ηνωμένες Πολιτείες καλά θα κάνουν να εξετάσουν εναλλακτικές στρατηγικές. Ένα χρήσιμο εργαλείο μπορεί να είναι η φοροαπαλλαγή στο εισόδημα (Earned Income Tax Credit, EITC). Προς το παρόν, η EITC παρέχει μια ετήσια εξοικονόμηση έως και 6.000 δολάρια για νοικοκυριά με εισόδημα κάτω από 50.000 δολάρια. Αυτό είναι χρήσιμο, αλλά για ένα άτομο χωρίς παιδιά, η έκπτωση ανέρχεται σε λιγότερο από 500 δολάρια. Αυτή η κοινωνική ομάδα - νεαροί ενήλικες με χαμηλές αποδοχές και χωρίς παιδιά - περιλαμβάνουν πολλούς Αμερικανούς που μεγάλωσαν σε δύσκολες περιστάσεις. Αν η οικονομία αναπτύσσεται, αλλά όχι και οι μισθοί, οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν και θα πρέπει να προσφέρουν μια μεγαλύτερη ώθηση στα εισοδήματα αυτών των ανθρώπων.

Κατά το παρελθόν έτος, μια σειρά από σχολιαστές, με προεξάρχοντα τον Άλαν Κρούεγκερ, πρόεδρο του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων στον Λευκό Οίκο, έχουν δείξει ότι η αντιστροφή της διεύρυνσης της εισοδηματικής ανισότητας θα μπορούσε να βελτιώσει την οικονομική κινητικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στο κάτω - κάτω, μεταξύ των χωρών για τις οποίες υπάρχουν συγκρίσιμα στοιχεία, τα άτομα με λιγότερη ανισότητα εισοδήματος τείνουν να έχουν υψηλότερη σχετική κινητικότητα μεταξύ γενεών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν ήδη στο άνω άκρο της κλίμακας εισοδηματικής ανισότητας πριν από μια γενιά και από τότε έχουν προχωρήσει ακόμη περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση.

Ωστόσο, γενικές εκκλήσεις για τη μείωση των ανισοτήτων εισοδήματος προσφέρουν λίγη βοήθεια στον εντοπισμό των πολιτικών που πρέπει να εφαρμοστούν. Σκεφθείτε τρεις δυνατότητες. Πρώτον, φανταστείτε ότι η Ουάσιγκτον νομοθέτησε μια ριζική μείωση των μισθολογικών διαφορών για τα διάφορα είδη των θέσεων εργασίας. (Μικρότερες διαφορές στις αμοιβές αντιπροσωπεύουν τμήμα του μικρότερου χάσματος ευκαιριών στις σκανδιναβικές χώρες). Αυτό σίγουρα θα μειώσει την εισοδηματική ανισότητα. Επίσης, θα μειωθεί η ανισότητα ευκαιριών: τουλάχιστον στην πρώτη γενιά, ακόμα και αν οι δυνατότητες κάποιου ταιριάζουν ακριβώς με εκείνες των γονέων του, αυτό δεν θα συμβεί και στο εισόδημά του. Αλλά ένα τέτοιο δραστικό βήμα δεν είναι πιθανό να συμβεί, εν μέρει επειδή λίγοι Αμερικανοί θα το υποστηρίξουν. Δεύτερον, ας υποθέσουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες θα αυξήσουν τα ποσοστά φόρου εισοδήματος για το κορυφαίο 1% των νοικοκυριών και θα τα μειώσουν για τα νοικοκυριά της μεσαίας τάξης. Μια τέτοια κίνηση θα μείωνε την εισοδηματική ανισότητα, αλλά θα έκανε ελάχιστα για να βελτιώσει τις ευκαιρίες των παιδιών από οικογένειες με χαμηλό εισόδημα. Τρίτον, ας υποθέσουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες προχωρήσουν στην αύξηση των φορολογικών συντελεστών για όλα τα νοικοκυριά και χρησιμοποιήσουν τα έσοδα για να χρηματοδοτήσουν την καθολική προσχολική εκπαίδευση. (Όπως η πολιτική επιστήμων Άντρεα Κάμπελ έγραψε πρόσφατα σε αυτές τις σελίδες, οι περισσότερες άλλες προηγμένες δημοκρατίες αφιερώνουν πολύ περισσότερα από τα φορολογικά έσοδά τους σε κοινωνικά προγράμματα). Αυτό το βήμα θα κάνει ελάχιστα για να αντιμετωπιστεί η εισοδηματική ανισότητα, αλλά θα μπορούσε να επεκτείνει σημαντικά τις ευκαιρίες. Η μείωση της εισοδηματικής ανισότητας, με λίγα λόγια, δεν είναι ούτε αναγκαία ούτε επαρκής για την επίτευξη της μείωσης της ανισότητας των ευκαιριών.

