Από τη Συνθήκη των Σεβρών (1920) στη Συνθήκη της Λωζάννης (1923)
Τον
Σεπτέμβριο του 1918 ο ελληνικός στρατός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη.
Λίγο αργότερα σκάφη του ελληνικού στόλου εισέπλευσαν στον Κεράτιο Κόλπο.
Το όνειρο που έτρεφε ο Ελληνισμός επί τεσσερισήμισι και πλέον αιώνες,
από την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους, το 1453, φάνηκε να μπαίνει
στον δρόμο της εκπλήρωσης. Δύο χρόνια αργότερα η Συνθήκη των Σεβρών, με
τις γενναίες όσο και δίκαιες παραχωρήσεις της προς την Ελλάδα, θα έθετε
και τη σφραγίδα της διεθνούς νομιμότητας σε αυτή τη μεταβολή του ονείρου
σε πραγματικότητα.
Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα έκαναν την είσοδό τους στην αλλοτινή
Βασιλεύουσα ως μέρος των νικηφόρων συμμαχικών δυνάμεων. Ηταν το τέλος
του A' Παγκοσμίου Πολέμου. H Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί και η
Ελλάδα ανήκε στο στρατόπεδο των νικητών.
Το
κολοσσιαίο αυτό επίτευγμα υπήρξε ουσιαστικά έργο ενός μόνο ανθρώπου:
του Ελευθερίου Βενιζέλου. Από πολύ νωρίς ο διορατικός πολιτικός διείδε
τις δυνατότητες που προσέφερε στην Ελλάδα η κοσμογονική παγκόσμια
σύρραξη του 1914-18 για την ικανοποίηση των δικαίων αιτημάτων της και
την πραγματοποίηση των εθνικών της πόθων. Ο Βενιζέλος δεν άργησε να
καταλήξει στην πεποίθηση ότι επιτακτικό καθήκον για την Ελλάδα ήταν η
είσοδός της στον πόλεμο στο πλευρό του στρατοπέδου που ο ίδιος προέβλεπε
ότι θα τον κέρδιζε, κίνηση που θα της εξασφάλιζε λαμπρές προοπτικές για
ουσιώδεις διεκδικήσεις.
Οι
προβλέψεις του Βενιζέλου επαληθεύτηκαν και το 1918 η νίκη στεφάνωσε τα
όπλα των Συμμάχων, όπως τους έλεγαν, ή της Αντάντ (Entente Cordiale =
Εγκάρδια Συνεννόηση), που την αποτελούσαν η Αγγλία, η Γαλλία και η
Ρωσία, έχοντας στο πλευρό τους την Ιταλία, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες
Πολιτείες της Αμερικής, καθώς και άλλες, μικρότερες δυνάμεις. H έκβαση
αυτή του πολέμου επέτρεψε στην Ελλάδα να παρακαθήσει με σοβαρές αξιώσεις
στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων όπου θα ξαναμοιραζόταν ο κόσμος.
Το
τίμημα που χρειάστηκε να καταβάλει η Ελλάδα για να φθάσει σε αυτό το
σημείο υπήρξε βαρύ, όχι τόσο στα πολεμικά μέτωπα όσο στο εσωτερικό της.
Οι προσπάθειες και οι θυσίες που το αποτελούσαν δεν σταμάτησαν εκεί.
Συνεχίστηκαν ως την τραγική μεταστροφή του θριάμβου σε καταρράκωση
τέσσερα χρόνια αργότερα με τη Μικρασιατική Καταστροφή και οι συνέπειές
τους σημάδεψαν τα χρόνια που την ακολούθησαν. Πρόκειται για το πικρότερο
ίσως κεφάλαιο της νεοελληνικής ιστορίας, τον Εθνικό Διχασμό.
Σύγκρουση βασιλιά - πρωθυπουργού
Αιτία
του Εθνικού Διχασμού υπήρξε η εναντίωση του βασιλιά Κωνσταντίνου A' στα
σχέδια του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου για την είσοδο της Ελλάδας
στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Λόγω των συγγενικών δεσμών του με τη
Γερμανία (η σύζυγός του βασίλισσα Σοφία ήταν αδελφή του Κάιζερ
Γουλιέλμου B') αλλά και του θαυμασμού του γι' αυτή τη χώρα και της
βαθύτερης προσκόλλησής του στις όποιες αξίες της, ο Κωνσταντίνος, μη
μπορώντας να κηρυχθεί αναφανδόν κατά της Αντάντ, υποστήριζε ότι η Ελλάδα
όφειλε να παραμείνει ουδέτερη. Αλλά η περίπλοκη φύση αυτής της σύρραξης
που εκφραζόταν με ένα δαιδαλώδες πλέγμα συμφερόντων και επιδιώξεων
καθιστούσε την ελληνική ουδετερότητα ουσιαστικά επωφελή για τους
αντιπάλους της Αντάντ, τις λεγόμενες Κεντρικές Δυνάμεις, δηλαδή τη
Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, που τις ακολουθούσαν οι δύο
πατροπαράδοτοι εχθροί της Ελλάδας, η Τουρκία και η Βουλγαρία.
Οσο
τα πολεμικά σχέδια και οι επιχειρήσεις εξαπλώνονταν, εντείνονταν και
περιπλέκονταν τόσο η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, εκτός από
συμφέρουσα, όπως τη θεωρούσε ο Βενιζέλος, γινόταν επίσης εκ των
πραγμάτων όλο και περισσότερο αναπόφευκτη. Ο Κωνσταντίνος όμως επέμενε
στην παρελκυστική τακτική του και βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με τον
Βενιζέλο ώσπου το χάσμα ανάμεσά τους κατέστη αγεφύρωτο και ο Βενιζέλος
παραιτήθηκε, πράγμα που είχε κάνει και σε άλλες περιπτώσεις, αυτή τη
φορά όμως οριστικά.
Με
την πάροδο του χρόνου η Ελλάδα δεχόταν αφόρητες πιέσεις από τους
εμπολέμους, με επεμβάσεις στα εσωτερικά της και με ενέργειες στο έδαφός
της που ισοδυναμούσαν με πολεμικές πράξεις. Ηδη από το δεύτερο έτος του
πολέμου, παρά τις διαμαρτυρίες του Κωνσταντίνου, αλλά με τις ευλογίες
του Βενιζέλου, οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβάσει στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη,
την οποία χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο για τη δημιουργία νέου μετώπου,
του μακεδονικού. Εναν χρόνο αργότερα οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Καβάλα
και οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν ολόκληρο σώμα ελληνικού στρατού. Το κράτος
είχε παραλύσει και πλήρης αναρχία επικρατούσε, ενώ, με τη συμμετοχή και
ξένων, γίνονταν ταραχές και επεισόδια με νεκρούς και τραυματίες. Οι
κυβερνήσεις που διόριζε ο Κωνσταντίνος διαδέχονταν η μία την άλλη χωρίς
να μπορούν να αναχαιτίσουν το χάος στο οποίο είχε οδηγηθεί η χώρα. H
Ελλάδα είχε ουσιαστικά εμπλακεί ολοκληρωτικά στον πόλεμο χωρίς να το
έχει αποφασίσει η ίδια επισήμως, με αποτέλεσμα να υφίσταται όλες τις
ολέθριες συνέπειές του, χωρίς να είναι σε θέση να επωφεληθεί από τις
ενδεχόμενες θετικές πλευρές του.
H αντίδραση των βενιζελικών
H
πρώτη αντίδραση στη χαώδη αυτή κατάσταση ήρθε από τη Θεσσαλονίκη, όταν
έγινε γνωστό ότι οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να παραδώσουν τη διοίκηση της
πόλης στους Σέρβους. Βενιζελικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ίδρυσαν την
Επιτροπή Εθνικής Αμύνης, η οποία στις 17 Αυγούστου 1916 ανέλαβε τη
διοίκηση της Θεσσαλονίκης και συγκρότησε στράτευμα από εθελοντές και από
φρουρές της Βόρειας Ελλάδας, το οποίο κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου μαχόταν
ήδη στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Στις
13 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, ξημερώματα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος,
συνοδευόμενος από τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, αναχώρησε κρυφά για
την Κρήτη, όπου λίγο αργότερα πήγε να τους συναντήσει ο στρατηγός
Παναγιώτης Δαγκλής. Με την υποστήριξη αρκετών χιλιάδων ενόπλων Κρητών
αλλά και του συνόλου του κρητικού λαού οι τρεις τους σχημάτισαν
Προσωρινή Κυβέρνηση και λίγες ημέρες αργότερα έφθασαν στη Θεσσαλονίκη,
όπου η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης ετέθη υπό τις διαταγές της Τριανδρίας,
όπως ονομάστηκαν οι τρεις επαναστάτες, ενώ και άλλες ελληνικές πόλεις
προσχώρησαν στο κίνημα.
