Με ένα από τα θέματα
που σχετίζονται άμεσα με τον Εμφύλιο Πόλεμο στη χώρα μας (1946-1949),
συγκεκριμένα με τα λεγόμενα παιδιά του εμφυλίου και το λεγόμενο
παιδομάζωμα θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο.
Μετακινήσεις πληθυσμών κατά τον Εμφύλιο
Μια παράμετρος του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου που επηρέασε άμεσα τα
παιδιά, ήταν οι μετακινήσεις μεγάλου μέρους του πληθυσμού από ορεινές ή
ημιορεινές περιοχές της χώρας όπου δρούσε ο Δ(ημοκρατικός) Σ(τρατός)
Ε(λλάδας) στα αστικά ή ημιαστικά κέντρα. Υπολογίζεται ότι αυτοί που
εγκατέλειψαν τις εστίες τους ακούσια ή εκούσια ήταν περίπου 700.000. Η
κυβερνητική πλευρά ισχυριζόταν ότι «επρόκειτο για σχέδιο του ΔΣΕ που
ήθελε να δημιουργήσει αστάθεια διά της εξαρθρώσεως της οικονομίας της
χώρας και της κάμψεως του πληθυσμού της υπαίθρου». Η Κυβέρνηση και ο
φιλικά προσκείμενος προς αυτή Τύπος, χρησιμοποιούσε για τους πληθυσμούς
αυτούς τους όρους ανταρτόπληκτοι ή συμμοριόπληκτοι. Αν και αυτό είχε μια
δόση αλήθειας, η Κυβέρνηση και η στρατιωτική ηγεσία της χώρας είχαν
ουσιαστικά αποφασίσει τη μετακίνηση των κατοίκων των φιλικά προσκείμενων
προς τους αντιπάλους περιοχές ,για να εμποδίσουν τη δυνατότητα
ενίσχυσής τους με έμψυχο υλικό αλλά και προμήθειες. Σύμφωνα με
αμερικανικές πηγές, ο ΔΣΕ είχε στις τάξεις του περίπου 50.000 άτομα.
Όμως η συγκέντρωση των ανταρτόπληκτων στις παρυφές αστικών κέντρων
και κωμοπόλεων, δημιουργούσε τεράστια προβλήματα σίτισης, στέγασης,
υγιεινής και περίθαλψης. Βρετανικές πηγές στις αρχές του 1949 έκαναν
λόγο για ‘’τραγωδία μεγάλων διαστάσεων’’ που θα οδηγούσε σε πολλούς
θανάτους και θα καθιστούσε αδύνατη την ανάκαμψη της Ελλάδας.
Εκείνη την εποχή γύρω στα 660.000 άτομα λάμβαναν καθημερινά 1.000
δραχμές (της εποχής) και 120 γραμμάρια ψωμιού, ενώ η ελάχιστη διατροφή
για ένα άτομο απαιτούσε 150.000 δραχμές τον μήνα.
Υπολογίζεται ότι στη χώρα μας το 12% των παιδιών έχασαν στον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο έναν ή και τους δύο γονείς τους. Οι ανήλικοι
υπολογίζονταν περίπου σε 2.750.000, οπότε γύρω στα 380.000 απ’ αυτούς
ήταν ορφανοί. Ο αριθμός είναι συγκλονιστικός. Σε όλη την Ευρώπη
υπολογίζεται ότι 13.000.000 παιδιά έμειναν ορφανά ενώ κάποιες αναφορές
κάνουν λόγο για 15.000.000 ορφανά παιδιά στην Κίνα.
Παιδομάζωμα και παιδοφύλαγμα
Η απουσία οργανωμένου δικτύου τροφοδοσίας και στρατολογίας συνέβαλαν
στην απόφαση του ΔΣΕ να μεταφερθούν οι ανήλικοι από τις περιοχές που
βρίσκονταν, στις περιοχές της δράσης του για να απαλλαγούν οι γυναίκες
από τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις και να ενταχθούν στις τάξεις του.
Καθώς δεν υπήρχε δυνατότητα τα παιδιά να μείνουν σε ασφαλείς τοποθεσίες
στην Ελλάδα, οδηγούνταν σε γειτονικές βαλκανικές χώρες και στη συνέχεια
σε άλλες λαϊκές Δημοκρατίες.
Βέβαια ο ΔΣΕ πρόβαλε το επιχείρημα ότι οι μαζικές μετακινήσεις των παιδιών γίνονταν για να γλιτώσουν από τα πυρά των αεροπλάνων και των πυροβόλων των κυβερνητικών δυνάμεων. Η πρακτική αυτή του ΔΣΕ έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «παιδομάζωμα» παραπέμποντας ευθέως στο παιδομάζωμα (devsirme) στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας ,κυρίως μέσα από τη συντηρητική μερίδα του Τύπου και τους φιλικά διακείμενους προς τις συντηρητικές κυβερνήσεις συγγραφείς.
Βέβαια ο ΔΣΕ πρόβαλε το επιχείρημα ότι οι μαζικές μετακινήσεις των παιδιών γίνονταν για να γλιτώσουν από τα πυρά των αεροπλάνων και των πυροβόλων των κυβερνητικών δυνάμεων. Η πρακτική αυτή του ΔΣΕ έμεινε γνωστή στην ιστορία ως «παιδομάζωμα» παραπέμποντας ευθέως στο παιδομάζωμα (devsirme) στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας ,κυρίως μέσα από τη συντηρητική μερίδα του Τύπου και τους φιλικά διακείμενους προς τις συντηρητικές κυβερνήσεις συγγραφείς.
Όπως γράφει ο Νίκος Μαραντζίδης, στις 7 Μαρτίου 1948 η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση ανακοίνωσε την απόφασή της για αποστολή παιδιών σε ανατολικές χώρες.
Υπολογίζεται ότι 25.000-28.000 παιδιά μεταφέρθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο σε χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Κάποια παιδιά, ο αριθμός των οποίων είναι άγνωστος πέθαναν ή χάθηκαν στον δρόμο καθώς δεν άντεξαν την πείνα, το κρύο και τις ατέλειωτες πορείες. Η επιχείρηση του ΔΣΕ όμως προκάλεσε την άμεση αντίδραση της Κυβέρνησης. Με πρωτοβουλία της βασίλισσας Φρειδερίκης ιδρύθηκαν σε διάφορα μέρη της Ελλάδας παιδοπόλεις όπου έβρισκαν καταφύγιο αναξιοπαθούντα, ορφανά ή εγκατελειμμένα παιδιά. Υπολογίζεται ότι στις παιδοπόλεις φιλοξενούνταν 15.000-18.000 ανήλικα παιδιά.Τα χρήματα για τη δημιουργία και τη λειτουργία των παιδοπόλεων προέρχονταν από τον λεγόμενο «έρανο της Βασίλισσας».
Σε αντιδιαστολή με το παιδομάζωμα, η πρακτική αυτή έμεινε γνωστή ω; παιδοφύλαγμα και θα μας απασχολήσει εκτενώς σε μελλοντικό μας άρθρο. Εντυπωσιακό είναι ότι η πρώτη επιστημονική εργασία για το θέμα αυτό γράφτηκε μόλις το 1992 από τον Lars Baerentzen στο βιβλίο ‘’Μελέτες για τον ελληνικό εμφύλιο 1945-1949’’ (Εκδόσεις Ολκός, επιμέλεια L. Baerentzen, Γ. Ιατρίδης, O. Smith) και είχε τίτλο ‘’Το παιδομάζωμα και οι παιδουπόλεις της βασίλισσας’’. Καλύπτει δε τις σελ. 137-164 του βιβλίου.
Οι πρώτες μετακινήσεις παιδιών στη Γιουγκοσλαβία
Από την εποχή της Συμφωνίας της Βάρκιζας αρκετοί άνδρες του ΔΣΕ μαζί
με τις οικογένειές τους είχαν καταφύγει στη Γιουγκοσλαβία για να
αποφύγουν τις διώξεις. Οι περισσότεροι είχαν εγκατασταθεί στο προσφυγικό
στρατόπεδο του Μπούλκες στη Βοϊβοντίνα, το οποίο στη διάρκεια του
Εμφυλίου λειτουργούσε περίπου ως αυτόνομο κράτος του Κ.Κ.Ε. Ανάμεσά τους
υπήρχαν και δεκάδες παιδιά. Σύμφωνα με γιουγκοσλαβικές πηγές άλλες
3.000 παιδιά περίπου ζούσαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας στις
αρχές του 1946. Επρόκειτο για ένα τμήμα της λεγόμενης σλαβομακεδονικής
μειονότητας που κατέφυγε στη ΛΔΜ λόγω αποσχιστικής δράσης ή των
διακρίσεων που ισχυρίζονταν ότι γίνονταν εναντίον τους. Συνολικά ως το
τέλος του Εμφυλίου υπολογίζεται ότι 22.000-25.000 «σλαβομακεδόνες»
εγκαταστάθηκαν στη Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας της Γιουγκοσλαβίας.
Το μακρύ ταξίδι των παιδιών για τις ανατολικές χώρες
Η απόφαση για μεταφορά των παιδιών σε ανατολικές χώρες, ανακοινώθηκε
από το ΚΚΕ τον Μάρτιο του 1948, αν και είχε ληφθεί από τον Ιανουάριο του
έτους αυτού. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν, ήταν η άθλια
διαβίωση των ανηλίκων στην Ελλάδα, οι πολεμικές επιχειρήσεις στις
περιοχές δράσης των ανταρτών και η συγκέντρωση παιδιών «για τα
στρατόπεδα της Φρειδερίκης», όπως χαρακτηριζόταν οι παιδοπόλεις που
είχαν αρχίσει να λειτουργούν από το 1947. Ο Εθνικός Στρατός,
παρουσιαζόταν να αρπάζει με τη βία «τα μικρά παιδιά απ’ τις αγκαλιές των
μητέρων τους», οι «μπουραντάδες» απειλούσαν με επί τόπου εκτέλεση αν
δεν δώσουν τα παιδιά τους», ορισμένα από τα οποία μάλιστα επρόκειτο «να
μεταφερθούν στην Αδριανούπολη της Τουρκίας», σύμφωνα με άρθρα της
εφημερίδας του ΔΣΕ «Εξόρμηση». Ποιοι ήταν οι «μπουραντάδες»; Επρόκειτο
για τους άνδρες του Μηχανοκίνητου Τμήματος της Αστυνομίας Πόλεων, που
πρωταγωνίστησαν σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής σε διωγμούς, συλλήψεις,
φυλακίσεις και εκτελέσεις αντιστασιακών. Αποκορύφωμα της δωσιλογικής
τους δράσης, ήταν η «συμμετοχή» τους στο Μπλόκο της Κοκκινιάς το 1944.
Το όνομά τους, οφείλεται στον Διοικητή του Τμήματος, Νικόλαο Μπουραντά
(1900-1981).
Όταν ξεκίνησε η αποστολή των παιδιών στη Γιουγκοσλαβία, ο Μάρκος
Βαφειάδης, έδωσε μια σειρά από οδηγίες για το πώς θα έπρεπε να γίνει
αυτό. Ανάλογες ήταν και οι οδηγίες που δόθηκαν για συνοδεία και
εγκατάσταση των παιδιών σε άλλες χώρες: Αλβανία, Ρουμανία, Ουγγαρία,
Πολωνία, Βουλγαρία, Τσεχοσλοβακία.
Τη φροντίδα των παιδιών, ανέλαβαν στελέχη του Κ.Κ.Ε. και των «αδελφών
κομμάτων», καθώς και των νεολαιών τους στις ανατολικές χώρες. Επίσης
ανέμεναν και βοήθεια των τοπικών Ερυθρών Σταυρών. Τον Μάιο του 1948, το
Κ.Κ.Ε ίδρυσε ειδική οργάνωση, την «Επιτροπή Βοήθεια στο Παιδί» (ΕΒΟΠ),
για το συντονισμό της επιχείρησης και τη μέριμνα της εκπαίδευσης των
παιδιών. Επικεφαλής της τέθηκε ο Πέτρος Κόκκαλης, καθηγητής Ιατρικής του
Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλη ο Γεώργιος Αθανασιάδης, πρώην διευθυντής
της Ξενακείου Σχολής στο Κάιρο και η γνωστή παιδαγωγός και συγγραφέας
Έλλη Αλεξίου.
Τα παιδιά που μετακινήθηκαν από τον ΔΣΕ, ήταν μεταξύ 3 και 14 ετών.
Σε πολλές περιπτώσεις, τα όρια αυτά δεν τηρήθηκαν. Ορισμένα από τα
μεγαλύτερα παιδιά, έλαβαν στρατιωτική εκπαίδευση στις χώρες όπου
εγκαταστάθηκαν, με σκοπό να επιστρέψουν στην Ελλάδα για να ενταχθούν
στις τάξεις του ΔΣΕ και να πολεμήσουν. Η Κυβέρνηση κατήγγειλε απαγωγές
παιδιών, κάτι που ως ένα σημείο φαίνεται ότι ισχύει.
Αλλά και ο δρόμος για τις ανατολικές χώρες, δεν ήταν στρωμένος με
ροδοπέταλα. Η έξοδος απ’ την Ελλάδα, γινόταν με τα πόδια και σπανιότερα
με υποζύγια. Πολλές φορές, οι γυναίκες που συνόδευαν τα παιδιά,
αναγκάζονταν να μεταφέρουν οι ίδιες τα μικρότερα παιδιά που δεν
μπορούσαν να περπατήσουν. Οι πορείες γίνονταν, συνήθως τη νύχτα. Ο
ραδιοσταθμός του ΔΣΕ «Ελεύθερη Ελλάδα», κατήγγειλε επιθέσεις αεροπλάνων
και κυβερνητικών στρατιωτών, εναντίον των παιδιών και των συνοδών τους.
Και αυτή η καταγγελία, δεν αποκλείεται να ευσταθεί, σε κάποιες
περιπτώσεις.
Η εικόνα των γυναικών και των παιδιών που έφταναν στις γειτονικές μας χώρες, ήταν αποκαρδιωτική.
Γράφει σχετικά ο Milan Ristovic:
«… ήταν ένα αξιοθρήνητο θέαμα. Οι γυναίκες γεμάτες μελανιές, τα
χέρια, ο λαιμός και οι ώμοι ήταν πρησμένοι, επειδή κουβαλούσαν τα παιδιά
σ’ όλο τον δρόμο. Τα παιδιά, κλαμένα και τρομοκρατημένα, ήταν βρόμικα
και γεμάτα ψείρες και τα ρούχα τους είχαν γίνει κουρέλια».
Οι χώρες υποδοχής, δεν μπορούσαν πάντα να περιθάλψουν τα αγόρια και
τα κορίτσια που έφταναν ιδιαίτερα ταλαιπωρημένα σ’ αυτές. Έτσι, η
Αλβανία δήλωσε ότι δεν μπορούσε να φιλοξενήσει περισσότερα από 200
Ελληνόπουλα, καθώς δεν μπορούσε να συντηρήσει ούτε και τον δικό της
πληθυσμό και προώθησε πολλά παιδιά στο Βελιγράδι.
Φυσικά, η ζωή των παιδιών, δεν ήταν καθόλου εύκολη στις νέες τους
«πατρίδες». Ιδιαίτερα τα ψυχολογικά τους τραύματα ήταν πολύ δύσκολο ν’
αποκατασταθούν. Και καθώς φαινόταν ότι η ώρα επιστροφής στην Ελλάδα θα
αργούσε ή δεν θα ερχόταν ποτέ, άρχισε και η εκπαίδευση των μικρών
Ελληνόπουλων. Βασικός σκοπός της ήταν η καλλιέργεια «σοσιαλιστικής
συνείδησης». Η εξύμνηση των ανταρτών, του ηγέτη του κόμματος, η
θεοποίηση Λένιν-Στάλιν, η καταδίκη των Γερμανών και των «Αγγλοαμερικανών
κατακτητών», περιλαμβάνονταν στο πρόγραμμα της εκπαίδευσης. Η ελληνική
κυβέρνηση, παρακολουθούσε μέσω των πρεσβειών στις ανατολικές χώρες τις
συνθήκες διαβίωσης των Ελληνόπουλων σε αυτές.
Η ρήξη Στάλιν-Τίτο το 1948 και η μερική αποκατάσταση των σχέσεων
Μόσχας-Βελιγραδίου αργότερα, είχαν σαν αποτέλεσμα τις εσωτερικές
μετακινήσεις των Ελληνόπουλων στις ανατολικές χώρες. Πόσα ήταν όμως
τελικά αυτά τα παιδιά; Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Ερυθρού
Σταυρού, τα οποία ίσως δεν είναι απόλυτα ακριβή, το 1950 εκτός Ελλάδας
βρίσκονταν 28.296 παιδιά. Στην εισήγησή του στην Τρίτη Συνδιάσκεψη του
Κ.Κ.Ε., τον Οκτώβριο του 1950, το στέλεχος του κόμματος Βασίλης
Μπαρτζιώτας, ανέφερε ότι 17.529 βρίσκονταν στις ανατολικές χώρες.
Γιουγκοσλαβικές πηγές, κάνουν λόγο για 11.000 παιδιά που εγκαταστάθηκαν
στη χώρα, 2.000 απ’ αυτά σε παιδικούς σταθμούς και τα υπόλοιπα στη Λαϊκή
Δημοκρατία της Μακεδονίας. 9.000 παιδιά δηλαδή, εγκαταστάθηκαν στα
Σκόπια, ενώ άλλα 8.500 προωθήθηκαν στη Ρουμανία, την Ουγγαρία και την
Τσεχοσλοβακία.
Ο ΕΕΣ, εκτιμούσε ότι από τα 28.000 παιδιά που έφυγαν από την Ελλάδα,
12.941 είχαν «απαχθεί» χωρίς τους γονείς τους, 720 με τους γονείς τους,
12.240 διέσχισαν τα σύνορα οικειοθελώς με τις οικογένειές τους και 2.100
γεννήθηκαν στο εξωτερικό.
Η αντίδραση της Αθήνας
Όπως ήταν φυσικό, η ελληνική Κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα. Με τον «έρανο
της Βασίλισσας» και τις παιδοπόλεις, κινήθηκε αστραπιαία και
ανταγωνιστικά προς τις ενέργειες του Κ.Κ.Ε. και του Δ.Σ.Ε. Δημιουργήθηκε
έτσι ένα δίπολο: το «παιδομάζωμα» και το «παιδοφύλαγμα». Παράλληλα, η
κυβερνητική πλευρά, κατήγγειλε ότι η μετακίνηση των παιδιών στο
εξωτερικό γινόταν με τη βία και χωρίς τη συγκατάθεση των γονιών τους,
ότι στόχος των ανταρτών ήταν να τρομοκρατήσουν τις ελληνικές οικογένειες
για να τους βοηθήσουν και σκόπευαν να εκπαιδεύσουν τα Ελληνόπουλα ως
Σλάβους και κομμουνιστές και να τα στείλουν αργότερα πίσω για να
πολεμήσουν εναντίον της πατρίδας τους και τέλος, ότι σκοπός του Κ.Κ.Ε.
ήταν η καταστροφή του ελληνικού έθνους, στερώντας του χιλιάδες νέα
παιδιά.
Δημιουργήθηκε Γραφείο Διαμαρτυρίας κατά του Παιδομαζώματος (!), με
πρωτοβουλία της Φρειδερίκης, που θα συγκέντρωνε στοιχεία και πηγές για
την επιχειρηματολογία της Αθήνας, ενώ πρότεινε μια σειρά από
προπαγανδιστικές ενέργειες στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Ανάμεσά τους, ήταν και συνθήματα που θα τυπώνονταν από τα μενού τω
κέντρων διασκέδασης μέχρι τα εισιτήρια των Μ.Μ.Μ. Στους κινηματογράφους,
προβάλλονταν διαφημιστικά μηνύματα. Χαρακτηριστικό, είναι το εξής:
«Ένα παιδάκι παίζει αμέριμνο σ’ ένα κήπο με τα παιχνίδια του. Αίφνης,
γυρνώντας το κεφάλι του προς τους θεατάς, λέγει: Ξεύρετε ότι τώρα που
εγώ παίζω με τα παιγνιδάκια μου, 28.000 αδέλφια μου είναι σκλαβωμένα
στην ξενιτιά»;
(ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία / Αρχείο Τέως Βασιλικών Ανακτόρων).
(ΓΑΚ, Κεντρική Υπηρεσία / Αρχείο Τέως Βασιλικών Ανακτόρων).
Και η Ελληνική Εκκλησία, δεν έμεινε αμέτοχη. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
και πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός (1941-1949), απεύθυνε διαμαρτυρία στον
Ο.Η.Ε. και το Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, χαρακτηρίζοντας την
επιχείρηση του ΔΣΕ «γενοκτονίουν αποβλέπουσαν εις την εξόντωσιν και την
εκρίζωσιν της Ελληνικής εθνότητος».
Ο διάδοχός του Σπυρίδων (1949-1956), όρισε την 29η Δεκεμβρίου 1949 ως
«Ημέρα Εθνικού Πένθους». Τη μέρα εκείνη, έκλεισαν συμβολικά για μισή
ώρα σε όλη την επικράτεια όλα τα καταστήματα, σταμάτησε η συγκοινωνία
και οι υπηρεσίες διέκοψαν την εργασία τους. Ακόμα και η Ελληνική
Καθολική Ιεραρχία διαμαρτυρήθηκε επίσημα τον Μάιο του 1948. Εκδηλώσεις
διαμαρτυρίας πραγματοποίησαν επίσης η Ακαδημία Αθηνών, το Πανεπιστήμιο
της Αθήνας, ο φιλολογικός σύλλογος «Παρνασσός» κ.ά.
Η διεθνοποίηση του «παιδομαζώματος»
Στην προσπάθεια διεθνοποίησης του ζητήματος, η Αθήνα κατήγγειλε την
«απαγωγή» Ελληνόπουλων από τους αντάρτες στην UNSCOB, που είχε ιδρυθεί
τον Οκτώβριο του 1947, μετά από αίτημα της Ελλάδας, και κατηγορούσε την
Αλβανία, τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, ότι υποστήριζαν τους
αντάρτες. Στην Επιτροπή αυτή, μετείχαν μάλιστα αντιπρόσωποι από την ΕΣΣΔ
και ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Η πρώτη έκθεση της Επιτροπής προς τον
Ο.Η.Ε., ήταν μάλλον μετριοπαθής. Γενικότερα, η Αθήνα δεν βρήκε ιδιαίτερα
ευήκοα ώτα στο εξωτερικό, στην προσπάθειά της για καταδίκη του
«παιδομαζώματος» και επιστροφή των Ελληνόπουλων στη χώρα μας.
Χαρακτηριστικά, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών George Marshall,
δεχόταν ότι «η πλειοψηφία των παιδιών είχε αποχωρήσει λίγο πολύ με τη
συγκατάθεση της σλαβικής μειονότητας ή των κομμουνιστών γονέων τους». Ο
Βρετανός πρέσβης στην Αθήνα sir Clifford Norton, σε έκθεση του στο
Foreign Office, ενημέρωνε ότι: «Η εξέταση των υφιστάμενων στοιχείων
υποδεικνύει ότι η απαγωγή δεν έχει (επαναλαμβάνω δεν έχει) καμία σχέση
με οτιδήποτε με την έκταση που δηλώνεται από την ελληνική κυβερνητική
προπαγάνδα…». Προειδοποιούσε όμως ότι «θα ήταν εξαιρετικά δυσάρεστο αν
το BBC και οι Βρετανοί απεσταλμένοι εξέθεταν την ελληνική κυβέρνηση και
χαρακτήριζαν επιπόλαιους τους αριθμούς που δίνει». Κάποιοι βέβαια, είχαν
άλλη άποψη. Στις 10 Μαρτίου 1948, ο επιτετραμμένος των Η.Π.Α. στην
πρεσβεία τους στην Αθήνα Karl Rankin , σε έκθεσή του προς το State
Department, έγραφε: «…η πρεσβεία πιστεύει ότι η απαγωγή Ελληνοπαίδων από
τον Μάρκο… είναι ένα μεγάλο ψυχολογικό σφάλμα το οποίο θα πρέπει να
εκμεταλλευτούμε με την ευρύτερη δυνατή δημοσιότητα στις Η.Π.Α. και το
εξωτερικό».
Φυσικά υπήρχαν πολλές διαμαρτυρίες και ψηφίσματα εναντίον του
«παιδομαζώματος». Η Λίνα Τσαλδάρη παρουσίασε τη θέση της Αθήνας στο
συνέδριο της Διεθνούς Ένωσης Παιδικής Προστασίας (International Union
for Child Protection), που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 1948 στη
Στοκχόλμη.
Τον Οκτώβριο του 1948 επίσης, 104 ελληνικές γυναικείες οργανώσεις,
απηύθυναν έκκληση προς την Ελεονόρα Ρούζβελτ, τότε πρόεδρο της Επιτροπής
των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, με την οποία ζητούσαν τη στήριξή
της για τον επαναπατρισμό των παιδιών.
Το ψήφισμα 193 (III) της Γενικής Συνέλευσης του Ο.Η.Ε. στις 11
Νοεμβρίου 1948, που υιοθετήθηκε ομόφωνα, ακόμα κι από την ΕΣΣΔ και τους
συμμάχους της, ζητούσε την επιστροφή στην Ελλάδα «των Ελληνοπαίδων που
βρίσκονται τώρα μακριά από τα σπίτια τους», με την προϋπόθεση όμως ότι
θα το επιθυμούσαν οι γονείς τους ή οι πλησιέστεροι συγγενείς τους. Ο
όρος αυτός που προστέθηκε για να ικανοποιήσει τη Μόσχα, δυσαρέστησε την
Αθήνα. Γνωστότερη παρέμβαση στη διεθνή κοινή γνώμη, ήταν η ραδιοφωνική
έκκληση της Φρειδερίκης, το βράδυ της 28ης Δεκεμβρίου 1948, την
προηγούμενη της «Ημέρας Πένθους» που είχε κηρύξει η Εκκλησία της
Ελλάδας. Η βασίλισσα, ζητούσε από τον «πολιτισμένο κόσμο» να προσευχηθεί
για την τύχη των «28.000 απαχθέντων παιδιών» και να προσθέσει τη φωνή
του «για να επιστρέψουν στην αγκαλιά των μητέρων τους».
Ποια ήταν η αντίδραση της δυτικής κοινής γνώμης;
Οι εκκλήσεις της βασίλισσας και της ελληνικής κυβέρνησης βρήκαν
θετική ανταπόκριση σε ελληνορθόδοξες, και όχι μόνο, Εκκλησίες του
εξωτερικού. Για την «απαγωγή» των παιδιών, διαμαρτυρήθηκαν: ο
Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας, οι Πατριάρχες Αλεξανδρείας
Χριστόφορος, Αντιοχείας Αλέξανδρος, Ιεροσολύμων Τιμόθεος, Σερβίας
Γαβριήλ, ο πάπας Πίος ΙΒ’, ο αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος, ο
αρχιεπίσκοπος του Καντέρμπερι Γκόφρεϊ Φράνσις Φίσερ κ.ά. Η Εταιρεία
Αμερικανίδων Μητέρων (Society of American Mothers), ανακήρυξε τη
βασίλισσα Φρειδερίκη «Πρώτη Μητέρα» για το έτος 1950.
Όσο για τις εφημερίδες του εξωτερικού, η στάση τους ήταν συνδεδεμένη
με την πολιτική τους ταυτότητα και τη χώρα στην οποία εκδίδονταν.
Η αντίδραση του Κ.Κ.Ε. και της ευρωπαϊκής αριστεράς
Το Κ.Κ.Ε. στη χώρα μας, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά
τις κατηγορίες εναντίον του, καθώς βρισκόταν σε καθεστώς παρανομίας. Ο
Τύπος στην ΕΣΣΔ και τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, υποστήριζαν τις
θέσεις του Κ.Κ.Ε. Γυρίστηκαν ακόμα και ντοκιμαντέρ για να δείξουν τις
εξαιρετικές συνθήκες διαβίωσης των Ελληνόπουλων στις ανατολικές χώρες.
Γνωστότερο απ’ αυτά, ήταν η ταινία του Μάνου Ζαχαρία «Η Αλήθεια για τα
Παιδιά της Ελλάδας». Ανάλογη ταινία είχε γυριστεί και από τις
γιουγκοσλαβικές αρχές το 1948, λίγο πριν τη ρήξη Στάλιν-Τίτο. Σημαντική
βοήθεια, πρόσφεραν στο Κ.Κ.Ε. ο βρετανικός Σύνδεσμος για τη Δημοκρατία
στην Ελλάδα (League for Democracy in Greece) και η αριστερή
Νορβηγο-ελληνική Επιτροπή.
Ο επαναπατρισμός των Ελληνόπουλων
Η ελληνική Κυβέρνηση ζήτησε τον επαναπατρισμό των «απαχθέντων
Ελληνοπαίδων». Η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία και η Τσεχοσλαβακία,
απάντησαν αρνητικά. Η Αλβανία ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πλέον Ελληνόπουλα
στην επικράτειά της. Μοναδική εξαίρεση, ήταν η Γιουγκοσλαβία, που μετά
τη ρήξη των σχέσεων Στάλιν-Τίτο, επιδίωκε προσέγγιση με τη Δύση. Μέχρι
το 1952, 538 παιδιά επαναπατρίσθηκαν απ’ τη Γιουγκοσλαβία.
Με τη γειτονική χώρα, υπήρχε και το πρόβλημα των «σλαβομακεδόνων».
Μάλιστα, η βρετανική πρεσβεία στο Βελιγράδι, έγραφε στο Foreign Office:
«Η σλαβική μειονότητα στην Ελλάδα αποτελεί κάτι περισσότερο από απλή
επινόηση της γιουγκοσλαβικής προπαγάνδας. Ωστόσο… η ανακίνηση του
θέματος αυτή τη στιγμή είναι ασύμφορη όσο και επικίνδυνη».
Το ΚΚΕ από την πλευρά του, χαρακτήριζε την απόφαση του Βελιγραδίου να
δεχτεί τον επαναπατρισμό των Ελληνόπουλων, ως προϊόν «δοσοληψίας» με
την Αθήνα, που αποδείκνυε την «προδοσία» του Τίτο ο οποίος παρέδιδε τα
παιδιά στους «μοναρχοφασίστες».