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΕΥΚΑΙΡΙΩΝ

Παρ’ όλες τις εμπειρίες των άλλων χωρών που μπορούν να διδάξουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, υπάρχουν επίσης μαθήματα που οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να πάρουν από την δική τους ιστορία. Ο πιο άμεσος τρόπος με τον οποίο η Ουάσιγκτον έχει καταστήσει πιο ισόρροπες τις ευκαιρίες στο παρελθόν ήταν μέσω θετικών δράσεων. Η θετική δράση δεν είναι μια στρατηγική που πολλές άλλες πλούσιες χώρες έχουν υιοθετήσει, αλλά έχει ένα αποδεδειγμένο ιστορικό στις Ηνωμένες Πολιτείες. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, προγράμματα θετικής δράσης για τις εγκρίσεις αιτήσεων εισόδου στα κολέγια και για προσλήψεις έχουν επεκτείνει τις ευκαιρίες για τις γυναίκες και τις διάφορες μειονοτικές ομάδες.

Τώρα, ένας αριθμός παρατηρητών από όλο το κομματικό φάσμα, από τον Ρίτσαρντ Κάλενμπεργκ, έναν ανώτερο συνεργάτη στο αριστερόστροφο Ίδρυμα Century ως τον Τσάρλς Μάρεϊ, έναν συνεργάτη στο δεξιόστροφο American Enterprise Institute, ευνοούν τη μετατόπιση της εστίασης των θετικών δράσεων από τη φυλή και το φύλο στο οικογενειακό υπόβαθρο. Η έμφαση στο οικογενειακό υπόβαθρο θα συνεχίσει να βοηθά περισσότερο τα παιδιά των αφροαμερικάνων και των λατίνων, δεδομένου ότι είναι πιο πιθανό να προέρχονται από οικογένειες με χαμηλά εισοδήματα και άλλα μειονεκτήματα. Πράγματι, θα κάνει περισσότερα για να βοηθήσει τα φτωχά, μαύρα και λατίνα παιδιά από ό, τι τα παραδοσιακά προγράμματα θετικής δράσης με βάση την φυλετική διαφορά, τα οποία έχουν ωφελήσει κυρίως τα μέλη της μεσαίας τάξης τέτοιων μειονοτικών ομάδων.

Σε απάντηση δικαστικών αποφάσεων και δημοψηφισματικών πρωτοβουλιών που απαγορεύουν τις φυλετικές διακρίσεις σε αποφάσεις αποδοχής φοιτητών, ορισμένα δημόσια πανεπιστημιακά συστήματα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της Καλιφόρνια και του Τέξας, έχουν ήδη κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Μια προσέγγιση εγγυάται ότι το κορυφαίο 10% των μαθητών που αποφοιτούν από οποιοδήποτε δημόσιο γυμνάσιο της Πολιτείας αυτομάτως θα εισάγεται σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο σε αυτή την Πολιτεία. Μερικές φορές, αυτό είναι χρήσιμο. Σε σχολεία όπου σχεδόν όλοι οι μαθητές είναι από φτωχές οικογένειες, το κορυφαίο 10% της τελευταίας τάξης θα περιλαμβάνει αναπόφευκτα φοιτητές χαμηλού εισοδήματος. Μια πιο άμεση στρατηγική θα είναι τα κολέγια και τα πανεπιστήμια να εξετάζουν το οικογενειακό υπόβαθρο ως ένα από τα πολλά είδη μειονεκτημάτων που οι αιτούντες μπορεί να αντιμετωπίζουν και να το περιλαμβάνει μεταξύ των κριτηρίων με τα οποία κατατάσσονται οι αιτούντες.
Πώς θα μπορούσαν να πειστούν οι εργοδότες να χρησιμοποιούν αυτή την άμεση προσέγγιση; Πριν από μισό αιώνα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση επέβαλε τη χρήση της θετικής δράσης σε δημόσιους οργανισμούς και σε επιχειρήσεις με τις οποίες είχε σύμβαση. Θα μπορούσε να γίνει το ίδιο και τώρα, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το νέο χάσμα ευκαιριών του έθνους.

Στο τελευταίο μισό αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάνει μεγάλα άλματα προς την εξίσωση των οικονομικών ευκαιριών. Αυτή η πρόοδος δεν έγινε από μόνη της. Πραγματοποιήθηκε με ώθηση από την κυβέρνηση. Τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, το χάσμα ευκαιριών για τους Αμερικανούς από διαφορετικά οικογενειακά υπόβαθρα έχει αρχίσει να αυξάνεται. Ευτυχώς, η εμπειρία των Ηνωμένων Πολιτειών και των άλλων πλουσιότερων χωρών δείχνει ότι η χώρα δεν είναι αβοήθητη απέναντι στις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές. Δεν υπάρχει μαγική συνταγή: Μια πραγματική λύση είναι πιθανόν να περιλαμβάνει μια σειρά από αλλαγές στην πολιτική και την κοινωνία. Ακόμα κι έτσι, η λύση δεν είναι πέραν των δυνατοτήτων των Ηνωμένων Πολιτειών.



 http://www.greekamericannewsagency.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου