«Γουρούνια να φύγετε... »: Απειλούσαν ιδιοκτήτες ελληνικού εστιατορίου στο Μόναχο!!!!

Μια συμβολική κίνηση με μεγάλη σημασία έκανε ο δήμαρχος και οι κάτοικοι γερμανικής πόλης.

Το εστιατόριο «Αθως», όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του ο ιστότοπος kathimerini.gr, λειτουργεί εδώ και τρία χρόνια στο Κίρχσεεον, μια μικρή πόλη 35 χλμ. έξω από το Μόναχο. Οι ιδιοκτήτες του είναι Ελληνες, από τη Θεσσαλονίκη. Τον τελευταίο καιρό δέχονται απειλές από αγνώστους με τη μορφή υβριστικών επιστολών και τηλεφωνημάτων. «Γουρούνια να φύγετε... », είπε άγνωστος στην ιδιοκτήτρια του εστιατορίου Ελσα Αθανασίου σε ένα από τα απειλητικά τηλεφωνήματα που δέχθηκε. Η ιδιοκτήτρια μίλησε στην φίλη της Ναντίν Κάμπερλεν, η οποία ασχολείται με τα κοινά του δήμου, και αμέσως σήμανε... συναγερμό μέσω του Διαδικτύου. Τα μηνύματα συμπαράστασης ήταν αρκετά και κάπως έτσι, αυθόρμητα, οργανώθηκε η βραδιά προστασίας του εστιατορίου, την περασμένη Πέμπτη. Ανάμεσα στους 100 πολίτες της πόλης που βρέθηκαν στο ελληνικό εστιατόρια για να συμπαρασταθούν στους ιδιοκτήτες του βρισκόταν και ο δήμαρχος της πόλης. «Εχουμε την αγάπη του κόσμου που μαζεύτηκε αυθόρμητα, ήρθε να μας στηρίξει. Δεν υπάρχει μόνο η γκρίζα πλευρά. Φοβάμαι ότι αν γινόταν κάτι τέτοιο στην Ελλάδα, δεν θα υπήρχε παρόμοια συμπαράσταση...», δηλώνει τώρα η κυρία Αθανασίου. Το κλίμα ωστόσο στη Γερμανία, τροφοδοτούμενο από λαϊκίστικα δημοσιεύματα, γίνεται όλο και πιο βαρύ, με τα ελληνικά εστιατόρια να αποτελούν τον πλέον εύκολο στόχο ακραίων αντιδράσεων.

7 Αλβανοι: Επιτέθηκαν και χτύπησαν 20χρονο Χαλκιδαιο Έλληνα στρατιώτη!!!!


Άγνωστοι παραμένουν οι λόγοι που έστησαν ενέδρα στο νεαρό στρατιώτη, στη Χαλκίδα. Συνελήφθησαν τα μεσάνυχτα της Κυριακής (22-03-2015) δύο Αλβανοί ηλικίας 22 και 28 ετών αντίστοιχα, οι οποίοι.... φέρονται να συμμετείχαν στον ξυλοδαρμό του 20χρονου στρατιώτη που έλαβε χώρα το βράδυ του Σαββάτου στην παραλία της Χαλκίδας. Σύμφωνα με το eviazoom, ήταν περίπου στις 22.30 το βράδυ του Σαββάτου, όταν ο 20χρονος Χαλκιδέος δέχτηκε επίθεση από 7 Αλβανούς οι οποίοι άρχισαν να τον χτυπούν με μανία, με μπουνιές και κλωτσιές. Περαστικοί που έγιναν μάρτυρες του άγριου ξυλοδαρμού ειδοποίησαν την αστυνομία και μάλιστα όπως καταγγέλουν ακούστηκαν και πυροβολισμοί. Ο νεαρός έπεσε αιμόφυρτος στο οδόστρωμα, ενώ μόλις έφτασαν στο σημείο οι άνδρες της ομάδας ΔΙ.ΑΣ, οι δράστες είχαν ήδη εξαφανιστεί. Η αστυνομία βρίσκεται στα ίχνη των δραστών και όπως προαναφέραμε προχώρησε στην σύλληψη δύο Αλβανών ηλικίας, 22 και 28 ετών αντίστοιχα, οι οποίοι θα οδηγηθούν στον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Χαλκίδας.

 Κρύπτες με οπλισμό τους στη Δυτική Ελλάδα

Ο κακοποιοί Αλβανοί προχώρησαν σε επίσημη διακήρυξη της πρόθεσης επιστροφής τους «εν όπλοις» στη Νότιο Ήπειρο και σε κινήσεις δημιουργίας της «Μεγάλης Αλβανίας», ενώ ταυτόχρονα αποθηκεύουν οπλισμό σε κρύπτες στην Δυτική Ελλάδα.

Επίσης, ζήτησαν επίσημα τη συνδρομή μεγάλου βρετανικού νομικού γραφείου για να διεκδικήσουν τις «περιουσίες που τους έκλεψε το ελληνικό κράτος μετά το τέλος του Β’Π.Π.»!

 Σύμφωνα με πληροφορίες της ΕΥΠ υπάρχουν δεκάδες σημεία στην δυτική-βορειοδυτική Ελλάδα στα οποία έχει αποθηκευτεί οπλισμός από Αλβανούς εξτρεμιστές του UCC («Απελευθερωτικού Στρατού της Τσαμουριάς»): AK-47 Kαλάσνικοφ (στην κινέζικη έκδοση με ενσωματωμένη την ξιψολόγχη), πιστόλια, πυρομαχικά, χειροβομβίδες κλπ. Μία τέτοια κρύπτη ανακαλύφθηκε τυχαία πριν τρεις μήνες μέσα σε δάσος της περιοχής.

Ιδού οι δηλώσεις του προέδρου του αλβανικού «Κόμματος Δικαιοσύνης, Ενσωμάτωσης και Ενότητας» (PDIU)   Shpëtim Idrizi στις οπιοίες προέβη σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Lajm: «Έχουμε προσλάβει μια βρετανική δικηγορική εταιρεία, η οποία είναι γνωστή στον τομέα του διεθνούς δικαίου,  ώστε να επιλύσει με νόμιμο τρόπο το ζήτημα των Τσάμηδων.

Σε λίγες ημέρες, μετά από την αρχική έρευνα, θα αποφασίσει ποια θα είναι τα βήματα, που πρέπει να ακολουθήσουμε. Να καταφύγουμε, δηλαδή, στα Δικαστήρια και τι πρέπει να απαιτήσουμε.

Δεν επιδιώκουμε μόνον την επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων, αλλά να καθοριστεί τι ακριβώς συνέβη  στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στη Νότιο Ήπειρο: τη γενοκτονία, δηλαδή, κατά των Τσάμηδων και την επιστροφή όλων των δικαιωμάτων στον αλβανικό πληθυσμό από την Ελλάδα. Δεν είναι τίποτε λιγότερο ή τίποτε περισσότερο από τα δικαιώματα που ζητάει η Ελληνική μειονότητα στην Αλβανία»! ΔΚια συνεχίζει περιγράφοντας το όραμα της «μεγάλης Αλβανίας και δίνοντας τα εύσημα στην κυβέρνηση Μπερίσα, περιγράφοντας την «μεγάλη επιστροφή» του αλβανικού έθνους: «Η οριστική λύση του  ζητήματος των Τσάμηδων θα ερχόταν με την επιστροφή τους στις μητρικές εστίες. Μετά από μια βιβλική έξοδο, η ιστορία έχει δείξει ότι υπάρχει πάντα μια επιστροφή.

Το αλβανικό έθνος, όπως έχει δείξει η Ιστορία, ανεξάρτητα από τις ιστορικές συνθήκες, ήταν ανέκαθεν κατανεμημένο σε διάφορες πολιτικές ενότητες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η υλοποίηση των εθνικών στόχων είναι κοινή για όλους, ένας από αυτούς, ο οποίος υλοποιήθηκε,  ήταν η ένταξη της Αλβανίας στο ΝΑΤΟ.

Η ανεξαρτησία του Κοσσόβου είναι μια δεύτερη ιστορική στιγμή, η μεγαλύτερη μετά την ανεξαρτησία της Αλβανίας. Ένα ισχυρό αλβανικό έθνος θα αποτελούσε πανάκεια για όλες τις πληγές του.

Και αυτές είναι: οι Αλβανοί στην ΠΓΔΜ, οι Αλβανοί στο σερβικό Πρέσεβο, στο Μαυροβούνιο και στην Τσαμουριά. Αυτός ο αιώνας είναι ο αιώνας των Αλβανών και στο τέλος του θα είναι πολύ διαφορετικός, από ό, τι πριν από έναν αιώνα».



Treaty of Lausanne: 1924


 



alt

Από τη Συνθήκη των Σεβρών (1920) στη Συνθήκη της Λωζάννης (1923)
Τον Σεπτέμβριο του 1918 ο ελληνικός στρατός μπήκε στην Κωνσταντινούπολη. Λίγο αργότερα σκάφη του ελληνικού στόλου εισέπλευσαν στον Κεράτιο Κόλπο. Το όνειρο που έτρεφε ο Ελληνισμός επί τεσσερισήμισι και πλέον αιώνες, από την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους, το 1453, φάνηκε να μπαίνει στον δρόμο της εκπλήρωσης. Δύο χρόνια αργότερα η Συνθήκη των Σεβρών, με τις γενναίες όσο και δίκαιες παραχωρήσεις της προς την Ελλάδα, θα έθετε και τη σφραγίδα της διεθνούς νομιμότητας σε αυτή τη μεταβολή του ονείρου σε πραγματικότητα.
Τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα έκαναν την είσοδό τους στην αλλοτινή Βασιλεύουσα ως μέρος των νικηφόρων συμμαχικών δυνάμεων. Ηταν το τέλος του A' Παγκοσμίου Πολέμου. H Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ηττηθεί και η Ελλάδα ανήκε στο στρατόπεδο των νικητών.

Το κολοσσιαίο αυτό επίτευγμα υπήρξε ουσιαστικά έργο ενός μόνο ανθρώπου: του Ελευθερίου Βενιζέλου. Από πολύ νωρίς ο διορατικός πολιτικός διείδε τις δυνατότητες που προσέφερε στην Ελλάδα η κοσμογονική παγκόσμια σύρραξη του 1914-18 για την ικανοποίηση των δικαίων αιτημάτων της και την πραγματοποίηση των εθνικών της πόθων. Ο Βενιζέλος δεν άργησε να καταλήξει στην πεποίθηση ότι επιτακτικό καθήκον για την Ελλάδα ήταν η είσοδός της στον πόλεμο στο πλευρό του στρατοπέδου που ο ίδιος προέβλεπε ότι θα τον κέρδιζε, κίνηση που θα της εξασφάλιζε λαμπρές προοπτικές για ουσιώδεις διεκδικήσεις.
Οι προβλέψεις του Βενιζέλου επαληθεύτηκαν και το 1918 η νίκη στεφάνωσε τα όπλα των Συμμάχων, όπως τους έλεγαν, ή της Αντάντ (Entente Cordiale = Εγκάρδια Συνεννόηση), που την αποτελούσαν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, έχοντας στο πλευρό τους την Ιταλία, την Ιαπωνία και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, καθώς και άλλες, μικρότερες δυνάμεις. H έκβαση αυτή του πολέμου επέτρεψε στην Ελλάδα να παρακαθήσει με σοβαρές αξιώσεις στην τράπεζα των διαπραγματεύσεων όπου θα ξαναμοιραζόταν ο κόσμος.
Το τίμημα που χρειάστηκε να καταβάλει η Ελλάδα για να φθάσει σε αυτό το σημείο υπήρξε βαρύ, όχι τόσο στα πολεμικά μέτωπα όσο στο εσωτερικό της. Οι προσπάθειες και οι θυσίες που το αποτελούσαν δεν σταμάτησαν εκεί. Συνεχίστηκαν ως την τραγική μεταστροφή του θριάμβου σε καταρράκωση τέσσερα χρόνια αργότερα με τη Μικρασιατική Καταστροφή και οι συνέπειές τους σημάδεψαν τα χρόνια που την ακολούθησαν. Πρόκειται για το πικρότερο ίσως κεφάλαιο της νεοελληνικής ιστορίας, τον Εθνικό Διχασμό.
Σύγκρουση βασιλιά - πρωθυπουργού


Αιτία του Εθνικού Διχασμού υπήρξε η εναντίωση του βασιλιά Κωνσταντίνου A' στα σχέδια του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου για την είσοδο της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ. Λόγω των συγγενικών δεσμών του με τη Γερμανία (η σύζυγός του βασίλισσα Σοφία ήταν αδελφή του Κάιζερ Γουλιέλμου B') αλλά και του θαυμασμού του γι' αυτή τη χώρα και της βαθύτερης προσκόλλησής του στις όποιες αξίες της, ο Κωνσταντίνος, μη μπορώντας να κηρυχθεί αναφανδόν κατά της Αντάντ, υποστήριζε ότι η Ελλάδα όφειλε να παραμείνει ουδέτερη. Αλλά η περίπλοκη φύση αυτής της σύρραξης που εκφραζόταν με ένα δαιδαλώδες πλέγμα συμφερόντων και επιδιώξεων καθιστούσε την ελληνική ουδετερότητα ουσιαστικά επωφελή για τους αντιπάλους της Αντάντ, τις λεγόμενες Κεντρικές Δυνάμεις, δηλαδή τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία, που τις ακολουθούσαν οι δύο πατροπαράδοτοι εχθροί της Ελλάδας, η Τουρκία και η Βουλγαρία.


Οσο τα πολεμικά σχέδια και οι επιχειρήσεις εξαπλώνονταν, εντείνονταν και περιπλέκονταν τόσο η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, εκτός από συμφέρουσα, όπως τη θεωρούσε ο Βενιζέλος, γινόταν επίσης εκ των πραγμάτων όλο και περισσότερο αναπόφευκτη. Ο Κωνσταντίνος όμως επέμενε στην παρελκυστική τακτική του και βρισκόταν σε διαρκή σύγκρουση με τον Βενιζέλο ώσπου το χάσμα ανάμεσά τους κατέστη αγεφύρωτο και ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, πράγμα που είχε κάνει και σε άλλες περιπτώσεις, αυτή τη φορά όμως οριστικά.
Με την πάροδο του χρόνου η Ελλάδα δεχόταν αφόρητες πιέσεις από τους εμπολέμους, με επεμβάσεις στα εσωτερικά της και με ενέργειες στο έδαφός της που ισοδυναμούσαν με πολεμικές πράξεις. Ηδη από το δεύτερο έτος του πολέμου, παρά τις διαμαρτυρίες του Κωνσταντίνου, αλλά με τις ευλογίες του Βενιζέλου, οι Σύμμαχοι είχαν αποβιβάσει στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, την οποία χρησιμοποίησαν ως ορμητήριο για τη δημιουργία νέου μετώπου, του μακεδονικού. Εναν χρόνο αργότερα οι Βούλγαροι κατέλαβαν την Καβάλα και οι Γερμανοί αιχμαλώτισαν ολόκληρο σώμα ελληνικού στρατού. Το κράτος είχε παραλύσει και πλήρης αναρχία επικρατούσε, ενώ, με τη συμμετοχή και ξένων, γίνονταν ταραχές και επεισόδια με νεκρούς και τραυματίες. Οι κυβερνήσεις που διόριζε ο Κωνσταντίνος διαδέχονταν η μία την άλλη χωρίς να μπορούν να αναχαιτίσουν το χάος στο οποίο είχε οδηγηθεί η χώρα. H Ελλάδα είχε ουσιαστικά εμπλακεί ολοκληρωτικά στον πόλεμο χωρίς να το έχει αποφασίσει η ίδια επισήμως, με αποτέλεσμα να υφίσταται όλες τις ολέθριες συνέπειές του, χωρίς να είναι σε θέση να επωφεληθεί από τις ενδεχόμενες θετικές πλευρές του.


H αντίδραση των βενιζελικών


H πρώτη αντίδραση στη χαώδη αυτή κατάσταση ήρθε από τη Θεσσαλονίκη, όταν έγινε γνωστό ότι οι Σύμμαχοι σχεδίαζαν να παραδώσουν τη διοίκηση της πόλης στους Σέρβους. Βενιζελικοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ίδρυσαν την Επιτροπή Εθνικής Αμύνης, η οποία στις 17 Αυγούστου 1916 ανέλαβε τη διοίκηση της Θεσσαλονίκης και συγκρότησε στράτευμα από εθελοντές και από φρουρές της Βόρειας Ελλάδας, το οποίο κατά τα μέσα Σεπτεμβρίου μαχόταν ήδη στο πλευρό των δυνάμεων της Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο.
Στις 13 Σεπτεμβρίου του ίδιου χρόνου, ξημερώματα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, συνοδευόμενος από τον ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη, αναχώρησε κρυφά για την Κρήτη, όπου λίγο αργότερα πήγε να τους συναντήσει ο στρατηγός Παναγιώτης Δαγκλής. Με την υποστήριξη αρκετών χιλιάδων ενόπλων Κρητών αλλά και του συνόλου του κρητικού λαού οι τρεις τους σχημάτισαν Προσωρινή Κυβέρνηση και λίγες ημέρες αργότερα έφθασαν στη Θεσσαλονίκη, όπου η Επιτροπή Εθνικής Αμύνης ετέθη υπό τις διαταγές της Τριανδρίας, όπως ονομάστηκαν οι τρεις επαναστάτες, ενώ και άλλες ελληνικές πόλεις προσχώρησαν στο κίνημα.


Ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου υπήρχαν δύο ελληνικά κράτη, της Αθήνας με τον Κωνσταντίνο και της Θεσσαλονίκης με τον Βενιζέλο. Αλλά την 1η Ιουνίου 1917 ο Κωνσταντίνος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Στον θρόνο τον διαδέχθηκε ο γιος του Αλέξανδρος, ο οποίος κάλεσε τον Βενιζέλο και του ανέθεσε τον σχηματισμό κυβέρνησης. Ετσι αποκαταστάθηκε η ενότητα του ελληνικού κράτους, το οποίο έσπευσε να κηρύξει τον πόλεμο κατά των Κεντρικών Δυνάμεων.


Απέμενε μόλις κάτι περισσότερο από ένα έτος πολέμου. Σε αυτό το διάστημα ο ελληνικός στρατός ανασυγκροτήθηκε ώστε να καταστεί αξιόμαχος και συμπαρατάχθηκε με τις δυνάμεις της Αντάντ στο Μακεδονικό Μέτωπο, όπου η συμβολή του αναγνωρίστηκε ως αποφασιστική. Με τη μεγάλη επίθεση του φθινοπώρου του 1918 το πολυεθνικό στράτευμα που είχε ως ορμητήριό του τη Θεσσαλονίκη έφθασε προς Βορράν ως τον Δούναβη και προς Ανατολάς ως την Κωνσταντινούπολη. Οι Κεντρικές Δυνάμεις συνθηκολόγησαν η μία μετά την άλλη και ο A' Παγκόσμιος Πόλεμος έληξε στις 11 Νοεμβρίου 1918 με τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.




Ο θρίαμβος των Σεβρών


Αμέσως σχεδόν μετά το τέλος του πολέμου ο Βενιζέλος, εν όψει της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης με την Τουρκία, ταξιδεύοντας και παραμένοντας για μακρά διαστήματα στο εξωτερικό, ανέπτυξε έντονη διπλωματική δραστηριότητα προσπαθώντας με υπομνήματα και παραστάσεις προς τους ισχυρούς και τα αρμόδια όργανα να επηρεάσει ευνοϊκά τα πνεύματα απέναντι στα ελληνικά αιτήματα. Είχε άλλωστε το δίκαιο με το μέρος του καθ' ότι τα αιτήματα αυτά εδράζονταν σε αρχές διακηρυγμένες και υιοθετημένες από τους Συμμάχους. Γι' αυτό και στις περισσότερες περιπτώσεις οι προσπάθειές του στέφονταν με επιτυχία.
Οι νικητές Σύμμαχοι αποφάσισαν η καθεμιά από τις ηττημένες δυνάμεις να υπογράψει χωριστή συνθήκη ειρήνης. Τελευταία στη σειρά υπεγράφη η συνθήκη με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι συνομιλίες έγιναν στις Σέβρες (Sevres), προάστιο του Παρισιού, και η υπογραφή της συνθήκης καθυστέρησε για μεγάλο διάστημα αφού δεν έγινε παρά στις 10 Αυγούστου 1920, δηλαδή 22 μήνες μετά τη λήξη του πολέμου. H καθυστέρηση οφειλόταν στις κωλυσιεργίες των ενδιαφερομένων μερών και ιδιαίτερα των Ιταλών. Ολοι προσπαθούσαν να προετοιμάσουν το έδαφος ώστε να μπορέσουν να αποσπάσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερα κέρδη όταν θα έφθανε η ώρα της μοιρασιάς.


Στη διάσκεψη ήταν παρόντες αντιπρόσωποι 18 χωρών. Επικεφαλής της ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
H Ελλάδα προσερχόταν στη διάσκεψη με το κύρος του νικητή, από την άλλη όμως τη θέση της βάραιναν δύο μειονεκτήματα. Το ένα ήταν ότι είχε εισέλθει στον πόλεμο αργά και ως εκ τούτου οι θυσίες που θα μπορούσε να επικαλεστεί ως τίτλους για τις αξιώσεις της ήταν πολύ μικρές σε σύγκριση με των άλλων νικητριών χωρών. Το δεύτερο μειονέκτημα ήταν οι ανώμαλες συνθήκες της εισόδου της στον πόλεμο, οι οποίες δεν της είχαν επιτρέψει να διαπραγματευθεί και να συμφωνήσει εκ των προτέρων τα ανταλλάγματα που θα λάβαινε ως νικήτρια δύναμη. Ετσι το δύσκολο καθήκον για τον Βενιζέλο ήταν να κατορθώσει, μέσα στον ορυμαγδό των αρπακτικών διεκδικήσεων των ενδιαφερομένων, να αποσπάσει για τη χώρα του σεβαστό μερίδιο από τη λεία.


Οτι περί λείας επρόκειτο δεν άργησε να αποδειχθεί: η Συνθήκη των Σεβρών σήμανε τον κυριολεκτικό διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι δικαιούχοι, ορμώμενοι άλλοι από ωμό συμφέρον, όπως οι Μεγάλες Δυνάμεις, άλλοι, όπως οι πρώην υπόδουλοί της λαοί, από δίκαιη δίψα για την ανάκτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους που επί αιώνες τους τα είχε στερήσει ο σουλτανικός δεσποτισμός, άφησαν από το τεράστιο σώμα της άλλοτε φοβερής και πάντοτε μισητής αυτοκρατορίας ένα στοιχειώδες σύγχρονο κράτος.


Μπαίνουν οι υπογραφές




Ο Κασπάρ Καραμπετιάν μεταφέρει τη σκηνή της υπογραφής της συνθήκης όπως την είχε περιγράψει σε αναφορά του ο αντιπρόσωπος της Αρμενίας Αβεντίς Αχαρονιάν:




«H αίθουσα της υπογραφής ήταν στο κέντρο του εργοστασίου των ξακουστών κρυστάλλων της πόλης του Σεβρ. Στο κέντρο έλαβαν θέσεις οι εκπρόσωποι των μεγάλων χωρών. Οι θέσεις των αντιπροσώπων των μικρών χωρών βρίσκονταν δεξιά και αριστερά της αίθουσας...
Μόλις προσήλθαν όλοι οι εκπρόσωποι, λίγο μετά τις τέσσερις, εισήλθε στην αίθουσα ο πρόεδρος και εκπρόσωπος της Γαλλίας κ. A. Μιλεράν. Απουσίαζαν μόνο οι Τούρκοι εκπρόσωποι, που περίμεναν να κληθούν στον κάτω όροφο. Μετά την εντολή του προέδρου τούς κάλεσαν και συνοδεία του κλητήρα, που τους ανήγγειλε "Οι κύριοι Πληρεξούσιοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας", εισήλθαν στην αίθουσα. Με τα χαρακτηριστικά κόκκινα φέσια στα κεφάλια τους, χαιρέτισαν τους παρισταμένους και έλαβαν τις θέσεις τους δίπλα από τους εκπροσώπους της Ελλάδας. Αμέσως μετά ο πρόεδρος Μιλεράν σηκώθηκε από τη θέση του και είπε τα ακόλουθα: "Κύριοι, δηλώνω ότι η συνθήκη που θα υπογραφεί τώρα εκφράζει τις θέσεις που έχουν αποδεχθεί όλα τα μέρη". Αμέσως μετά κάλεσε τους πληρεξουσίους της Τουρκίας να υπογράψουν τη συνθήκη. Σηκώθηκαν όρθιοι ο γερουσιαστής στρατηγός Χαμδί Πασά, ο γερουσιαστής Ρίζα Τεβφίκ Μπέης και ο Ρεσάτ Ναλίς Μπέης και με σταθερά βήματα πλησίασαν στο κεντρικό τραπέζι που ήταν τοποθετημένη η συνθήκη, με νευρικές κινήσεις υπέγραψαν και αμέσως γύρισαν στις θέσεις τους. Αμέσως μετά υπέγραψαν οι εκπρόσωποι της M. Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ιαπωνίας και αμέσως μετά κάλεσαν εμένα.




Ετσι, χάρη στην αλφαβητική σειρά κλήσης των χωρών, η Αρμενία ήταν η πρώτη από τις μικρές χώρες που υπέγραψε τη συνθήκη».




Με τη Συνθήκη των Σεβρών:




- H Οθωμανική Αυτοκρατορία έχανε τα τέσσερα πέμπτα των εδαφών της, στα οποία αναδύονταν ανεξάρτητα ή αυτόνομα κράτη και περιοχές που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποτίναζαν την οθωμανική κυριαρχία ή επικυριαρχία: Αίγυπτος, Αρμενία, Κουρδιστάν, Χετζάτζη, Συρία, Μεσοποταμία, Παλαιστίνη κ.ά.




Διασφαλιζόταν η ελεύθερη ναυσιπλοΐα στα Στενά των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου τα οποία κηρύσσονταν ανοχύρωτα.




- Προστατεύονταν τα δικαιώματα των μειονοτήτων.




- Επί ευρωπαϊκού εδάφους η Τουρκία διατηρούσε μόνο την Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της, αλλά οι Σύμμαχοι διατηρούσαν και αυτοί το δικαίωμα να μεταβάλουν αυτό το καθεστώς κατά τη βούλησή τους σε περίπτωση που η Τουρκία δεν θα σεβόταν τους υπόλοιπους όρους της συνθήκης.




- Ρυθμίζονταν πλήθος άλλα θέματα, συνοριακά, πολιτικά, οικονομικά, στρατιωτικά, όλα σχεδόν εις βάρος της Τουρκίας.




Δύο ήπειροι και πέντε θάλασσες


H Ελλάδα δεν πέτυχε όλες τις επιδιώξεις της. Δεν της δόθηκαν η Βόρειος Ηπειρος, τα Δωδεκάνησα (δόθηκαν στην Ιταλία), ούτε η Κωνσταντινούπολη ή η Κύπρος (παρέμεινε αγγλική κτήση). Αλλά ο Βενιζέλος διεκδίκησε τα μέγιστα για να εξασφαλίσει τα απαραίτητα. H Ελλάδα πέτυχε την επικύρωση της κυριαρχίας της στη Δυτική Θράκη (την είχε παραδώσει η Βουλγαρία στους Συμμάχους με τη Συνθήκη του Νεϊγύ) και έλαβε την Ανατολική Θράκη ως την Τσατάλτζα, την Ιμβρο και την Τένεδο, πέτυχε την κατοχύρωση των δικαιωμάτων της επί των υπολοίπων νήσων του Αιγαίου και της ανατέθηκε η διοίκηση της Σμύρνης και της ενδοχώρας της για πέντε χρόνια, μετά την παρέλευση των οποίων το τοπικό κοινοβούλιο που θα ιδρυόταν θα μπορούσε, αν το επιθυμούσε, να ζητήσει την ένωση της περιοχής με την Ελλάδα έχοντας και τη δυνατότητα διεξαγωγής δημοψηφίσματος μεταξύ του πληθυσμού.




Ευνοϊκότερο διακανονισμό δεν μπορούσε να είχε ελπίσει η Ελλάδα. H επιτυχία του Βενιζέλου άγγιζε τα όρια του θριάμβου. Ο εμπνευσμένος όσο και ακαταπόνητος πολιτικός ετοιμαζόταν να επιστρέψει στην πατρίδα έχοντας πραγματοποιήσει το όνειρό του για την «Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών».




Αλλά δύο μόλις ημέρες μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών ένα θλιβερό γεγονός ήρθε να προκαλέσει τον πρώτο τριγμό στο λαμπρό ελληνικό οικοδόμημα το οποίο είχε ήδη αρχίσει να υψώνεται. Δύο απότακτοι αξιωματικοί αποπειράθηκαν να δολοφονήσουν τον Ελευθέριο Βενιζέλο σε σιδηροδρομικό σταθμό του Παρισιού από όπου αυτός θα ξεκινούσε για το ταξίδι της επιστροφής του στην Ελλάδα.




H απόπειρα απέτυχε και ο Βενιζέλος γλίτωσε με ελαφρά τραύματα. Αλλά η μεταστροφή της μοίρας τόσο του Βενιζέλου όσο και ολόκληρου του Ελληνισμού φαίνεται ότι είχε αρχίσει.




Στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 1920 το κόμμα του θριαμβευτή Βενιζέλου καταψηφίστηκε και ο ίδιος δεν εξελέγη καν βουλευτής. H αντιβενιζελική παράταξη ανήλθε στην εξουσία και ο Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Ελλάδα και στον θρόνο (ο Αλέξανδρος είχε πεθάνει πριν από ένα μήνα). Με εύλογη τη βαθιά απογοήτευσή του ο Βενιζέλος εγκατέλειψε την πολιτική σκηνή και έφυγε αυτοεξόριστος στο εξωτερικό.




Καταστροφή στη Μικρά Ασία


Την ίδια εποχή δραματικές εξελίξεις είχαν δρομολογηθεί και στο εσωτερικό της Τουρκίας. Καθημαγμένη από τον πόλεμο, ταπεινωμένη από την ήττα, με το κράτος παράλυτο και με τον ελληνικό στρατό να κατέχει ζωτικό χώρο στη Μικρά Ασία και να επεκτείνει διαρκώς την παρουσία του προς Ανατολάς, η χώρα βρισκόταν στο κατώφλι της πλήρους διάλυσης. Την κρίσιμη αυτή ώρα ως σωτήρας της Τουρκίας εμφανίστηκε ο φιλόδοξος και ευφυής, επίσης όμως και αδίστακτος, αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ, ο επιλεγόμενος Ατατούρκ. Ο Κεμάλ κήρυξε επανάσταση, σχημάτισε προσωρινή κυβέρνηση (αργότερα κατάργησε το σουλτανάτο και ανακήρυξε την Τουρκική Δημοκρατία) και καταπιάστηκε αμέσως με την ανασυγκρότηση του τουρκικού στρατού θέτοντας ως πρώτιστο καθήκον του την εκδίωξη των Ελλήνων.




Βοήθεια στα σχέδια του Κεμάλ πρόσφερε άθελά της η κυβέρνηση της Αθήνας με την ασύνετη πολιτική της όταν επέτρεπε την αλόγιστη προέλαση των ελληνικών δυνάμεων προς Ανατολάς, με αποτέλεσμα την απομάκρυνσή τους από τα κέντρα ανεφοδιασμού τους ως την πλήρη εξάντληση των εφοδίων τους αλλά και των φυσικών τους δυνάμεων. Ηταν η ευκαιρία που περίμενε ο Κεμάλ. Εξαπέλυσε σφοδρή επίθεση, οι δυνάμεις του έτρεψαν τους Ελληνες σε άτακτη φυγή και καταδιώκοντάς τους έφτασαν ως τη Σμύρνη και την πυρπόλησαν. Βρισκόμαστε στα τέλη Αυγούστου του 1922. H Μικρασιατική Καταστροφή έχει συντελεστεί.




Το νέο τουρκικό καθεστώς δεν αναγνωρίζει τη Συνθήκη των Σεβρών και απαιτεί νέες ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τους νικητές του A' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι Σύμμαχοι δεν μπορούν να αρνηθούν. Δεν μπορεί να αρνηθεί ούτε το νέο ελληνικό καθεστώς, η στρατιωτική επανάσταση του Σεπτεμβρίου του 1922 υπό τους αξιωματικούς Νικόλαο Πλαστήρα και Στυλιανό Γονατά, η οποία έχει αναλάβει την εξουσία στην Αθήνα. Και παρακαλεί τον εξόριστο Ελευθέριο Βενιζέλο να αναλάβει το βαρύ καθήκον να την εκπροσωπήσει.




Απώλειες και έντιμη ειρήνη




Στο εξαίρετο βιβλίο του H Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων, 1923-1940 (Ικαρος, 1955) ο Γρηγόριος Δαφνής περιγράφει υποβλητικά την ατμόσφαιρα μέσα στην οποία άρχισαν οι συνομιλίες για τη νέα συνθήκη:




«Το απόγευμα της 24ης Ιουλίου 1923, εις την μεγάλην αίθουσαν του Πανεπιστημίου της ελβετικής πόλεως Λωζάννης, το πλέον συγκλονιστικόν επεισόδιον του πρώτου παγκοσμίου πολέμου εύρισκε την λύσιν του. H πέμπτη συνθήκη ειρήνης υπεγράφετο. Ητο η μόνη που οι σύμμαχοι της "Εγκαρδίου Συνεννοήσεως" υπέγραφαν ως ηττημένοι. Αλλ' από τριετίας η "Εγκάρδιος Συνεννόησις" είχε μεταβληθεί εις "εγκάρδιον διένεξιν". Ο Κεμάλ επωφελήθη και υπηγόρευσε τους όρους του, αφού προηγουμένως του εδόθη η ευκαιρία να εμφανισθεί ως νικητής του ελληνικού στρατού.




Δύο μήνας αργότερα τα συμμαχικά στρατεύματα, που είχον εισέλθει νικηφόρα εις την βασιλίδα των πόλεων, απεχώρουν κρυφίως. Το πρωί της 3ης Οκτωβρίου 1923 αι εφημερίδες της Κωνσταντινουπόλεως ανήγγελλον ότι εις την πόλιν των δεν υπήρχε πλέον ούτε ένας ξένος στρατιώτης και, εφεξής, η παλαιά πρωτεύουσα των Σουλτάνων θα απετέλει αναπόσπαστον μέρος της Νέας Τουρκίας που είχεν ιδρύσει ο Κεμάλ Πασάς. Εις την θέσιν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που είχε διαλύσει η Συνθήκη των Σεβρών, εδημιουργήθη ένα νέον, ισχυρόν και ανεξάρτητον μουσουλμανικόν κράτος που διετήρει προγεφύρωμα επί της Ευρώπης. Οι εταίροι της πρώην "Εγκαρδίου Συνεννοήσεως" δεν ημπορούσαν να είναι πολύ ευχαριστημένοι, διότι το γόητρόν των είχε μειωθεί, αλλ' ούτε και πολύ δυσηρεστημένοι. Το μεγαλύτερον μέρος των θυσιών το είχεν υποστεί η Ελλάς. Παρά ταύτα η Συνθήκη της Λωζάννης προσέφερε έντιμον και επωφελή ειρήνην εις την Ελλάδα. Εννέα μηνών συζητήσεις είχον αποβεί επ' αγαθώ της χώρας μας.




H διάσκεψις της Λωζάννης ήρχισε την 8/21 Νοεμβρίου 1922. Της εναρκτηρίου συνεδριάσεως προήδρευσε, τιμής ένεκεν, ο πρόεδρος της Ελβετικής Συνομοσπονδίας. Παρίσταντο ο Πουανκαρέ, επικεφαλής της γαλλικής αντιπροσωπείας, εκπρόσωπος της μεγαλυτέρας τότε στρατιωτικής δυνάμεως του κόσμου, ο λόρδος Κώρζον, επικεφαλής της αγγλικής, ο Μουσσολίνι, από τριών εβδομάδων μόλις πρωθυπουργός της Ιταλίας. Την Ελλάδα αντιπροσώπευεν ο Ελ. Βενιζέλος. Ο πολιτικός που είχεν υπογράψει την Συνθήκην των Σεβρών εκαλείτο, τώρα, να σώσει ό,τι ημπορούσε να σωθεί ύστερα από την καταστροφήν του έργου του, διά την οποίαν δεν ήτο υπεύθυνος. Εχρειάζοντο τα ατσαλένια νεύρα του Κρητός και η ακατάβλητος μαχητικότης του διά να υπομείνει παρομοίαν μεταστροφήν της μοίρας. Και έσωσε πολύ περισσότερα από όσα και οι πλέον αισιόδοξοι επίστευον ότι ήτο εφικτόν να σωθούν».




Οι δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει αυτή τη φορά ο Βενιζέλος φάνταζαν ανυπέρβλητες. Από την εποχή της Συνθήκης των Σεβρών τα πνεύματα είχαν αλλάξει τόσο στις σχέσεις μεταξύ των Συμμάχων όσο και στη στάση τους απέναντι στην Ελλάδα. Οι τριβές που είχαν προκύψει μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας, το νέο πρόσωπο της Ιταλίας, το φασιστικό, και πάνω απ' όλα η αλαζονεία της αντιπροσωπείας των Τούρκων, που τώρα, με επικεφαλής τον Ισμέτ Ινονού, στενό συνεργάτη του Κεμάλ, προσέρχονταν στη διάσκεψη με τον αέρα των νικητών, δεν συνιστούσαν διόλου πρόσφορο έδαφος για να καρποφορήσουν οι προσπάθειες του Βενιζέλου. Παρ' όλα αυτά η επιμονή και η ευστροφία του έφεραν το αποτέλεσμά τους. H Ελλάδα, αν και έχασε την Ανατολική Θράκη (τα σύνορά της με την Τουρκία ορίστηκαν στον ποταμό Εβρο), την Ιμβρο και την Τένεδο και τη Σμύρνη με την ενδοχώρα της, κατόρθωσε να κατακτήσει την έντιμη ειρήνη κατοχυρώνοντας για μία ακόμη φορά τα λοιπά κεκτημένα της.


O κορυφαίος πολιτικός της νεότερης Ελλάδας. Γεννήθηκε στις Μουρνιές, κοντά στα Χανιά. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και άρχισε να δικηγορεί στην Κρήτη. Τον τράβηξε όμως η πολιτική και ανέπτυξε δράση στο αντιτουρκικό κίνημα του 1895-1905. Ως πρωθυπουργός της Κρήτης κήρυξε το 1905 την ένωσή της με την Ελλάδα, η οποία επισήμως αναγνωρίστηκε το 1913. Ο Βενιζέλος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1909 και έγινε πρωθυπουργός της Ελλάδας τον επόμενο χρόνο. Πρωτοστάτησε στους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Συγκρούστηκε με τον βασιλιά Κωνσταντίνο A' ως προς την είσοδο της Ελλάδας στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο, την οποία πέτυχε σχηματίζοντας επαναστατική κυβέρνηση πρώτα στην Κρήτη και κατόπιν στη Θεσσαλονίκη, οδηγώντας έτσι και στην εκθρόνιση του Κωνσταντίνου. Χρημάτισε πρωθυπουργός της Ελλάδας επτά φορές για συνολικό διάστημα δώδεκα ετών και πέντε μηνών. Πέθανε στο Παρίσι.
ΜΟΥΣΤΑΦΑ ΚΕΜΑΛ ΑΤΑΤΟΥΡΚ (1881-193Cool


Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Υπηρέτησε στο ιππικό και πήρε μέρος στον ιταλοτουρκικό πόλεμο στη Λιβύη (1911), στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και στον A' Παγκόσμιο Πόλεμο στην Καλλίπολη, στον Καύκασο και στη Συρία. Το 1919 κήρυξε εθνικιστική επανάσταση, αναδιοργάνωσε τον τουρκικό στρατό και μετά την εκδίωξη των Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, το 1922, πέτυχε την αντικατάσταση της Συνθήκης των Σεβρών με τη Συνθήκη της Λωζάννης. Τον Νοέμβριο του 1922 κατάργησε το σουλτανάτο και έναν χρόνο αργότερα ανακήρυξε την Τουρκική Δημοκρατία με πρόεδρο τον εαυτό του. Κυβερνώντας ως ανηλεής δικτάτορας ως τον θάνατό του προσπάθησε να εκκοσμικεύσει το τουρκικό κράτος καταργώντας το χαλιφάτο και να το εξευρωπαΐσει εισάγοντας ευρωπαϊκές συνήθειες και το λατινικό αλφάβητο. Το 1936 έλαβε την επωνυμία «Ατατούρκ», που σημαίνει πατέρας των Τούρκων.
ΙΣΜΕΤ ΙΝΟΝΟΥ (1884-1974)


Τούρκος στρατιωτικός και πολιτικός. Γεννήθηκε στη Σμύρνη. Το 1904 κατατάχθηκε στον οθωμανικό στρατό και υπηρέτησε στη Μακεδονία και στην Υεμένη. Το 1916 διακρίθηκε στην Καλλίπολη και προήχθη σε διοικητή σώματος. Μετά την κατάρρευση της Τουρκίας το 1918 ο Ινονού προσκολλήθηκε στον Κεμάλ και έγινε πρώτα αρχηγός του γενικού επιτελείου του κεμαλικού στρατού και ύστερα διοικητής των τουρκικών δυνάμεων που πολεμούσαν κατά των Ελλήνων στη Μικρά Ασία. Ηγήθηκε της τουρκικής αντιπροσωπείας στη Λωζάννη. Μετά τον θάνατο του Κεμάλ ο Ινονού τον διαδέχθηκε ως πρόεδρος της Δημοκρατίας και ουσιαστικά δικτάτορας. Κατά τον B' Παγκόσμιο Πόλεμο ο Ινονού έδειξε συμπάθεια προς τους Αγγλους και τους Αμερικανούς και το 1943 φιλοξένησε στα Αδανα τον Τσόρτσιλ. Βαθμιαία ο Ινονού εισήγαγε στην Τουρκία φιλελεύθερα μέτρα, γεγονός που του κόστισε την εξουσία από το αντίπαλο κόμμα, την ίδρυση του οποίου είχε επιτρέψει.
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ (1883-1953)



Πολιτικός και στρατιωτικός, γνωστός και ως «Μαύρος Καβαλάρης». Γεννήθηκε στο Μορφοβούνι Καρδίτσας. Το 1903 κατατάχθηκε στον στρατό. Σπούδασε στη Σχολή Υπαξιωματικών και έλαβε τον βαθμό του ανθυπολοχαγού ενώ ως το τέλος της σταδιοδρομίας του έφτασε στον βαθμό του στρατηγού. Πήρε μέρος στον Μακεδονικό Αγώνα (1905) και στην προετοιμασία του κινήματος στο Γουδί (1909) που έφερε στην πρωθυπουργία τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Διακρίθηκε στους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913). Κατά τον A' Παγκόσμιο Πόλεμο εντάχθηκε στη βενιζελική παράταξη και στο κίνημα της Εθνικής Αμύνης και πολέμησε στο Μακεδονικό Μέτωπο. Ανέπτυξε ηρωική δράση στη Μικρά Ασία και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή υπήρξε ο ουσιαστικός αρχηγός της στρατιωτικής επανάστασης του Σεπτεμβρίου του 1922. Αναμείχθηκε σε στρατιωτικοπολιτικά κινήματα δημοκρατικής εμπνεύσεως για τα οποία διώχθηκε, αλλά αργότερα έδειξε συμπάθεια προς τις φασιστικές ιδέες. H ανάμειξή του στην πολιτική τον ανέδειξε κατ' επανάληψη πρωθυπουργό. Πέθανε στην Αθήνα.

 

Το λεγόμενο «Ανατολικό Ζήτημα», τουλάχιστον όσον αφορά τις ελληνοτουρκικές διαφορές, υπήρξε ουσιαστικά ένα Δυτικό Ζήτημα που αφορούσε εξίσου τόσο τα συγκεκριμένα συμφέροντα και προβλήματα των λαών της εγγύς Ανατολής όσο και τις φιλοδοξίες και αντιπαλότητες των Μεγάλων Δυνάμεων. Σε αντίθεση με προγενέστερες συνδιασκέψεις, όπως αυτή του Βερολίνου, το διακύβευμα στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης δεν ήταν η τύχη μιας «ασθενούς» και παρακμάζουσας Αυτοκρατορίας, αλλά το μέλλον ενός αναγεννημένου έθνους, αποφασισμένου να διατηρήσει με κάθε κόστος όσα αναγνώριζε ως κυριαρχικά του δικαιώματα. Το αποτέλεσμα ήταν, όπως είναι γνωστό, στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης να αναζητηθεί μια συμβιβαστική διευθέτηση των διεκδικήσεων Δύσης και Ανατολής. Αναμφίβολα, η Συνθήκη της Λωζάνης συνιστά ένα κείμενο με τεράστια νομική και πολιτική σημασία για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη.
Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Oυσιαστικά κατάργησε τη Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από τη νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά δε και την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ , εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών.
Η διάσκεψη για την υπογραφή της συνθήκης κράτησε 9 μήνες με ενδιάμεση διακοπή 75 ημερών και χωρίστηκε σε δύο φάσεις.
Η πρώτη ξεκίνησε στις 8 Νοεμβρίου του 1922 στη Λωζάνη και κράτησε μέχρι τις 4 Φεβρουαρίου του 1923.Διακόπηκε κατά δραματικό τρόπο και ξανάρχισαν οι εργασίες της στις 11 Απριλίου για να καταλήξει στην υπογραφή της στις 24 Ιουλίου του 1923, η οποία επέβαλε ειρήνη στην Τουρκία, όχι μόνο με την Ελλάδα, αλλά και με τους άλλους συμμάχους ( Αγγλία, Γαλλία Ιταλία ). Επικεφαλής της Ελληνικής αντιπροσωπείας ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και της Τουρκικής ο Ισμέτ Πασάς.
Με την διάσκεψη αυτή επρόκειτο να γίνει το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών των συμμάχων με την Τουρκία.
Από την πρώτη στιγμή οι εργασίες σκόνταψαν στην αδιαλλαξία της Τουρκικής πλευράς . Η Τουρκία καίτοι νικημένη στον πόλεμο του 1918 προέβαλλε αξιώσεις επειδή θεωρούσε τον εαυτό της νικητή στις επιχειρήσεις της Μικράς Ασίας με τους Έλληνες το 1922. Οι αξιώσεις της Τουρκίας ήταν εντονότερες σε βάρος της Ελλάδος. Η Τουρκία ζητούσε πολεμική αποζημίωση πολλών εκατομμυρίων χρυσών λιρών, την παραχώρηση της Δυτικής Θράκης, την κατάργηση του Ελληνικού στόλου, την απομάκρυνση του Οικουμενικού Πατριαρχείου από την Κωνσταντινούπολη, καθώς και την απομάκρυνση του Ελληνικού πληθυσμού από την Κωνσταντινούπολη και όπου υπήρχαν Έλληνες. Οι παράλογες αξιώσεις του Ισμέτ Πασά έκαναν τον Βενιζέλο να αποφασίσει την επέμβαση του στρατού, αφού η στρατιά του Έβρου είχε οργανωθεί και ήταν πλέον αξιόμαχη. Δεν τόλμησε να κάνει την κίνηση αυτή επειδή διαπίστωσε την απροθυμία των συμμάχων. Η διάσκεψη πήγαινε από το κακό στο χειρότερο εξαιτίας της αδιαλλαξίας της Τουρκίας. Ο Βενιζέλος επιδεικνύοντας την πολιτική του δεξιοτεχνία και ευελιξία κατόρθωσε οι Τούρκοι να δεχθούν να παραμείνει το Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη και τον Ιανουάριο του 1923 επετεύχθη η υπογραφή της σύμβασης για την ανταλλαγή των πληθυσμών, των αιχμαλώτων και των ομήρων.
Η ανταλλαγή ήταν υποχρεωτική για το σύνολο του Ελληνικού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1.650.000 άτομα!) με τους Τουρκόφωνους Μοσουλμανικούς πληθυσμούς της Ελλάδας (670.000 άτομα! )

Η σύμβαση αυτή είχε παγκόσμια σημασία, επειδή για πρώτη φορά στα παγκόσμια χρονικά έγινε και υπογράφηκε παρόμοια συμφωνία. Στην προκειμένη περίπτωση θα ανταλλάσσονταν όλοι οι Έλληνες το γένος αλλά Τούρκοι υπήκοοι με τους μουσουλμάνους της Ελλάδος που ήταν Έλληνες υπήκοοι. Θα εξαιρούνταν οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης από τη μια μεριά και οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης από την άλλη. Στη συνέχεια χρειάσθηκαν διαπραγματεύσεις και συζητήσεις μέχρι την ημέρα της τελικής συμφωνίας και της υπογραφής της.
Η συνθήκη οριστικά υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου 1923 στην αίθουσα τελετών του πανεπιστημίου της Λωζάνης η οποία έβαζε τέλος σε μια μεγάλη πολεμική περίοδο και έκλεινε την αυλαία του Ελληνικού δράματος της Μικρασιατικής καταστροφής.
Σύφωνα με αυτήν η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Η συνθήκη υπογράφτηκε μεταξύ της Βρετανικής αυτοκρατορίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Ιαπωνίας, της Ελλάδας, της Ρουμανίας, και του Σερβο-Κροατο-Σλοβενικού κράτους από τη μια πλευρά και από την άλλη της Τουρκίας, η οποία δυστυχώς συνεχίζει και σήμερα ακόμη να μην τη σέβεται.
Στο κείμενο της Συνθήκης αναφέρεται ρητά για τις υποχρεώσεις που έχει και που πρέπει η Τουρκία να σεβαστεί, μεταξύ άλλων, τα ανθρώπινα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο.
Το άρθρο μάλιστα 37 της Συνθήκης ορίζει ότι η Συνθήκη είναι αυξημένης τυπικής ισχύος έναντι οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμού ή εσωτερικής επίσημης πράξης που θα μπορούσε να ισχύσει στην Τουρκία. Δηλαδή, η Τουρκία στερήθηκε από κάθε δικαίωμα να ψηφίζει μόνη της νόμους ενάντια στις υποχρεώσεις που ανέλαβε με την Συνθήκη της Λωζάνης
Τι έκανε και τι κάνει όμως η Τουρκία μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης την οποία τολμάει σήμερα να επικαλείται ξεδιάντροπα;
Με δυο λόγια: Δεν υπάρχει ούτε ΕΝΑ άρθρο της Συνθήκης της Λωζάνης το οποίο η Τουρκία να σεβάστηκε, και όμως έχει το απόλυτο θράσος να την επικαλείται εκεί που νομίζει πως τη συμφέρει
Με την ευκαιρία θα πρέπει να επισημάνουμε και το άρθρο 2 της συνθήκης το οποίο αναφέρει ρητά

Άρθρον 2.
Δεν θα περιληφθώσιν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν:
α) οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως·
β) οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Θέλουσι θεωρηθή ως Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Έλληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προς της 30ης Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αύτη καθορίζεται δια του νόμου του 1912.
Θέλουσι θεωρηθή ως μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης, πάντες οι Μουσουλμάνοι οι εγκατεστημένοι εν τη περιοχή ανατολικώς της μεθορίου γραμμής της καθορισθείσης τω 1913 δια της Συνθήκης του Βουκουρεστίου.
Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι ο θρησκευτικός προσδιορισμός τόσο στην συνθήκη της Λωζάννης όσο και στην συμφωνία περί ανταλλαγής πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας και η αναφορά σε «μουσουλμανικές μειονότητες « και όχι εθνικές για την Ελληνική Θράκη , βάσει των πρακτικών , ανήκει σε πρωτοβουλία της Τουρκικής αντιπροσωπείας. στη Λωζάνη για να ανταποκρίνεται στο ποικίλο εθνοτικό χαρακτήρα των μουσουλμάνων της Θράκης μια και χωρίζονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες. . Πομάκοι, Τουρκογενείς και Αθίγγανοι ROM
Άρα σαφέστατα προκύπτει από το άρθρο 2 και τη διευκρίνιση αυτή ότι δεν υπάρχει εθνική μειονότητα στη Θράκη δηλαδή Τουρκική, η μη μόνον θρησκευτική και όλοι τους είναι Έλληνες πολίτες μουσουλμάνοι το θρήσκευμα. Και θα συνεχίζει να ισχύει αυτός ο όρος αφού η συνθήκη της Λωζάνης δεν έχει τροποποιηθεί ή ανασταλεί.

Ελευθέριος Θ. Χατζόπουλος
Πρόεδρος
ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑΣ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑΣ ΘΡΑΚΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ

Η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν συνθήκη ειρήνης που έθεσε τα όρια της σύγχρονης Τουρκίας. Υπογράφηκε στη Λωζάνη της Ελβετίας στις 24 Ιουλίου 1923 από την Ελλάδα, την Τουρκία και τις άλλες χώρες που πολέμησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την Μικρασιατική εκστρατεία (1919-1922) και συμμετείχαν στην Συνθήκη των Σεβρών συμπεριλαμβανομένης και της ΕΣΣΔ (που δεν συμμετείχε στην προηγούμενη συνθήκη).


Ιστορικό

Κατάργησε την Συνθήκη των Σεβρών που δεν είχε γίνει αποδεκτή από την νέα κυβέρνηση της Τουρκίας που διαδέχθηκε τον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης. Μετά την εκδίωξη από την Μικρά Ασία του Ελληνικού στρατού από τον Τουρκικό υπό την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, εμφανίστηκε η ανάγκη για αναπροσαρμογή της συνθήκης των Σεβρών. Στις 20 Οκτωβρίου 1922 ξεκίνησε το συνέδριο που διακόπηκε μετά από έντονες διαμάχες στις 4 Φεβρουαρίου 1923 για να ξαναρχίσει στις 23 Απριλίου. Το τελικό κείμενο υπογράφηκε στις 24 Ιουλίου μετά από 7,5 μήνες διαβουλεύσεων.
Η Τουρκία ανέκτησε την Ανατολική Θράκη, κάποια νησιά του Αιγαίου, συγκεκριμένα την Ίμβρο και την Τένεδο, μια λωρίδα γης κατά μήκος των συνόρων με την Συρία, την περιοχή της Σμύρνης και της Διεθνοποιημένης Ζώνης των Στενών η οποία όμως θα έμενε αποστρατικοποιημένη και αντικείμενο νέας διεθνούς διάσκεψης. Παραχώρησε τα Δωδεκάνησα στην Ιταλία, όπως προέβλεπε και η συνθήκη των Σεβρών, αλλά χωρίς πρόβλεψη για δυνατότητα αυτοδιάθεσης. Ανέκτησε πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα σε όλη της την επικράτεια και απέκτησε δικαιώματα στρατιωτικών εγκαταστάσεων σε όλη την επικράτειά της εκτός της ζώνης των στενών.
Η Ελλάδα υποχρεώθηκε να πληρώσει σε είδος (ελλείψει χρημάτων) τις πολεμικές επανορθώσεις. Η αποπληρωμή έγινε με επέκταση των τουρκικών εδαφών της Ανατολικής Θράκης πέρα από τα όρια της συμφωνίας. Τα νησιά Ίμβρος και Τένεδος παραχωρήθηκαν στην Τουρκία με τον όρο ότι θα διοικούνταν με ευνοϊκούς όρους για τους Έλληνες. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης έχασε την ιδιότητα του Εθνάρχη και το Πατριαρχείο τέθηκε υπό ειδικό διεθνές νομικό καθεστώς.
Σε αντάλλαγμα, η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες τις διεκδικήσεις για τις παλιές περιοχές της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εκτός των συνόρων της και εγγυήθηκε τα δικαιώματα των μειονοτήτων στην Τουρκία. Με ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας αποφασίστηκε η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών από τις δύο χώρες και η αποστρατικοποίηση κάποιων νησιών του Αιγαίου.
Η ανταλλαγή μειονοτήτων που πραγματοποιήθηκε προκάλεσε μεγάλες μετακινήσεις πληθυσμών. Μετακινήθηκαν από τη Μικρά Ασία στην Ελλάδα 1.650.000 Τούρκοι υπήκοοι, χριστιανικού θρησκεύματος και από την Ελλάδα στην Τουρκία 670.000 Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμανικού θρησκεύματος[1]. Η θρησκεία και όχι η ράτσα αποτέλεσε το βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή [2]. Σύμφωνα με το άρθρο 2β της συνθήκης χρησιμοποιήθηκε ο όρος Μουσουλμάνοι και όχι Τούρκοι. Αυτό οφείλεται στο ότι κατά την οθωμανική αυτοκρατορία η θρησκεία μετρούσε πολύ περισσότερο από ότι η εθνικότητα και από την άλλη πλευρά η Τουρκία ήθελε όλοι οι μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης να παραμείνουν. Στα Βαλκάνια χρησιμοποιείται ο όρος Τούρκος αρκετές φορές ως συνώνυμο με τον μουσουλμάνο επειδή στο σύστημα των Οθωμανικών μιλέτ (ήταν κύριο στοιχείο στην διοίκηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) όλοι οι μουσουλμάνοι ανήκαν σε μια ενιαία κοινότητα.[3]
Μεταξύ των ανταλλάξιμων περιελαμβάνονταν επίσης οι Έλληνες του Πόντου, αλλά και τουρκόφωνοι Έλληνες, όπως τουρκόφωνοι Πόντιοι και Καραμανλήδες, καθώς και ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, όπως οι Βαλαάδες της Δυτικής Μακεδονίας[4]. Μαζί με τους Έλληνες, πέρασε στην Ελλάδα και αριθμός Αρμενίων και Συροχαλδαίων. Εξαιρέθηκαν από την ανταλλαγή οι Έλληνες κάτοικοι της νομαρχίας της Κωνσταντινούπολης (οι 125.000 μόνιμοι κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης, των Πριγκηπονήσων και των περιχώρων, οι οποίοι ήταν εγκατεστημένοι πριν από τις 30 Οκτωβρίου 1918) και οι κάτοικοι της Ίμβρου και της Τενέδου (6.000 κάτοικοι), ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 110.000 Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης2[5]


The Allied powers that defeated the Ottomans and Imperial Germany in World War I attempted to impose humiliating conditions on Turkey. Those conditions, and indeed an invasion and attempted occupation of western Anatolia, were successfully resisted by Mustapha Kemal (Atatürk). After the smoked cleared, the adversaries negotiated a new accord to settle issues of sovereignty, claims, rights, and the like outstanding in the six years since the end of the Great War. That accord was the Treaty of Lausanne. The sections with political meaning are reproduced below. Cyprus is dealt with in Articles 20-21. Also noteworthy are the obligations Turkey accepted with respect to human rights.


TREATY OF PEACE WITH TURKEY SIGNED AT LAUSANNE
JULY 24, 1923
THE CONVENTION RESPECTING THE REGIME OF THE STRAITS AND OTHER INSTRUMENTS SIGNED AT LAUSANNE
THE BRITISH EMPIRE, FRANCE, ITALY, JAPAN, GREECE, ROUMANIA and the SERB-CROAT-SLOVENE STATE, of the one part, and TURKEY, of the other part; Being united in the desire to bring to a final close the state of war which has existed in the East since 1914, Being anxious to re-establish the relations of friendship and commerce which are essential to the mutual well-being of their respective peoples, And considering that these relations must be based on respect for the independence and sovereignty of States, Have decided to conclude a Treaty for this purpose, and have appointed as their Plenipotentiaries:
HIS MAJESTY THE KING OF THE UNITED KINGDOM OF GREAT BRITAIN AND IRELAND AND OF THE BRITISH DOMINIONS BEYOND THE SEAS, EMPEROR OF INDIA:  The Right Honourable Sir Horace George Montagu Rumbold, Baronet, G.C.M.G., High Commissioner at Constantinople;
THE PRESIDENT OF THE FRENCH REPUBLIC: General Maurice Pelle, Ambassador of France, High Commissioner of the Republic in the East, Grand Officer of the National Order of the Legion of Honour;
HIS MAJESTY THE KING OF ITALY: The Honourable Marquis Camillo Garroni, Senator of the Kingdom, Ambassador of Italy, High Commissioner at Constantinople, Grand Cross of the Orders of Saints Maurice and Lazarus, and of the Crown of Italy; M. Giulio Cesare Montagna, Envoy Extraordinary and Minister Plenipotentiary at Athens, Commander of the Orders of Saints Maurice and Lazarus, Grand Officer of the Crown of Italy;
HIS MAJESTY THE EMPEROR OF JAPAN: Mr. Kentaro Otchiai, Jusammi, First Class of the Order of the Rising Sun, Ambassador Extraordinary and Plenipotentiary at Rome;
HIS MAJESTY THE KING OF THE HELLENES: M. Eleftherios K. Veniselos, formerly President of the Council of Ministers, Grand Cross of the Order of the Saviour; M. Demetrios Caclamanos, Minister Plenipotentiary at London, Commander of the Order of the Saviour;
HIS MAJESTY THE KING OF ROUMANIA: M. Constantine I. Diamandy, Minister Plenipotentiary; M. Constantine Contzesco, Minister Plenipotentiary;
HIS MAJESTY THE KING OF THE SERBS, THE CROATS AND THE SLOVENES:Dr. Miloutine Yovanovitch, Envoy Extraordinary and Minister Plenipotentiary at Berne;
THE GOVERNMENT OF THE GRAND NATIONAL ASSEMBLY OF TURKEY:Ismet Pasha, Minister for Foreign Affairs, Deputy for Adrianople; Dr. Riza Nour Bey, Minister for Health and for Public Assistance, Deputy for Sinope; Hassan Bey, formerly Minister, Deputy for Trebizond;
Who, having produced their full powers, found in good and due form, have agreed as follows:
PART I.
POLITICAL CLAUSES.
ARTICLE 1.
From the coming into force of the present Treaty, the state of peace will be definitely re-established between the British Empire, France, Italy, Japan, Greece, Roumania and the Serb-Croat-Slovene State of the one part, and Turkey of the other part, as well as between their respective nationals. Official relations will be resumed on both sides and, in the respective territories, diplomatic and consular representatives will receive, without prejudice to such agreements as may be concluded in the future, treatment in accordance with the general principles of international law.
SECTION I.I.
TERRITORIAL CLAUSES.
ARTICLE 2.
From the Black Sea to the Aegean the frontier of Turkey is laid down as follows: (I) With Bulgaria: From the mouth of the River Rezvaya, to the River Maritza, the point of junction of the three frontiers of Turkey, Bulgaria and Greece:
the southern frontier of Bulgaria as at present demarcated;
(2) With Greece:
Thence to the confluence of the Arda and the Marilza: the course of the Maritza; then upstream along the Arda, up to a point on that river to be determined on the spot in the immediate neighbourhood of the village of Tchorek-Keuy: the course of the Arda; thence in a south-easterly direction up to a point on the Maritza, 1 kilom. below Bosna-Keuy: a roughly straight line leaving in Turkish territory the village of Bosna-Keuy. The village of Tchorek-Keuy shall be assigned to Greece or to Turkey according as the majority of the population shall be found to be Greek or Turkish by the Commission for which provision is made in Article 5, the population which has migrated into this village after the 11th October, 1922, not being taken into account; thence to the Aegean Sea: the course of the Maritza.
ARTICLE 3.
From the Mediterranean to the frontier of Persia, the frontier of Turkey is laid down as follows:
(I ) With Syria: The frontier described in Article 8 of the Franco-Turkish Agreement of the 20th October, 1921
(2) With Iraq: The frontier between Turkey and Iraq shall be laid down in friendly arrangement to be concluded between Turkey and Great Britain within nine months.
In the event of no agreement being reached between the two Governments within the time mentioned, the dispute shall be referred to the Council of the League of Nations.
The Turkish and British Governments reciprocally undertake that, pending the decision to be reached on the subject of the frontier, no military or other movement shall take place which might modify in any way the present state of the territories of which the final fate will depend upon that decision.
ARTICLE 4.
The frontiers described by the present Treaty are traced on the one-in-a-million maps attached to the present Treaty. In case of divergence between the text and the map, the text will prevail. [See Introduction.]
ARTICLE 5.
A Boundary Commission will be appointed to trace on the ground the frontier defined in Article 2 (2). This Commission will be composed of representatives of Greece and of Turkey, each Power appointing one representative, and a president chosen by them from the nationals of a third Power.
They shall endeavour in all cases to follow as nearly as possible the descriptions given in the present Treaty, taking into account as far as possible administrative boundaries and local economic interests. The decision of the Commission will be taken by a majority and shall be binding on the parties concerned.
The expenses of the Commission shall be borne in equal shares by the parties concerned.
ARTICLE 6.
In so far as concerns frontiers defined by a waterway as distinct from its banks, the phrases "course" or "channel" used in the descriptions of the present Treaty signify, as regards non-navigable rivers, the median line of the waterway or of its principal branch, and, as regards navigable rivers, the median line of the principal channel of navigation. It will rest with the Boundary Commission to specify whether the frontier line shall follow any changes of the course or channel which may take place, or whether it shall be definitely fixed by the position of the course or channel at the time when the present Treaty comes into force.
In the absence of provisions to the contrary, in the present Treaty, islands and islets Iying within three miles of the coast are included within the frontier of the coastal State.
ARTICLE 7.
The- various States concerned undertake to furnish to the Boundary Commission all documents necessary for its task, especially authentic copies of agreements fixing existing or old frontiers, all large scale maps in existence, geodetic data, surveys completed but unpublished, and information concerning the changes of frontier watercourses. The maps, geodetic data, and surveys, even if unpublished, which are in the possession of the Turkish authorities, must be delivered at Constantinople with the least possible delay from the coming into force of the present Treaty to the President of the Commission.
The States concerned also undertake to instruct the local authorities to communicate to the Commission all documents, especially plans, cadastral and land books, and to furnish on demand all details regarding property, existing economic conditions and other necessary information.
ARTICLE 8
The various States interested undertake to give every assistance to the Boundary Commission, whether directly or through local authorities, in everything that concerns transport, accommodation, labour, materials (sign posts, boundary pillars) necessary for the accomplishment of its mission.
In particular, the Turkish Government undertakes to furnish, if required, the technical personnel necessary to assist the Boundary Commission in the accomplishment of its duties.
ARTICLE 9.
The various States interested undertake to safeguard the trigonometrical points, signals, posts or frontier marks erected by the Commission.
ARTICLE 10.
The pillars will be placed so as to be intervisible. They will be numbered, and their position and their number will be noted on a cartographic document.
ARTICLE 11.
The protocols defining the boundary and the maps and documents attached thereto will be made out in triplicate, of which two copies will be forwarded to the Governments of the limitrophe States, and the third to the Government of the French Republic, which will deliver authentic copies to the Powers who sign the present Treaty.
ARTICLE 12.
The decision taken on the 13th February, 1914, by the Conference of London, in virtue of Articles 5 of the Treaty of London of the 17th-30th May, 1913, and 15 of the Treaty of Athens of the 1st-14th November, 1913, which decision was communicated to the Greek Government on the 13th February, 1914, regarding the sovereignty of Greece over the islands of the Eastern Mediterranean, other than the islands of Imbros, Tenedos and Rabbit Islands, particularly the islands of Lemnos, Samothrace, Mytilene, Chios, Samos and Nikaria, is confirmed, subject to the provisions of the present Treaty respecting the islands placed under the sovereignty of Italy which form the subject of Article 15.
Except where a provision to the contrary is contained in the present Treaty, the islands situated at less than three miles from the Asiatic coast remain under Turkish sovereignty.
ARTICLE 13.
With a view to ensuring the maintenance of peace, the Greek Government undertakes to observe the following restrictions in the islands of Mytilene, Chios, Samos and Nikaria:
(1) No naval base and no fortification will be established in the said islands.
(2) Greek military aircraft will be forbidden to fly over the territory of the Anatolian coast. Reciprocally, the Turkish Government will forbid their military aircraft to fly over the said islands.
(3) The Greek military forces in the said islands will be limited to the normal contingent called up for military service, which can be trained on the spot, as well as to a force of gendarmerie and police in proportion to the force of gendarmerie and police existing in the whole of the Greek territory.
ARTICLE 14.
The islands of Imbros and Tenedos, remaining under Turkish sovereignty, shall enjoy a special administrative organisation composed of local elements and furnishing every guarantee for the native non-Moslem population in so far as concerns local administration and the protection of persons and property. The maintenance of order will be assured therein by a police force recruited from amongst the local population by the local administration above provided for and placed under its orders.
The agreements which have been, or may be, concluded between Greece and Turkey relating to the exchange of the Greek and Turkish populations will not be applied to the inhabitants of the islands of Imbros and Tenedos.
ARTICLE 15.
Turkey renounces in favour of Italy all rights and title over the following islands: Stampalia (Astrapalia), Rhodes (Rhodos), Calki (Kharki), Scarpanto, Casos (Casso), Piscopis (Tilos), Misiros (Nisyros), Calimnos (Kalymnos), Leros, Patmos, Lipsos (Lipso), Simi (Symi), and Cos (Kos), which are now occupied by Italy, and the islets dependent thereon, and also over the island of Castellorizzo.
ARTICLE 16.
Turkey hereby renounces all rights and title whatsoever over or respecting the territories situated outside the frontiers laid down in the present Treaty and the islands other than those over which her sovereignty is recognised by the said Treaty, the future of these territories and islands being settled or to be settled by the parties concerned.
The provisions of the present Article do not prejudice any special arrangements arising from neighbourly relations which have been or may be concluded between Turkey and any limitrophe countries.
ARTICLE 17.
The renunciation by Turkey of all rights and titles over Egypt and over the Soudan will take effect as from the 5th November, 1914.
ARTICLE 18.
Turkey is released from all undertakings and obligations in regard to the Ottoman loans guaranteed on the Egyptian tribute, that is to say, the loans of 1855, 1891 and 1894. The annual payments made by Egypt for the service of these loans now forming part of the service of the Egyptian Public Debt, Egypt is freed from all other obligations relating to the Ottoman Public Debt.
ARTICLE 19.
Any questions arising from the recognition of the State of Egypt shall be settled by agreements to be negotiated subsequently in a manner to be determined later between the Powers concerned. The provisions of the present Treaty relating to territories detached from Turkey under the said Treaty will not apply to Egypt.
ARTICLE 20.
Turkey hereby recognises the annexation of Cyprus proclaimed by the British Government on the 5th November, 1914.
ARTICLE 21 .
Turkish nationals ordinarily resident in Cyprus on the 5th November, 1914, will acquire British nationality subject to the conditions laid down in the local law, and will thereupon lose their Turkish nationality. They will, however, have the right to opt for Turkish nationality within two years from the coming into force of the present Treaty, provided that they leave Cyprus within twelve months after having so opted.
Turkish nationals ordinarily resident in Cyprus on the coming into force of the present Treaty who, at that date, have acquired or are in process of acquiring British nationality in consequence of a request made in accordance with the local law, will also thereupon lose their Turkish nationality.
It is understood that the Government of Cyprus will be entitled to refuse British nationality to inhabitants of the island who, being Turkish nationals, had formerly acquired another nationality without the consent of the Turkish Government.
ARTICLE 22.
Without prejudice to the general stipulations of Article 27, Turkey hereby recognises the definite abolition of all rights and privileges whatsoever which she enjoyed in Libya under the Treaty of Lausanne of the 18th October, 1912, and the instruments connected therewith.
2. SPECIAL PROVISIONS.
ARTICLE 23.
The High Contracting Parties are agreed to recognise and declare the principle of freedom of transit and of navigation, by sea and by air, in time of peace as in time of war, in the strait of the Dardanelles, the Sea of Marmora and the Bosphorus, as prescribed in the separate Convention signed this day, regarding the regime of the Straits. This Convention will have the same force and effect in so far as the present High Contracting Parties are concerned as if it formed part of the present Treaty.
ARTICLE 24.
The separate Convention signed this day respecting the regime for the frontier described in Article 2 of the present Treaty will have equal force and effect in so far as the present High Contracting Parties are concerned as if it formed part of the present Treaty.
ARTICLE 25.
Turkey undertakes to recognise the full force of the Treaties of Peace and additional Conventions concluded by the other Contracting Powers with the Powers who fought on the side of Turkey, and to recognise whatever dispositions have been or may be made concerning the territories of the former German Empire, of Austria, of Hungary and of Bulgaria, and to recognise the new States within their frontiers as there laid down.
ARTICLE 26.
Turkey hereby recognises and accepts the frontiers of Germany, Austria, Bulgaria, Greece, Hungary, Poland, Roumania, the Serb-Croat-Slovene State and the Czechoslovak State, as these frontiers have been or may be determined by the Treaties referred to in Article 25 or by any supplementary conventions.
ARTICLE 27.
No power or jurisdiction in political, legislative or administrative matters shall be exercised outside Turkish territory by the Turkish Government or authorities, for any reason whatsoever, over the nationals of a territory placed under the sovereignty or protectorate of the other Powers signatory of the present Treaty, or over the nationals of a territory detached from Turkey.
It is understood that the spiritual attributions of the Moslem religious authorities are in no way infringed.
ARTICLE 28.
Each of the High Contracting Parties hereby accepts, in so far as it is concerned, the complete abolition of the Capitulations in Turkey in every respect.
ARTICLE 29.
Moroccans, who are French nationals ("ressortissants") and Tunisians shall enjoy in Turkey the same treatment in all respects as other French nationals ("ressortissants").
Natives ("ressortissants") of Libya shall enjoy in Turkey the same treatment in all respects as other Italian nationals ("ressortissants") .
The stipulations of the present Article in no way prejudge the nationality of persons of Tunisian, Libyan and Moroccan origin established in Turkey.
Reciprocally, in the territories the inhabitants of which benefit by the stipulations of the first and second paragraphs of this Article, Turkish nationals shall benefit by the same treatment as in France and in Italy respectively.
The treatment to which merchandise originating in or destined for the territories, the inhabitants of which benefit from the stipulations of the first paragraph of this Article, shall be subject in Turkey, and, reciprocally, the treatment to which merchandise originating in or destined for Turkey shall be subject in the said territories shall be settled by agreement between the French and Turkish Governments.
SECTION II .
NATIONALITY.
ARTICLE 30.
Turkish subjects habitually resident in territory which in accordance with the provisions of the present Treaty is detached from Turkey will become ipso facto, in the conditions laid down by the local law, nationals of the State to which such territory is transferred.
ARTICLE 31.
Persons over eighteen years of age, losing their Turkish nationality and obtaining ipso facto a new nationality under Article 30, shall be entitled within a period of two years from the coming into force of the present Treaty to opt for Turkish nationality.
ARTICLE 32.
Persons over eighteen years of age, habitually resident in territory detached from Turkey in accordance with the present Treaty, and differing in race from the majority of the population of such territory shall, within two years from the coming into force of the present Treaty, be entitled to opt for the nationality of one of the States in which the majority of the population is of the same race as the person exercising the right to opt, subject to the consent of that State.
ARTICLE 33.
Persons who have exercised the right to opt in accordance with the provisions of Articles 31 and 32 must, within the succeeding twelve months, transfer their place of residence to the State for which they have opted.
They will be entitled to retain their immovable property in the territory of the other State where they had their place of residence before exercising their right to opt.
They may carry with them their movable property of every description. No export or import duties may be imposed upon them in connection with the removal of such property.
ARTICLE 34.
Subject to any agreements which it may be necessary to conclude between the Governments exercising authority in the countries detached from Turkey and the Governments of the countries where the persons concerned are resident, Turkish nationals of over eighteen years of age who are natives of a territory detached from Turkey under the present Treaty, and who on its coming into force are habitually resident abroad, may opt for the nationality of the territory of which they are natives, if they belong by race to the majority of the population of that territory, and subject to the consent of the Government exercising authority therein. This right of option must be exercised within two years from the coming into force of the present Treaty.
ARTICLE 35.
The Contracting Powers undertake to put no hindrance in the way of the exercise of the right which the persons concerned have under the present Treaty, or under the Treaties of Peace concluded with Germany, Austria, Bulgaria or Hungary, or under any Treaty concluded by the said Powers, other than Turkey, or any of them, with Russia, or between themselves, to choose any other nationality which may be open to them.
ARTICLE 36.
For the purposes of the provisions of this Section, the status of a married woman will be governed by that of her husband, and the status of children under eighteen years of age by that of their parents.
SECTION III.
PROTECTION OF MINORITIES.
ARTICLE 37.
Turkey undertakes that the stipulations contained in Articles 38 to 44 shall be recognised as fundamental laws, and that no law, no regulation, nor official action shall conflict or interfere with these stipulations, nor shall any law, regulation, nor official action prevail over them.
ARTICLE 38.
The Turkish Government undertakes to assure full and complete protection of life and liberty to all inhabitants of Turkey without distinction of birth, nationality, language, race or religion.
All inhabitants of Turkey shall be entitled to free exercise, whether in public or private, of any creed, religion or belief, the observance of which shall not be incompatible with public order and good morals.
Non-Moslem minorities will enjoy full freedom of movement and of emigration, subject to the measures applied, on the whole or on part of the territory, to all Turkish nationals, and which may be taken by the Turkish Government for national defence, or for the maintenance of public order.
ARTICLE 39.
Turkish nationals belonging to non-Moslem minorities will enjoy the same civil and political rights as Moslems.
All the inhabitants of Turkey, without distinction of religion, shall be equal before the law. Differences of religion, creed or confession shall not prejudice any Turkish national in matters relating to the enjoyment of civil or political rights, as, for instance, admission to public employments, functions and honours, or the exercise of professions and industries.
No restrictions shall be imposed on the free use by any Turkish national of any language in private intercourse, in commerce, religion, in the press, or in publications of any kind or at public meetings. Notwithstanding the existence of the official language, adequate facilities shall be given to Turkish nationals of non-Turkish speech for the oral use of their own language before the Courts.
ARTICLE 40.
Turkish nationals belonging to non-Moslem minorities shall enjoy the same treatment and security in law and in fact as other Turkish nationals. In particular, they shall have an equal right to establish, manage and control at their own expense, any charitable, religious and social institutions, any schools and other establishments for instruction and education, with the right to use their own language and to exercise their own religion freely therein.
ARTICLE 41.
As regards public instruction, the Turkish Government will grant in those towns and districts, where a considerable proportion of non-Moslem nationals are resident, adequate facilities for ensuring that in the primary schools the instruction shall be given to the children of such Turkish nationals through the medium of their own language. This provision will not prevent the Turkish Government from making the teaching of the Turkish language obligatory in the said schools.
In towns and districts where there is a considerable proportion of Turkish nationals belonging to non-Moslem minorities, these minorities shall be assured an equitable share in the enjoyment and application of the sums which may be provided out of public funds under the State, municipal or other budgets for educational, religious, or charitable purposes.
The sums in question shall be paid to the qualified representatives of the establishments and institutions concerned.
ARTICLE 42.
The Turkish Government undertakes to take, as regards non-Moslem minorities, in so far as concerns their family law or personal status, measures permitting the settlement of these questions in accordance with the customs of those minorities.
These measures will be elaborated by special Commissions composed of representatives of the Turkish Government and of representatives of each of the minorities concerned in equal number. In case of divergence, the Turkish Government and the Council of the League of Nations will appoint in agreement an umpire chosen from amongst European lawyers.
The Turkish Government undertakes to grant full protection to the churches, synagogues, cemeteries, and other religious establishments of the above-mentioned minorities. All facilities and authorisation will be granted to the pious foundations, and to the religious and charitable institutions of the said minorities at present existing in Turkey, and the Turkish Government will not refuse, for the formation of new religious and charitable institu- tions, any of the necessary facilities which are guaranteed to other private institutions of that nature.
ARTICLE 43.
Turkish nationals belonging to non-Moslem minorities shall not be compelled to perform any act which constitutes a violation of their faith or religious observances, and shall not be placed under any disability by reason of their refusal to attend Courts of Law or to perform any legal business on their weekly day of rest.
This provision, however, shall not exempt such Turkish nationals from such obligations as shall be imposed upon all other Turkish nationals for the preservation of public order.
ARTICLE 44.
Turkey agrees that, in so far as the preceding Articles of this Section affect non-Moslem nationals of Turkey, these provisions constitute obligations of international concern and shall be placed under the guarantee of the League of Nations. They shall not be modified without the assent of the majority of the Council of the League of Nations. The British Empire, France, Italy and Japan hereby agree not to withhold their assent to any modification in these Articles which is in due form assented to by a majority of the Council of the League of Nations.
Turkey agrees that any Member of the Council of the League of Nations shall have the right to bring to the attention of the Council any infraction or danger of infraction of any of these obligations, and that the Council may thereupon take such action and give such directions as it may deem proper and effective in the circumstances.
Turkey further agrees that any difference of opinion as to questions of law or of fact arising out of these Articles between the Turkish Government and any one of the other Signatory Powers or any other Power, a member of the Council of the League of Nations, shall be held to be a dispute of an international character under Article 14 of the Covenant of the League of Nations. The Turkish Government hereby consents that any such dispute shall, if the other party thereto demands, be referred to the Permanent Court of International Justice. The decision of the Permanent Court shall be final and shall have the same force and effect as an award under Article 13 of the Covenant.
ARTICLE 45.
The rights conferred by the provisions of the present Section on the non-Moslem minorities of Turkey will be similarly conferred by Greece on the Moslem minority in her territory.


The remainder of the treaty, dealing mainly with property rights, compliance with international commercial agreements, and the like, is not included. One interesting provision held Greece liable for war reparations for the 1920-22 invasion of Turkey, but that the Ataturk government would not press for such reparations.