Ως
το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου υπήρχαν δύο ελληνικά κράτη, της Αθήνας
με τον Κωνσταντίνο και της Θεσσαλονίκης με τον Βενιζέλο. Αλλά την 1η
Ιουνίου 1917 ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Στον
θρόνο τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος, ο οποίος κάλεσε τον
Βενιζέλο και του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ετσι αποκαταστάθηκε η
ενότητα του ελληνικού κράτους, το οποίο έσπευσε να κηρύξει τον πόλεμο
κατά των Κεντρικών Δυνάμεων.
Απέμενε
μόλις κάτι περισσότερο από ένα έτος πολέμου. Σε αυτό το διάστημα ο
ελληνικός στρατός ανασυγκροτήθηκε ώστε να καταστεί αξιόμαχος και
συμπαρατάχθηκε με τις δυνάμεις της Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο, όπου η
συμβολή του αναγνωρίστηκε ως αποφασιστική. Με τη μεγάλη επίθεση του
φθινοπώρου του 1918 το πολυεθνικό στράτευμα που είχε ως ορμητήριό του τη
Θεσσαλονίκη έφθασε προς Βορράν ως τον Δούναβη και προς Ανατολάς ως την
Κωνσταντινούπολη. Οι Κεντρικές Δυνάμεις συνθηκολόγησαν η μία μετά την
άλλη και ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε στις 11 Νοεμβρίου 1918 με τη
συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Ο θρίαμβος των Σεβρών
Αμέσως
σχεδόν μετά το τέλος του πολέμου ο Βενιζέλος, εν όψει της υπογραφής της
συνθήκης ειρήνης με την Τουρκία, ταξιδεύοντας και παραμένοντας για
μακρά διαστήματα στο εξωτερικό, ανέπτυξε έντονη διπλωματική
δραστηριότητα προσπαθώντας με υπομνήματα και παραστάσεις προς τους
ισχυρούς και τα αρμόδια όργανα να επηρεάσει ευνοϊκά τα πνεύματα απέναντι
στα ελληνικά αιτήματα. Είχε άλλωστε το δίκαιο με το μέρος του καθ' ότι
τα αιτήματα αυτά εδράζονταν σε αρχές διακηρυγμένες και υιοθετημένες από
τους Συμμάχους. Γι' αυτό και στις περισσότερες περιπτώσεις οι
προσπάθειές του στέφονταν με επιτυχία.
Οι
νικητές Σύμμαχοι αποφάσισαν η καθεμιά από τις ηττημένες δυνάμεις να
υπογράψει χωριστή συνθήκη ειρήνης. Τελευταία στη σειρά υπεγράφη η
συνθήκη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι συνομιλίες έγιναν στις Σέβρες
(Sevres), προάστιο του Παρισιού, και η υπογραφή της συνθήκης καθυστέρησε
για μεγάλο διάστημα αφού δεν έγινε παρά στις 10 Αυγούστου 1920, δηλαδή
22 μήνες μετά τη λήξη του πολέμου. H καθυστέρηση οφειλόταν στις
κωλυσιεργίες των ενδιαφερομένων μερών και ιδιαίτερα των Ιταλών. Ολοι
προσπαθούσαν να προετοιμάσουν το έδαφος ώστε να μπορέσουν να αποσπάσουν
όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κέρδη όταν θα έφθανε η ώρα της μοιρασιάς.
Στη διάσκεψη ήταν παρόντες αντιπρόσωποι 18 χωρών. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
H
Ελλάδα προσερχόταν στη διάσκεψη με το κύρος του νικητή, από την άλλη
όμως τη θέση της βάραιναν δύο μειονεκτήματα. Το ένα ήταν ότι είχε
εισέλθει στον πόλεμο αργά και ως εκ τούτου οι θυσίες που θα μπορούσε να
επικαλεστεί ως τίτλους για τις αξιώσεις της ήταν πολύ μικρές σε σύγκριση
με των άλλων νικητριών χωρών. Το δεύτερο μειονέκτημα ήταν οι ανώμαλες
συνθήκες της εισόδου της στον πόλεμο, οι οποίες δεν της είχαν επιτρέψει
να διαπραγματευθεί και να συμφωνήσει εκ των προτέρων τα ανταλλάγματα που
θα λάβαινε ως νικήτρια δύναμη. Ετσι το δύσκολο καθήκον για τον Βενιζέλο
ήταν να κατορθώσει, μέσα στον ορυμαγδό των αρπακτικών διεκδικήσεων των
ενδιαφερομένων, να αποσπάσει για τη χώρα του σεβαστό μερίδιο από τη
λεία.
Οτι
περί λείας επρόκειτο δεν άργησε να αποδειχθεί: η Συνθήκη των Σεβρών
σήμανε τον κυριολεκτικό διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι
δικαιούχοι, ορμώμενοι άλλοι από ωμό συμφέρον, όπως οι Μεγάλες Δυνάμεις,
άλλοι, όπως οι πρώην υπόδουλοί της λαοί, από δίκαιη δίψα για την
ανάκτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους που επί αιώνες τους τα είχε
στερήσει ο σουλτανικός δεσποτισμός, άφησαν από το τεράστιο σώμα της
άλλοτε φοβερής και πάντοτε μισητής αυτοκρατορίας ένα στοιχειώδες
σύγχρονο κράτος.
Μπαίνουν οι υπογραφές
Ο
Κασπάρ Καραμπετιάν μεταφέρει τη σκηνή της υπογραφής της συνθήκης όπως
την είχε περιγράψει σε αναφορά του ο αντιπρόσωπος της Αρμενίας Αβεντίς
Αχαρονιάν:
«H
αίθουσα της υπογραφής ήταν στο κέντρο του εργοστασίου των ξακουστών
κρυστάλλων της πόλης του Σεβρ. Στο κέντρο έλαβαν θέσεις οι εκπρόσωποι
των μεγάλων χωρών. Οι θέσεις των αντιπροσώπων των μικρών χωρών
βρίσκονταν δεξιά και αριστερά της αίθουσας...
Μόλις
προσήλθαν όλοι οι εκπρόσωποι, λίγο μετά τις τέσσερις, εισήλθε στην
αίθουσα ο πρόεδρος και εκπρόσωπος της Γαλλίας κ. A. Μιλεράν. Απουσίαζαν
μόνο οι Τούρκοι εκπρόσωποι, που περίμεναν να κληθούν στον κάτω όροφο.
Μετά την εντολή του προέδρου τούς κάλεσαν και συνοδεία του κλητήρα, που
τους ανήγγειλε "Οι κύριοι Πληρεξούσιοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας",
εισήλθαν στην αίθουσα. Με τα χαρακτηριστικά κόκκινα φέσια στα κεφάλια
τους, χαιρέτισαν τους παρισταμένους και έλαβαν τις θέσεις τους δίπλα από
τους εκπροσώπους της Ελλάδας. Αμέσως μετά ο πρόεδρος Μιλεράν σηκώθηκε
από τη θέση του και είπε τα ακόλουθα: "Κύριοι, δηλώνω ότι η συνθήκη που
θα υπογραφεί τώρα εκφράζει τις θέσεις που έχουν αποδεχθεί όλα τα μέρη".
Αμέσως μετά κάλεσε τους πληρεξουσίους της Τουρκίας να υπογράψουν τη
συνθήκη. Σηκώθηκαν όρθιοι ο γερουσιαστής στρατηγός Χαμδί Πασά, ο
γερουσιαστής Ρίζα Τεβφίκ Μπέης και ο Ρεσάτ Ναλίς Μπέης και με σταθερά
βήματα πλησίασαν στο κεντρικό τραπέζι που ήταν τοποθετημένη η συνθήκη,
με νευρικές κινήσεις υπέγραψαν και αμέσως γύρισαν στις θέσεις τους.
Αμέσως μετά υπέγραψαν οι εκπρόσωποι της M. Βρετανίας, της Γαλλίας, της
Ιταλίας και της Ιαπωνίας και αμέσως μετά κάλεσαν εμένα.
Ετσι, χάρη στην αλφαβητική σειρά κλήσης των χωρών, η Αρμενία ήταν η πρώτη από τις μικρές χώρες που υπέγραψε τη συνθήκη».
Με τη Συνθήκη των Σεβρών:
-
H Οθωμανική Αυτοκρατορία έχανε τα τέσσερα πέμπτα των εδαφών της, στα
οποία αναδύονταν ανεξάρτητα ή αυτόνομα κράτη και περιοχές που με τον ένα
ή τον άλλο τρόπο αποτίναζαν την οθωμανική κυριαρχία ή επικυριαρχία:
Αίγυπτος, Αρμενία, Κουρδιστάν, Χετζάτζη, Συρία, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη
κ.ά.
Διασφαλιζόταν η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου τα οποία κηρύσσονταν ανοχύρωτα.
- Προστατεύονταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων.
-
Επί ευρωπαϊκού εδάφους η Τουρκία διατηρούσε μόνο την Κωνσταντινούπολη
και τα περίχωρά της, αλλά οι Σύμμαχοι διατηρούσαν και αυτοί το δικαίωμα
να μεταβάλουν αυτό το καθεστώς κατά τη βούλησή τους σε περίπτωση που η
Τουρκία δεν θα σεβόταν τους υπόλοιπους όρους της συνθήκης.
- Ρυθμίζονταν πλήθος άλλα θέματα, συνοριακά, πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά, όλα σχεδόν εις βάρος της Τουρκίας.
Δύο ήπειροι και πέντε θάλασσες
H
Ελλάδα δεν πέτυχε όλες τις επιδιώξεις της. Δεν της δόθηκαν η Βόρειος
Ηπειρος, τα Δωδεκάνησα (δόθηκαν στην Ιταλία), ούτε η Κωνσταντινούπολη ή η
Κύπρος (παρέμεινε αγγλική κτήση). Αλλά ο Βενιζέλος διεκδίκησε τα
μέγιστα για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα. H Ελλάδα πέτυχε την επικύρωση
της κυριαρχίας της στη Δυτική Θράκη (την είχε παραδώσει η Βουλγαρία
στους Συμμάχους με τη Συνθήκη του Νεϊγύ) και έλαβε την Ανατολική Θράκη
ως την Τσατάλτζα, την Ιμβρο και την Τένεδο, πέτυχε την κατοχύρωση των
δικαιωμάτων της επί των υπολοίπων νήσων του Αιγαίου και της ανατέθηκε η
διοίκηση της Σμύρνης και της ενδοχώρας της για πέντε χρόνια, μετά την
παρέλευση των οποίων το τοπικό κοινοβούλιο που θα ιδρυόταν θα μπορούσε,
αν το επιθυμούσε, να ζητήσει την ένωση της περιοχής με την Ελλάδα
έχοντας και τη δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφίσματος μεταξύ του
πληθυσμού.
Ευνοϊκότερο
διακανονισμό δεν μπορούσε να είχε ελπίσει η Ελλάδα. H επιτυχία του
Βενιζέλου άγγιζε τα όρια του θριάμβου. Ο εμπνευσμένος όσο και
ακαταπόνητος πολιτικός ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην πατρίδα έχοντας
πραγματοποιήσει το όνειρό του για την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των
πέντε θαλασσών».
Αλλά
δύο μόλις ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών ένα θλιβερό
γεγονός ήρθε να προκαλέσει τον πρώτο τριγμό στο λαμπρό ελληνικό
οικοδόμημα το οποίο είχε ήδη αρχίσει να υψώνεται. Δύο απότακτοι
αξιωματικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο σε
σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού από όπου αυτός θα ξεκινούσε για το
ταξίδι της επιστροφής του στην Ελλάδα.
H
απόπειρα απέτυχε και ο Βενιζέλος γλίτωσε με ελαφρά τραύματα. Αλλά η
μεταστροφή της μοίρας τόσο του Βενιζέλου όσο και ολόκληρου του
Ελληνισμού φαίνεται ότι είχε αρχίσει.
Στις
εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 το κόμμα του θριαμβευτή Βενιζέλου
καταψηφίστηκε και ο ίδιος δεν εξελέγη καν βουλευτής. H αντιβενιζελική
παράταξη ανήλθε στην εξουσία και ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Ελλάδα
και στον θρόνο (ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει πριν από ένα μήνα). Με εύλογη
τη βαθιά απογοήτευσή του ο Βενιζέλος εγκατέλειψε την πολιτική σκηνή και
έφυγε αυτοεξόριστος στο εξωτερικό.
Καταστροφή στη Μικρά Ασία
Την
ίδια εποχή δραματικές εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί και στο εσωτερικό
της Τουρκίας. Καθημαγμένη από τον πόλεμο, ταπεινωμένη από την ήττα, με
το κράτος παράλυτο και με τον ελληνικό στρατό να κατέχει ζωτικό χώρο στη
Μικρά Ασία και να επεκτείνει διαρκώς την παρουσία του προς Ανατολάς, η
χώρα βρισκόταν στο κατώφλι της πλήρους διάλυσης. Την κρίσιμη αυτή ώρα ως
σωτήρας της Τουρκίας εμφανίστηκε ο φιλόδοξος και ευφυής, επίσης όμως
και αδίστακτος, αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ, ο επιλεγόμενος Ατατούρκ. Ο
Κεμάλ κήρυξε επανάσταση, σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση (αργότερα
κατάργησε το σουλτανάτο και ανακήρυξε την Τουρκική Δημοκρατία) και
καταπιάστηκε αμέσως με την ανασυγκρότηση του τουρκικού στρατού θέτοντας
ως πρώτιστο καθήκον του την εκδίωξη των Ελλήνων.
Βοήθεια
στα σχέδια του Κεμάλ πρόσφερε άθελά της η κυβέρνηση της Αθήνας με την
ασύνετη πολιτική της όταν επέτρεπε την αλόγιστη προέλαση των ελληνικών
δυνάμεων προς Ανατολάς, με αποτέλεσμα την απομάκρυνσή τους από τα κέντρα
ανεφοδιασμού τους ως την πλήρη εξάντληση των εφοδίων τους αλλά και των
φυσικών τους δυνάμεων. Ηταν η ευκαιρία που περίμενε ο Κεμάλ. Εξαπέλυσε
σφοδρή επίθεση, οι δυνάμεις του έτρεψαν τους Ελληνες σε άτακτη φυγή και
καταδιώκοντάς τους έφτασαν ως τη Σμύρνη και την πυρπόλησαν. Βρισκόμαστε
στα τέλη Αυγούστου του 1922. H Μικρασιατική Καταστροφή έχει συντελεστεί.
Το
νέο τουρκικό καθεστώς δεν αναγνωρίζει τη Συνθήκη των Σεβρών και απαιτεί
νέες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους νικητές του A' Παγκοσμίου
Πολέμου. Οι Σύμμαχοι δεν μπορούν να αρνηθούν. Δεν μπορεί να αρνηθεί ούτε
το νέο ελληνικό καθεστώς, η στρατιωτική επανάσταση του Σεπτεμβρίου του
1922 υπό τους αξιωματικούς Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, η οποία
έχει αναλάβει την εξουσία στην Αθήνα. Και παρακαλεί τον εξόριστο
Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει το βαρύ καθήκον να την εκπροσωπήσει.
Απώλειες και έντιμη ειρήνη
Στο
εξαίρετο βιβλίο του H Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940 (Ικαρος,
1955) ο Γρηγόριος Δαφνής περιγράφει υποβλητικά την ατμόσφαιρα μέσα στην
οποία άρχισαν οι συνομιλίες για τη νέα συνθήκη:
«Το
απόγευμα της 24ης Ιουλίου 1923, εις την μεγάλην αίθουσαν του
Πανεπιστημίου της ελβετικής πόλεως Λωζάννης, το πλέον συγκλονιστικόν
επεισόδιον του πρώτου παγκοσμίου πολέμου εύρισκε την λύσιν του. H πέμπτη
συνθήκη ειρήνης υπεγράφετο. Ητο η μόνη που οι σύμμαχοι της "Εγκαρδίου
Συνεννοήσεως" υπέγραφαν ως ηττημένοι. Αλλ' από τριετίας η "Εγκάρδιος
Συνεννόησις" είχε μεταβληθεί εις "εγκάρδιον διένεξιν". Ο Κεμάλ επωφελήθη
και υπηγόρευσε τους όρους του, αφού προηγουμένως του εδόθη η ευκαιρία
να εμφανισθεί ως νικητής του ελληνικού στρατού.
Δύο
μήνας αργότερα τα συμμαχικά στρατεύματα, που είχον εισέλθει νικηφόρα
εις την βασιλίδα των πόλεων, απεχώρουν κρυφίως. Το πρωί της 3ης
Οκτωβρίου 1923 αι εφημερίδες της Κωνσταντινουπόλεως ανήγγελλον ότι εις
την πόλιν των δεν υπήρχε πλέον ούτε ένας ξένος στρατιώτης και, εφεξής, η
παλαιά πρωτεύουσα των Σουλτάνων θα απετέλει αναπόσπαστον μέρος της Νέας
Τουρκίας που είχεν ιδρύσει ο Κεμάλ Πασάς. Εις την θέσιν της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας, που είχε διαλύσει η Συνθήκη των Σεβρών, εδημιουργήθη ένα
νέον, ισχυρόν και ανεξάρτητον μουσουλμανικόν κράτος που διετήρει
προγεφύρωμα επί της Ευρώπης. Οι εταίροι της πρώην "Εγκαρδίου
Συνεννοήσεως" δεν ημπορούσαν να είναι πολύ ευχαριστημένοι, διότι το
γόητρόν των είχε μειωθεί, αλλ' ούτε και πολύ δυσηρεστημένοι. Το
μεγαλύτερον μέρος των θυσιών το είχεν υποστεί η Ελλάς. Παρά ταύτα η
Συνθήκη της Λωζάννης προσέφερε έντιμον και επωφελή ειρήνην εις την
Ελλάδα. Εννέα μηνών συζητήσεις είχον αποβεί επ' αγαθώ της χώρας μας.
H
διάσκεψις της Λωζάννης ήρχισε την 8/21 Νοεμβρίου 1922. Της εναρκτηρίου
συνεδριάσεως προήδρευσε, τιμής ένεκεν, ο πρόεδρος της Ελβετικής
Συνομοσπονδίας. Παρίσταντο ο Πουανκαρέ, επικεφαλής της γαλλικής
αντιπροσωπείας, εκπρόσωπος της μεγαλυτέρας τότε στρατιωτικής δυνάμεως
του κόσμου, ο λόρδος Κώρζον, επικεφαλής της αγγλικής, ο Μουσσολίνι, από
τριών εβδομάδων μόλις πρωθυπουργός της Ιταλίας. Την Ελλάδα
αντιπροσώπευεν ο Ελ. Βενιζέλος. Ο πολιτικός που είχεν υπογράψει την
Συνθήκην των Σεβρών εκαλείτο, τώρα, να σώσει ό,τι ημπορούσε να σωθεί
ύστερα από την καταστροφήν του έργου του, διά την οποίαν δεν ήτο
υπεύθυνος. Εχρειάζοντο τα ατσαλένια νεύρα του Κρητός και η ακατάβλητος
μαχητικότης του διά να υπομείνει παρομοίαν μεταστροφήν της μοίρας. Και
έσωσε πολύ περισσότερα από όσα και οι πλέον αισιόδοξοι επίστευον ότι ήτο
εφικτόν να σωθούν».
Οι
δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει αυτή τη φορά ο Βενιζέλος φάνταζαν
ανυπέρβλητες. Από την εποχή της Συνθήκης των Σεβρών τα πνεύματα είχαν
αλλάξει τόσο στις σχέσεις μεταξύ των Συμμάχων όσο και στη στάση τους
απέναντι στην Ελλάδα. Οι τριβές που είχαν προκύψει μεταξύ Αγγλίας και
Γαλλίας, το νέο πρόσωπο της Ιταλίας, το φασιστικό, και πάνω απ' όλα η
αλαζονεία της αντιπροσωπείας των Τούρκων, που τώρα, με επικεφαλής τον
Ισμέτ Ινονού, στενό συνεργάτη του Κεμάλ, προσέρχονταν στη διάσκεψη με
τον αέρα των νικητών, δεν συνιστούσαν διόλου πρόσφορο έδαφος για να
καρποφορήσουν οι προσπάθειες του Βενιζέλου. Παρ' όλα αυτά η επιμονή και η
ευστροφία του έφεραν το αποτέλεσμά τους. H Ελλάδα, αν και έχασε την
Ανατολική Θράκη (τα σύνορά της με την Τουρκία ορίστηκαν στον ποταμό
Εβρο), την Ιμβρο και την Τένεδο και τη Σμύρνη με την ενδοχώρα της,
κατόρθωσε να κατακτήσει την έντιμη ειρήνη κατοχυρώνοντας για μία ακόμη
φορά τα λοιπά κεκτημένα της.
O
κορυφαίος πολιτικός της νεότερης Ελλάδας. Γεννήθηκε στις Μουρνιές,
κοντά στα Χανιά. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και άρχισε να δικηγορεί στην
Κρήτη. Τον τράβηξε όμως η πολιτική και ανέπτυξε δράση στο αντιτουρκικό
κίνημα του 1895-1905. Ως πρωθυπουργός της Κρήτης κήρυξε το 1905 την
ένωσή της με την Ελλάδα, η οποία επισήμως αναγνωρίστηκε το 1913. Ο
Βενιζέλος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1909 και έγινε πρωθυπουργός της
Ελλάδας τον επόμενο χρόνο. Πρωτοστάτησε στους νικηφόρους Βαλκανικούς
Πολέμους (1912-1913). Συγκρούστηκε με τον βασιλιά Κωνσταντίνο A' ως προς
την είσοδο της Ελλάδας στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, την οποία πέτυχε
σχηματίζοντας επαναστατική κυβέρνηση πρώτα στην Κρήτη και κατόπιν στη
Θεσσαλονίκη, οδηγώντας έτσι και στην εκθρόνιση του Κωνσταντίνου.
Χρημάτισε πρωθυπουργός της Ελλάδας επτά φορές για συνολικό διάστημα
δώδεκα ετών και πέντε μηνών. Πέθανε στο Παρίσι.
ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ ΑΤΑΤΟΥΡΚ (1881-193
Τούρκος
στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Υπηρέτησε στο
ιππικό και πήρε μέρος στον ιταλοτουρκικό πόλεμο στη Λιβύη (1911), στους
Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο στην
Καλλίπολη, στον Καύκασο και στη Συρία. Το 1919 κήρυξε εθνικιστική
επανάσταση, αναδιοργάνωσε τον τουρκικό στρατό και μετά την εκδίωξη των
Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, το 1922, πέτυχε την αντικατάσταση της
Συνθήκης των Σεβρών με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Τον Νοέμβριο του 1922
κατάργησε το σουλτανάτο και έναν χρόνο αργότερα ανακήρυξε την Τουρκική
Δημοκρατία με πρόεδρο τον εαυτό του. Κυβερνώντας ως ανηλεής δικτάτορας
ως τον θάνατό του προσπάθησε να εκκοσμικεύσει το τουρκικό κράτος
καταργώντας το χαλιφάτο και να το εξευρωπαΐσει εισάγοντας ευρωπαϊκές
συνήθειες και το λατινικό αλφάβητο. Το 1936 έλαβε την επωνυμία
«Ατατούρκ», που σημαίνει πατέρας των Τούρκων.
ΙΣΜΕΤ ΙΝΟΝΟΥ (1884-1974)
Τούρκος
στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε στη Σμύρνη. Το 1904 κατατάχθηκε
στον οθωμανικό στρατό και υπηρέτησε στη Μακεδονία και στην Υεμένη. Το
1916 διακρίθηκε στην Καλλίπολη και προήχθη σε διοικητή σώματος. Μετά την
κατάρρευση της Τουρκίας το 1918 ο Ινονού προσκολλήθηκε στον Κεμάλ και
έγινε πρώτα αρχηγός του γενικού επιτελείου του κεμαλικού στρατού και
ύστερα διοικητής των τουρκικών δυνάμεων που πολεμούσαν κατά των Ελλήνων
στη Μικρά Ασία. Ηγήθηκε της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη. Μετά
τον θάνατο του Κεμάλ ο Ινονού τον διαδέχθηκε ως πρόεδρος της Δημοκρατίας
και ουσιαστικά δικτάτορας. Κατά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ινονού έδειξε
συμπάθεια προς τους Αγγλους και τους Αμερικανούς και το 1943 φιλοξένησε
στα Αδανα τον Τσόρτσιλ. Βαθμιαία ο Ινονού εισήγαγε στην Τουρκία
φιλελεύθερα μέτρα, γεγονός που του κόστισε την εξουσία από το αντίπαλο
κόμμα, την ίδρυση του οποίου είχε επιτρέψει.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ (1883-1953)
Πολιτικός
και στρατιωτικός, γνωστός και ως «Μαύρος Καβαλάρης». Γεννήθηκε στο
Μορφοβούνι Καρδίτσας. Το 1903 κατατάχθηκε στον στρατό. Σπούδασε στη
Σχολή Υπαξιωματικών και έλαβε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού ενώ ως το
τέλος της σταδιοδρομίας του έφτασε στον βαθμό του στρατηγού. Πήρε μέρος
στον Μακεδονικό Αγώνα (1905) και στην προετοιμασία του κινήματος στο
Γουδί (1909) που έφερε στην πρωθυπουργία τον Ελευθέριο Βενιζέλο.
Διακρίθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Κατά τον A' Παγκόσμιο
Πόλεμο εντάχθηκε στη βενιζελική παράταξη και στο κίνημα της Εθνικής
Αμύνης και πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο. Ανέπτυξε ηρωική δράση στη
Μικρά Ασία και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε ο ουσιαστικός
αρχηγός της στρατιωτικής επανάστασης του Σεπτεμβρίου του 1922.
Αναμείχθηκε σε στρατιωτικοπολιτικά κινήματα δημοκρατικής εμπνεύσεως για
τα οποία διώχθηκε, αλλά αργότερα έδειξε συμπάθεια προς τις φασιστικές
ιδέες. H ανάμειξή του στην πολιτική τον ανέδειξε κατ' επανάληψη
πρωθυπουργό. Πέθανε στην Αθήνα.
Το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα», τουλάχιστον όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές, υπήρξε ουσιαστικά ένα Δυτικό Ζήτημα που αφορούσε
εξίσου τόσο τα συγκεκριμένα συμφέροντα και προβλήματα των λαών της
εγγύς Ανατολής όσο και τις φιλοδοξίες και αντιπαλότητες των Μεγάλων
Δυνάμεων. Σε αντίθεση με προγενέστερες συνδιασκέψεις, όπως αυτή του
Βερολίνου, το διακύβευμα στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης δεν ήταν η τύχη
μιας «ασθενούς» και παρακμάζουσας Αυτοκρατορίας, αλλά το μέλλον ενός
αναγεννημένου έθνους, αποφασισμένου να διατηρήσει με κάθε κόστος όσα
αναγνώριζε ως κυριαρχικά του δικαιώματα. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως είναι
γνωστό, στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης να αναζητηθεί μια συμβιβαστική
διευθέτηση των διεκδικήσεων Δύσης και Ανατολής. Αναμφίβολα, η Συνθήκη
της Λωζάνης συνιστά ένα κείμενο με τεράστια νομική και πολιτική σημασία
για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.
Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Oυσιαστικά κατάργησε τη Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά δε και την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ , εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών.
Η διάσκεψη για την υπογραφή της συνθήκης κράτησε 9 μήνες με ενδιάμεση διακοπή 75 ημερών και χωρίστηκε σε δύο φάσεις.
Η πρώτη ξεκίνησε στις 8 Νοεμβρίου του 1922 στη Λωζάνη και κράτησε μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου του 1923.Διακόπηκε κατά δραματικό τρόπο και ξανάρχισαν οι εργασίες της στις 11 Απριλίου για
να καταλήξει στην υπογραφή της στις 24 Ιουλίου του 1923, η οποία
επέβαλε ειρήνη στην Τουρκία, όχι μόνο με την Ελλάδα, αλλά και με τους
άλλους συμμάχους ( Αγγλία, Γαλλία Ιταλία ). Επικεφαλής της Ελληνικής
αντιπροσωπείας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και της Τουρκικής ο Ισμέτ
Πασάς.
Με την διάσκεψη αυτή επρόκειτο να γίνει το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών των συμμάχων με την Τουρκία.
Από την πρώτη στιγμή οι εργασίες σκόνταψαν στην αδιαλλαξία της Τουρκικής πλευράς . Η Τουρκία καίτοι νικημένη στον πόλεμο του
1918 προέβαλλε αξιώσεις επειδή θεωρούσε τον εαυτό της νικητή στις
επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας με τους Έλληνες το 1922. Οι αξιώσεις της
Τουρκίας ήταν εντονότερες σε βάρος της Ελλάδος. Η Τουρκία ζητούσε
πολεμική αποζημίωση πολλών εκατομμυρίων χρυσών λιρών, την παραχώρηση της
Δυτικής Θράκης, την κατάργηση του Ελληνικού στόλου, την απομάκρυνση του
Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη, καθώς και την
απομάκρυνση του Ελληνικού πληθυσμού από την Κωνσταντινούπολη και όπου υπήρχαν Έλληνες.
Οι παράλογες αξιώσεις του Ισμέτ Πασά έκαναν τον Βενιζέλο να αποφασίσει
την επέμβαση του στρατού, αφού η στρατιά του Έβρου είχε οργανωθεί και ήταν
πλέον αξιόμαχη. Δεν τόλμησε να κάνει την κίνηση αυτή επειδή διαπίστωσε
την απροθυμία των συμμάχων. Η διάσκεψη πήγαινε από το κακό στο χειρότερο εξαιτίας της αδιαλλαξίας της Τουρκίας. Ο Βενιζέλος επιδεικνύοντας την
πολιτική του δεξιοτεχνία και ευελιξία κατόρθωσε οι Τούρκοι να δεχθούν
να παραμείνει το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη και τον Ιανουάριο του
1923 επετεύχθη η υπογραφή της σύμβασης για την ανταλλαγή των πληθυσμών,
των αιχμαλώτων και των ομήρων.
Η
ανταλλαγή ήταν υποχρεωτική για το σύνολο του Ελληνικού πληθυσμού της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1.650.000 άτομα!) με τους Τουρκόφωνους
Μοσουλμανικούς πληθυσμούς της Ελλάδας (670.000 άτομα! )
Η
σύμβαση αυτή είχε παγκόσμια σημασία, επειδή για πρώτη φορά στα
παγκόσμια χρονικά έγινε και υπογράφηκε παρόμοια συμφωνία. Στην
προκειμένη περίπτωση θα ανταλλάσσονταν όλοι οι Έλληνες το γένος αλλά
Τούρκοι υπήκοοι με τους μουσουλμάνους της Ελλάδος που ήταν Έλληνες υπήκοοι. Θα εξαιρούνταν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης από τη μια μεριά και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης από την άλλη. Στη συνέχεια χρειάσθηκαν διαπραγματεύσεις και συζητήσεις μέχρι την ημέρα της τελικής συμφωνίας και της υπογραφής της.
Η συνθήκη οριστικά υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 στην αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου της Λωζάνης η οποία έβαζε τέλος σε μια μεγάλη πολεμική περίοδο και έκλεινε την αυλαία του Ελληνικού δράματος της Μικρασιατικής καταστροφής.
Σύφωνα με αυτήν η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης
και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε
αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε
τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης.
Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και
απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της
εκτός της ζώνης των στενών.
Η
Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις
πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών
εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Η συνθήκη υπογράφτηκε μεταξύ της Βρετανικής αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της
Ελλάδας, της Ρουμανίας, και του Σερβο-Κροατο-Σλοβενικού κράτους από τη
μια πλευρά και από την άλλη της Τουρκίας, η οποία δυστυχώς συνεχίζει και
σήμερα ακόμη να μην τη σέβεται.
Στο κείμενο της Συνθήκης αναφέρεται ρητά για τις υποχρεώσεις που έχει και που πρέπει η Τουρκία να σεβαστεί, μεταξύ άλλων, τα ανθρώπινα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο.
Το άρθρο μάλιστα 37 της Συνθήκης ορίζει ότι η Συνθήκη είναι αυξημένης
τυπικής ισχύος έναντι οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού ή
εσωτερικής επίσημης πράξης που θα μπορούσε να ισχύσει στην Τουρκία. Δηλαδή, η Τουρκία στερήθηκε από κάθε δικαίωμα να ψηφίζει μόνη της νόμους ενάντια στις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την Συνθήκη της Λωζάνης
Τι έκανε και
τι κάνει όμως η Τουρκία μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης την
οποία τολμάει σήμερα να επικαλείται ξεδιάντροπα;
Με δυο λόγια: Δεν υπάρχει ούτε ΕΝΑ άρθρο της Συνθήκης της Λωζάνης το οποίο η Τουρκία να σεβάστηκε, και όμως έχει το απόλυτο θράσος να την επικαλείται εκεί που νομίζει πως τη συμφέρει
Με την ευκαιρία θα πρέπει να επισημάνουμε και το άρθρο 2 της συνθήκης το οποίο αναφέρει ρητά
Άρθρον 2.
Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν:
α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως·
β) οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες
οι εγκατεστημένοι ήδη προς της 30ης Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια
της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αύτη καθορίζεται δια του νόμου του
1912.
Θέλουσι θεωρηθή ως μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης, πάντες οι Μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανατολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913 δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο θρησκευτικός προσδιορισμός τόσο στην συνθήκη της Λωζάννης όσο και στην συμφωνία περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και η αναφορά σε «μουσουλμανικές μειονότητες « και όχι εθνικές για την Ελληνική Θράκη , βάσει των πρακτικών , ανήκει σε πρωτοβουλία της Τουρκικής αντιπροσωπείας. στη Λωζάνη για να ανταποκρίνεται στο
ποικίλο εθνοτικό χαρακτήρα των μουσουλμάνων της Θράκης μια και
χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. . Πομάκοι, Τουρκογενείς και
Αθίγγανοι ROM
Άρα σαφέστατα προκύπτει από το άρθρο 2 και τη διευκρίνιση αυτή ότι δεν υπάρχει εθνική μειονότητα στη Θράκη δηλαδή Τουρκική, η μη μόνον θρησκευτική και
όλοι τους είναι Έλληνες πολίτες μουσουλμάνοι το θρήσκευμα. Και θα
συνεχίζει να ισχύει αυτός ο όρος αφού η συνθήκη της Λωζάνης δεν έχει
τροποποιηθεί ή ανασταλεί.
Ελευθέριος Θ. Χατζόπουλος
Πρόεδρος
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΘΡΑΚΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ
Η
Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης
Τουρκίας. Υπογράφηκε στη
Λωζάνη της
Ελβετίας στις
24 Ιουλίου 1923 από την
Ελλάδα, την
Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον
Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την
Μικρασιατική εκστρατεία (
1919-
1922) και συμμετείχαν στην
Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της
ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη).
Ιστορικό
Κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον
Σουλτάνο της
Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την
Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του
Κεμάλ Ατατούρκ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις
20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις
4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις
23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις
24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Η Τουρκία ανέκτησε την
Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του
Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την
Συρία, την περιοχή της
Σμύρνης
και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε
αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε
τα
Δωδεκάνησα στην
Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα
αυτοδιάθεσης.
Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και
απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της
εκτός της ζώνης των στενών.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις
πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών
εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά
Ίμβρος και
Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο
Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του
Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας
εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην
Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η
υποχρεωτική
ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η ανταλλαγή
μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη
Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι,
χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι,
μουσουλμανικού θρησκεύματος[1]. Η θρησκεία και όχι η ράτσα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή
[2]. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος
Μουσουλμάνοι και όχι
Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η
θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η
εθνικότητα
και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της
Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος
Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον
μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών
μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της
Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.
[3]
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι
Πόντιοι και
Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι
Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας
[4].
Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και
Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της
νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της
Κωνσταντινούπολης, των
Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις
30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της
Ίμβρου και της
Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής
Θράκης2[5]
The Allied powers that defeated the Ottomans and Imperial Germany in World
War I attempted to impose humiliating conditions on Turkey. Those conditions,
and indeed an invasion and attempted occupation of western Anatolia, were
successfully resisted by Mustapha Kemal (Atatürk). After the smoked cleared,
the adversaries negotiated a new accord to settle issues of sovereignty, claims,
rights, and the like outstanding in the six years since the end of the Great
War. That accord was the Treaty of Lausanne. The sections with political meaning
are reproduced below. Cyprus is dealt with in Articles 20-21. Also noteworthy
are the obligations Turkey accepted with respect to human rights.
TREATY OF PEACE WITH TURKEY SIGNED AT LAUSANNE
JULY 24, 1923
THE CONVENTION RESPECTING THE REGIME OF THE STRAITS AND OTHER INSTRUMENTS
SIGNED AT LAUSANNE
THE BRITISH EMPIRE, FRANCE, ITALY, JAPAN, GREECE, ROUMANIA and the
SERB-CROAT-SLOVENE STATE, of the one part, and TURKEY, of the other part; Being
united in the desire to bring to a final close the state of war which has
existed in the East since 1914, Being
anxious to re-establish the relations of friendship and commerce which are
essential to the mutual well-being of their respective peoples, And considering
that these relations must be based on respect for the independence and
sovereignty of States, Have decided to
conclude a Treaty for this purpose, and have appointed as their
Plenipotentiaries:
HIS MAJESTY THE KING OF THE UNITED KINGDOM OF GREAT BRITAIN AND IRELAND AND
OF THE BRITISH DOMINIONS BEYOND THE SEAS, EMPEROR OF INDIA: The Right
Honourable Sir Horace George Montagu Rumbold, Baronet, G.C.M.G., High
Commissioner at Constantinople;
THE PRESIDENT OF THE FRENCH REPUBLIC: General Maurice Pelle, Ambassador of
France, High Commissioner of the Republic in the East, Grand Officer of the
National Order of the Legion of Honour;
HIS MAJESTY THE KING OF ITALY: The Honourable Marquis Camillo Garroni,
Senator of the Kingdom, Ambassador of Italy, High Commissioner at
Constantinople, Grand Cross of the Orders of Saints Maurice and Lazarus, and of
the Crown of Italy; M. Giulio Cesare Montagna, Envoy Extraordinary and Minister
Plenipotentiary at Athens, Commander of the Orders of Saints Maurice and
Lazarus, Grand Officer of the Crown of Italy;
HIS MAJESTY THE EMPEROR OF JAPAN: Mr. Kentaro Otchiai, Jusammi, First Class
of the Order of the Rising Sun, Ambassador Extraordinary and Plenipotentiary at
Rome;
HIS MAJESTY THE KING OF THE HELLENES: M. Eleftherios K. Veniselos, formerly
President of the Council of Ministers, Grand Cross of the Order of the Saviour;
M. Demetrios Caclamanos, Minister Plenipotentiary at London, Commander of the
Order of the Saviour;
HIS MAJESTY THE KING OF ROUMANIA: M. Constantine I. Diamandy, Minister
Plenipotentiary; M. Constantine Contzesco, Minister Plenipotentiary;
HIS MAJESTY THE KING OF THE SERBS, THE CROATS AND THE SLOVENES:Dr. Miloutine
Yovanovitch, Envoy Extraordinary and Minister Plenipotentiary at Berne;
THE GOVERNMENT OF THE GRAND NATIONAL ASSEMBLY OF TURKEY:Ismet Pasha, Minister
for Foreign Affairs, Deputy for Adrianople; Dr.
Riza Nour Bey, Minister for Health and for Public Assistance, Deputy for Sinope;
Hassan Bey, formerly Minister, Deputy for Trebizond;
Who, having produced their full powers, found in good and due form, have
agreed as follows:
PART I.
POLITICAL CLAUSES.
ARTICLE 1.
From the coming into force of the present Treaty, the state of peace will be
definitely re-established between the British Empire, France, Italy, Japan,
Greece, Roumania and the Serb-Croat-Slovene State of the one part, and Turkey of
the other part, as well as between their respective nationals. Official
relations will be resumed on both sides and, in the respective territories,
diplomatic and consular representatives will receive, without prejudice to such
agreements as may be concluded in the future, treatment in accordance with the
general principles of international law.
SECTION I.I.
TERRITORIAL CLAUSES.
ARTICLE 2.
From the Black Sea to the Aegean the frontier of Turkey is laid down as
follows: (I) With Bulgaria: From the mouth of the River Rezvaya, to the River
Maritza, the point of junction of the three frontiers of Turkey, Bulgaria and
Greece:
the southern frontier of Bulgaria as at present demarcated;
(2) With Greece:
Thence to the confluence of the Arda and the Marilza: the course of the
Maritza; then upstream along the Arda, up to a point on that river to be
determined on the spot in the immediate neighbourhood of the village of
Tchorek-Keuy: the course of the Arda; thence in a south-easterly direction up to
a point on the Maritza, 1 kilom. below Bosna-Keuy: a roughly straight line
leaving in Turkish territory the village of Bosna-Keuy. The village of
Tchorek-Keuy shall be assigned to Greece or to Turkey according as the majority
of the population shall be found to be Greek or Turkish by the Commission for
which provision is made in Article 5, the population which has migrated into
this village after the 11th October, 1922, not being taken into account; thence
to the Aegean Sea: the course of the Maritza.
ARTICLE 3.
From the Mediterranean to the frontier of Persia, the frontier of Turkey is
laid down as follows:
(I ) With Syria: The frontier described in Article 8 of the Franco-Turkish
Agreement of the 20th October, 1921
(2) With Iraq: The frontier between Turkey and Iraq shall be laid down in
friendly arrangement to be concluded between Turkey and Great Britain within
nine months.
In the event of no agreement being reached between the two Governments within
the time mentioned, the dispute shall be referred to the Council of the League
of Nations.
The Turkish and British Governments reciprocally undertake that, pending the
decision to be reached on the subject of the frontier, no military or other
movement shall take place which might modify in any way the present state of the
territories of which the final fate will depend upon that decision.
ARTICLE 4.
The frontiers described by the present Treaty are traced on the
one-in-a-million maps attached to the present Treaty. In case of divergence
between the text and the map, the text will prevail. [See Introduction.]
ARTICLE 5.
A Boundary Commission will be appointed to trace on the ground the frontier
defined in Article 2 (2). This Commission will be composed of representatives of
Greece and of Turkey, each Power appointing one representative, and a president
chosen by them from the nationals of a third Power.
They shall endeavour in all cases to follow as nearly as possible the
descriptions given in the present Treaty, taking into account as far as possible
administrative boundaries and local economic interests. The decision of the
Commission will be taken by a majority and shall be binding on the parties
concerned.
The expenses of the Commission shall be borne in equal shares by the parties
concerned.
ARTICLE 6.
In so far as concerns frontiers defined by a waterway as distinct from its
banks, the phrases "course" or "channel" used in the
descriptions of the present Treaty signify, as regards non-navigable rivers, the
median line of the waterway or of its principal branch, and, as regards
navigable rivers, the median line of the principal channel of navigation. It
will rest with the Boundary Commission to specify whether the frontier line
shall follow any changes of the course or channel which may take place, or
whether it shall be definitely fixed by the position of the course or channel at
the time when the present Treaty comes into force.
In the absence of provisions to the contrary, in the present Treaty, islands
and islets Iying within three miles of the coast are included within the
frontier of the coastal State.
ARTICLE 7.
The- various States concerned undertake to furnish to the Boundary Commission
all documents necessary for its task, especially authentic copies of agreements
fixing existing or old frontiers, all large scale maps in existence, geodetic
data, surveys completed but unpublished, and information concerning the changes
of frontier watercourses. The maps, geodetic data, and surveys, even if
unpublished, which are in the possession of the Turkish authorities, must be
delivered at Constantinople with the least possible delay from the coming into
force of the present Treaty to the President of the Commission.
The States concerned also undertake to instruct the local authorities to
communicate to the Commission all documents, especially plans, cadastral and
land books, and to furnish on demand all details regarding property, existing
economic conditions and other necessary information.
ARTICLE 8
The various States interested undertake to give every assistance to the
Boundary Commission, whether directly or through local authorities, in
everything that concerns transport, accommodation, labour, materials (sign
posts, boundary pillars) necessary for the accomplishment of its mission.
In particular, the Turkish Government undertakes to furnish, if required, the
technical personnel necessary to assist the Boundary Commission in the
accomplishment of its duties.
ARTICLE 9.
The various States interested undertake to safeguard the trigonometrical
points, signals, posts or frontier marks erected by the Commission.
ARTICLE 10.
The pillars will be placed so as to be intervisible. They will be numbered,
and their position and their number will be noted on a cartographic document.
ARTICLE 11.
The protocols defining the boundary and the maps and documents attached
thereto will be made out in triplicate, of which two copies will be forwarded to
the Governments of the limitrophe States, and the third to the Government of the
French Republic, which will deliver authentic copies to the Powers who sign the
present Treaty.
ARTICLE 12.
The decision taken on the 13th February, 1914, by the Conference of London,
in virtue of Articles 5 of the Treaty of London of the 17th-30th May, 1913, and
15 of the Treaty of Athens of the 1st-14th November, 1913, which decision was
communicated to the Greek Government on the 13th February, 1914, regarding the
sovereignty of Greece over the islands of the Eastern Mediterranean, other than
the islands of Imbros, Tenedos and Rabbit Islands, particularly the islands of
Lemnos, Samothrace, Mytilene, Chios, Samos and Nikaria, is confirmed, subject to
the provisions of the present Treaty respecting the islands placed under the
sovereignty of Italy which form the subject of Article 15.
Except where a provision to the contrary is contained in the present Treaty,
the islands situated at less than three miles from the Asiatic coast remain
under Turkish sovereignty.
ARTICLE 13.
With a view to ensuring the maintenance of peace, the Greek Government
undertakes to observe the following restrictions in the islands of Mytilene,
Chios, Samos and Nikaria:
(1) No naval base and no fortification will be established in the said
islands.
(2) Greek military aircraft will be forbidden to fly over the territory of the
Anatolian coast. Reciprocally, the Turkish Government will forbid their military
aircraft to fly over the said islands.
(3) The Greek military forces in the said islands will be limited to the normal
contingent called up for military service, which can be trained on the spot, as
well as to a force of gendarmerie and police in proportion to the force of
gendarmerie and police existing in the whole of the Greek territory.
ARTICLE 14.
The islands of Imbros and Tenedos, remaining under Turkish sovereignty, shall
enjoy a special administrative organisation composed of local elements and
furnishing every guarantee for the native non-Moslem population in so far as
concerns local administration and the protection of persons and property. The
maintenance of order will be assured therein by a police force recruited from
amongst the local population by the local administration above provided for and
placed under its orders.
The agreements which have been, or may be, concluded between Greece and
Turkey relating to the exchange of the Greek and Turkish populations will not be
applied to the inhabitants of the islands of Imbros and Tenedos.
ARTICLE 15.
Turkey renounces in favour of Italy all rights and title over the following
islands: Stampalia (Astrapalia), Rhodes (Rhodos), Calki (Kharki), Scarpanto,
Casos (Casso), Piscopis (Tilos), Misiros (Nisyros), Calimnos (Kalymnos), Leros,
Patmos, Lipsos (Lipso), Simi (Symi), and Cos (Kos), which are now occupied by
Italy, and the islets dependent thereon, and also over the island of
Castellorizzo.
ARTICLE 16.
Turkey hereby renounces all rights and title whatsoever over or respecting
the territories situated outside the frontiers laid down in the present Treaty
and the islands other than those over which her sovereignty is recognised by the
said Treaty, the future of these territories and islands being settled or to be
settled by the parties concerned.
The provisions of the present Article do not prejudice any special
arrangements arising from neighbourly relations which have been or may be
concluded between Turkey and any limitrophe countries.
ARTICLE 17.
The renunciation by Turkey of all rights and titles over Egypt and over the
Soudan will take effect as from the 5th November, 1914.
ARTICLE 18.
Turkey is released from all undertakings and obligations in regard to the
Ottoman loans guaranteed on the Egyptian tribute, that is to say, the loans of
1855, 1891 and 1894. The annual payments made by Egypt for the service of these
loans now forming part of the service of the Egyptian Public Debt, Egypt is
freed from all other obligations relating to the Ottoman Public Debt.
ARTICLE 19.
Any questions arising from the recognition of the State of Egypt shall be
settled by agreements to be negotiated subsequently in a manner to be determined
later between the Powers concerned. The provisions of the present Treaty
relating to territories detached from Turkey under the said Treaty will not
apply to Egypt.
ARTICLE 20.
Turkey hereby recognises the annexation of Cyprus proclaimed by the British
Government on the 5th November, 1914.
ARTICLE 21 .
Turkish nationals ordinarily resident in Cyprus on the 5th November, 1914,
will acquire British nationality subject to the conditions laid down in the
local law, and will thereupon lose their Turkish nationality. They will,
however, have the right to opt for Turkish nationality within two years from the
coming into force of the present Treaty, provided that they leave Cyprus within
twelve months after having so opted.
Turkish nationals ordinarily resident in Cyprus on the coming into force of
the present Treaty who, at that date, have acquired or are in process of
acquiring British nationality in consequence of a request made in accordance
with the local law, will also thereupon lose their Turkish nationality.
It is understood that the Government of Cyprus will be entitled to refuse
British nationality to inhabitants of the island who, being Turkish nationals,
had formerly acquired another nationality without the consent of the Turkish
Government.
ARTICLE 22.
Without prejudice to the general stipulations of Article 27, Turkey hereby
recognises the definite abolition of all rights and privileges whatsoever which
she enjoyed in Libya under the Treaty of Lausanne of the 18th October, 1912, and
the instruments connected therewith.
2. SPECIAL PROVISIONS.
ARTICLE 23.
The High Contracting Parties are agreed to recognise and declare the
principle of freedom of transit and of navigation, by sea and by air, in time of
peace as in time of war, in the strait of the Dardanelles, the Sea of Marmora
and the Bosphorus, as prescribed in the separate Convention signed this day,
regarding the regime of the Straits. This Convention will have the same force
and effect in so far as the present High Contracting Parties are concerned as if
it formed part of the present Treaty.
ARTICLE 24.
The separate Convention signed this day respecting the regime for the
frontier described in Article 2 of the present Treaty will have equal force and
effect in so far as the present High Contracting Parties are concerned as if it
formed part of the present Treaty.
ARTICLE 25.
Turkey undertakes to recognise the full force of the Treaties of Peace and
additional Conventions concluded by the other Contracting Powers with the Powers
who fought on the side of Turkey, and to recognise whatever dispositions have
been or may be made concerning the territories of the former German Empire, of
Austria, of Hungary and of Bulgaria, and to recognise the new States within
their frontiers as there laid down.
ARTICLE 26.
Turkey hereby recognises and accepts the frontiers of Germany, Austria,
Bulgaria, Greece, Hungary, Poland, Roumania, the Serb-Croat-Slovene State and
the Czechoslovak State, as these frontiers have been or may be determined by the
Treaties referred to in Article 25 or by any supplementary conventions.
ARTICLE 27.
No power or jurisdiction in political, legislative or administrative matters
shall be exercised outside Turkish territory by the Turkish Government or
authorities, for any reason whatsoever, over the nationals of a territory placed
under the sovereignty or protectorate of the other Powers signatory of the
present Treaty, or over the nationals of a territory detached from Turkey.
It is understood that the spiritual attributions of the Moslem religious
authorities are in no way infringed.
ARTICLE 28.
Each of the High Contracting Parties hereby accepts, in so far as it is
concerned, the complete abolition of the Capitulations in Turkey in every
respect.
ARTICLE 29.
Moroccans, who are French nationals ("ressortissants") and
Tunisians shall enjoy in Turkey the same treatment in all respects as other
French nationals ("ressortissants").
Natives ("ressortissants") of Libya shall enjoy in Turkey the same
treatment in all respects as other Italian nationals ("ressortissants")
.
The stipulations of the present Article in no way prejudge the nationality of
persons of Tunisian, Libyan and Moroccan origin established in Turkey.
Reciprocally, in the territories the inhabitants of which benefit by the
stipulations of the first and second paragraphs of this Article, Turkish
nationals shall benefit by the same treatment as in France and in Italy
respectively.
The treatment to which merchandise originating in or destined for the
territories, the inhabitants of which benefit from the stipulations of the first
paragraph of this Article, shall be subject in Turkey, and, reciprocally, the
treatment to which merchandise originating in or destined for Turkey shall be
subject in the said territories shall be settled by agreement between the French
and Turkish Governments.
SECTION II .
NATIONALITY.
ARTICLE 30.
Turkish subjects habitually resident in territory which in accordance with
the provisions of the present Treaty is detached from Turkey will become ipso
facto, in the conditions laid down by the local law, nationals of the State
to which such territory is transferred.
ARTICLE 31.
Persons over eighteen years of age, losing their Turkish nationality and
obtaining ipso facto a new nationality under Article 30, shall be
entitled within a period of two years from the coming into force of the present
Treaty to opt for Turkish nationality.
ARTICLE 32.
Persons over eighteen years of age, habitually resident in territory detached
from Turkey in accordance with the present Treaty, and differing in race from
the majority of the population of such territory shall, within two years from
the coming into force of the present Treaty, be entitled to opt for the
nationality of one of the States in which the majority of the population is of
the same race as the person exercising the right to opt, subject to the consent
of that State.
ARTICLE 33.
Persons who have exercised the right to opt in accordance with the provisions
of Articles 31 and 32 must, within the succeeding twelve months, transfer their
place of residence to the State for which they have opted.
They will be entitled to retain their immovable property in the territory of
the other State where they had their place of residence before exercising their
right to opt.
They may carry with them their movable property of every description. No
export or import duties may be imposed upon them in connection with the removal
of such property.
ARTICLE 34.
Subject to any agreements which it may be necessary to conclude between the
Governments exercising authority in the countries detached from Turkey and the
Governments of the countries where the persons concerned are resident, Turkish
nationals of over eighteen years of age who are natives of a territory detached
from Turkey under the present Treaty, and who on its coming into force are
habitually resident abroad, may opt for the nationality of the territory of
which they are natives, if they belong by race to the majority of the population
of that territory, and subject to the consent of the Government exercising
authority therein. This right of option must be exercised within two years from
the coming into force of the present Treaty.
ARTICLE 35.
The Contracting Powers undertake to put no hindrance in the way of the
exercise of the right which the persons concerned have under the present Treaty,
or under the Treaties of Peace concluded with Germany, Austria, Bulgaria or
Hungary, or under any Treaty concluded by the said Powers, other than Turkey, or
any of them, with Russia, or between themselves, to choose any other nationality
which may be open to them.
ARTICLE 36.
For the purposes of the provisions of this Section, the status of a married
woman will be governed by that of her husband, and the status of children under
eighteen years of age by that of their parents.
SECTION III.
PROTECTION OF MINORITIES.
ARTICLE 37.
Turkey undertakes that the stipulations contained in Articles 38 to 44 shall
be recognised as fundamental laws, and that no law, no regulation, nor official
action shall conflict or interfere with these stipulations, nor shall any law,
regulation, nor official action prevail over them.
ARTICLE 38.
The Turkish Government undertakes to assure full and complete protection of
life and liberty to all inhabitants of Turkey without distinction of birth,
nationality, language, race or religion.
All inhabitants of Turkey shall be entitled to free exercise, whether in
public or private, of any creed, religion or belief, the observance of which
shall not be incompatible with public order and good morals.
Non-Moslem minorities will enjoy full freedom of movement and of emigration,
subject to the measures applied, on the whole or on part of the territory, to
all Turkish nationals, and which may be taken by the Turkish Government for
national defence, or for the maintenance of public order.
ARTICLE 39.
Turkish nationals belonging to non-Moslem minorities will enjoy the same
civil and political rights as Moslems.
All the inhabitants of Turkey, without distinction of religion, shall be
equal before the law. Differences of religion, creed or confession shall not
prejudice any Turkish national in matters relating to the enjoyment of civil or
political rights, as, for instance, admission to public employments, functions
and honours, or the exercise of professions and industries.
No restrictions shall be imposed on the free use by any Turkish national of
any language in private intercourse, in commerce, religion, in the press, or in
publications of any kind or at public meetings. Notwithstanding the existence of
the official language, adequate facilities shall be given to Turkish nationals
of non-Turkish speech for the oral use of their own language before the Courts.
ARTICLE 40.
Turkish nationals belonging to non-Moslem minorities shall enjoy the same
treatment and security in law and in fact as other Turkish nationals. In
particular, they shall have an equal right to establish, manage and control at
their own expense, any charitable, religious and social institutions, any
schools and other establishments for instruction and education, with the right
to use their own language and to exercise their own religion freely therein.
ARTICLE 41.
As regards public instruction, the Turkish Government will grant in those
towns and districts, where a considerable proportion of non-Moslem nationals are
resident, adequate facilities for ensuring that in the primary schools the
instruction shall be given to the children of such Turkish nationals through the
medium of their own language. This provision will not prevent the Turkish
Government from making the teaching of the Turkish language obligatory in the
said schools.
In towns and districts where there is a considerable proportion of Turkish
nationals belonging to non-Moslem minorities, these minorities shall be assured
an equitable share in the enjoyment and application of the sums which may be
provided out of public funds under the State, municipal or other budgets for
educational, religious, or charitable purposes.
The sums in question shall be paid to the qualified representatives of the
establishments and institutions concerned.
ARTICLE 42.
The Turkish Government undertakes to take, as regards non-Moslem minorities,
in so far as concerns their family law or personal status, measures permitting
the settlement of these questions in accordance with the customs of those
minorities.
These measures will be elaborated by special Commissions composed of
representatives of the Turkish Government and of representatives of each of the
minorities concerned in equal number. In case of divergence, the Turkish
Government and the Council of the League of Nations will appoint in agreement an
umpire chosen from amongst European lawyers.
The Turkish Government undertakes to grant full protection to the churches,
synagogues, cemeteries, and other religious establishments of the
above-mentioned minorities. All facilities and authorisation will be granted to
the pious foundations, and to the religious and charitable institutions of the
said minorities at present existing in Turkey, and the Turkish Government will
not refuse, for the formation of new religious and charitable institu- tions,
any of the necessary facilities which are guaranteed to other private
institutions of that nature.
ARTICLE 43.
Turkish nationals belonging to non-Moslem minorities shall not be compelled
to perform any act which constitutes a violation of their faith or religious
observances, and shall not be placed under any disability by reason of their
refusal to attend Courts of Law or to perform any legal business on their weekly
day of rest.
This provision, however, shall not exempt such Turkish nationals from such
obligations as shall be imposed upon all other Turkish nationals for the
preservation of public order.
ARTICLE 44.
Turkey agrees that, in so far as the preceding Articles of this Section
affect non-Moslem nationals of Turkey, these provisions constitute obligations
of international concern and shall be placed under the guarantee of the League
of Nations. They shall not be modified without the assent of the majority of the
Council of the League of Nations. The British Empire, France, Italy and Japan
hereby agree not to withhold their assent to any modification in these Articles
which is in due form assented to by a majority of the Council of the League of
Nations.
Turkey agrees that any Member of the Council of the League of Nations shall
have the right to bring to the attention of the Council any infraction or danger
of infraction of any of these obligations, and that the Council may thereupon
take such action and give such directions as it may deem proper and effective in
the circumstances.
Turkey further agrees that any difference of opinion as to questions of law
or of fact arising out of these Articles between the Turkish Government and any
one of the other Signatory Powers or any other Power, a member of the Council of
the League of Nations, shall be held to be a dispute of an international
character under Article 14 of the Covenant of the League of Nations. The Turkish
Government hereby consents that any such dispute shall, if the other party
thereto demands, be referred to the Permanent Court of International Justice.
The decision of the Permanent Court shall be final and shall have the same force
and effect as an award under Article 13 of the Covenant.
ARTICLE 45.
The rights conferred by the provisions of the present Section on the
non-Moslem minorities of Turkey will be similarly conferred by Greece on the
Moslem minority in her territory.
The remainder of the treaty, dealing mainly with property rights,
compliance with international commercial agreements, and the like, is not
included. One interesting provision held Greece liable for war
reparations for the 1920-22 invasion of Turkey, but that the Ataturk government
would not press for such reparations.