Η αμυντική σύζευξη Ελλάδας-Κύπρου που επιδιώχθηκε με την εφαρμογή του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου (ΕΑΧ, 1995) δεν ήταν μια τυχαία επιλογή.
Γράφει ο Παύλος Χρήστου
Ενώ αρχικά εξαγγέλθηκε (Νοέμβριος 1993), αρκετά πρόχειρα και χωρίς
τον απαραίτητο συντονισμό, ως μια πολιτική φόρμουλα συνεργασίας και
μάλλον φαινόταν ότι θα παραμείνει μια «ομιχλώδης» πολιτική δέσμευση, τα
στρατιωτικά επιτελεία προχώρησαν (στηριζόμενα στην πολιτική εξαγγελία)
σε αλλαγές στην Επιχειρησιακή Σχεδίαση και σε εισηγήσεις για να
συμπεριληφθεί στην Πολιτική Εθνικής Άμυνας και την Εθνική Στρατιωτική
Στρατηγική, που τελικά υιοθετήθηκε από τις πολιτικές ηγεσίες στις αρχές
του 1995.
Το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου σχεδιάστηκε για την αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής.
Υιοθετήθηκε με στόχο την εφαρμογή μιας κοινής στρατηγικής άμυνας
Ελλάδας-Κύπρου που αφενός θα απέτρεπε και αφετέρου θα αντιμετώπιζε
επιθετικές ενέργειες, εναντίον του ενός ή και των δύο μερών.
Με την ολοκληρωμένη διακήρυξη του δόγματος (1995), υπογραμμίστηκε η
δέσμευση της Ελλάδας να θεωρεί ως αιτία πολέμου (casus belli)
οποιαδήποτε τουρκική απόπειρα προέλασης στην ελεύθερη Κύπρο.
Ο σχεδιασμός αποσκοπούσε στην αντιστάθμιση της μεγάλης
απόστασης που χωρίζει την Ελλάδα από την Κύπρο, σε σύγκριση με την
εγγύτητα του νησιού προς τις τουρκικές ακτές και κατά συνέπεια στον
στρατηγικό έλεγχο της περιοχής και στην προστασία της Κύπρου από τις
τουρκικές δυνάμεις.
Σε πολιτικό επίπεδο φαίνεται ότι υπήρχαν επιφυλάξεις για τη
λειτουργία του δόγματος, στο βαθμό όπου πιστεύεται ότι μπορεί να αυξάνει
την ανασφάλεια των Τουρκοκυπρίων και να ενισχύει τα επιχειρήματα περί
«περικύκλωσης» της Τουρκίας, δυσκολεύοντας με τον τρόπο αυτό την
πολιτική επίλυση του Κυπριακού. Παρ’ όλα αυτά, και με βάση τη συμφωνία
αμυντικής συνεργασίας, μια σειρά στρατιωτικών ενεργειών θωράκισαν την
Κυπριακή Δημοκρατία και έδωσαν υπόσταση στη γεωστρατηγική ενότητα του
Ελληνισμού.
Η πολιτική απόφαση των κυβερνήσεων Ελλάδας-Κύπρου να προχωρήσουν σε
ευρεία αμυντική συνεργασία, ενόχλησε την Τουρκία, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία,
και άλλες συμμαχικές χώρες. Η επιχειρηματολογία τους ήταν ότι από
ελληνικής πλευράς δόθηκε στρατιωτικός χαρακτήρας στην επίλυση του
Κυπριακού.
Η απόσταση ανάμεσα στη γενική πολιτική διατύπωση της Εθνικής
Στρατηγικής και στην κατά περίπτωση συγκεκριμένη εφαρμογή μεθοδολογικών
κανόνων και πλαισίου δράσης μπορεί να είναι τόσο μεγάλη, ώστε από τη
χρήση του ίδιου μεθοδολογικού κανόνα, όταν αυτός ερμηνεύεται διαφορετικά
σε ξεχωριστές περιπτώσεις, να προκύπτουν-παράγονται συνολικά
αποτελέσματα πολύ διαφορετικά ως προς το περιεχόμενό τους. Έτσι για τη
λειτουργία του Δόγματος του ΕΑΧ επιλέχθηκε να χρησιμοποιηθεί μια ενιαία
Στρατηγική Άμυνας για Ελλάδα και Κύπρο. Η στρατηγική αυτή υποστηρίχτηκε
και ενισχύθηκε από μια σειρά κυρίως στρατιωτικών ενεργειών που είχαν ως
αρχικό σκοπό την κοινή και διακλαδική δράση των στρατιωτικών δυνάμεων σε
επιλεγμένες περιοχές στρατηγικού ενδιαφέροντος και στην αποφυγή
στρατιωτικού αιφνιδιασμού.
Η ΕΝΙΑΙΑ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΜΥΝΑΣ
Υπάρχει ένα θεμελιώδες ερώτημα για την πολιτική επιλογή μεταξύ
στρατηγικής Άμυνας και απλής στρατηγικής(;) αποτροπής. Μπορεί ο
αμυνόμενος να αμυνθεί; Αν πραγματικά μπορεί να αμυνθεί επιλέγει τη
στρατηγική Άμυνας, εάν δεν μπορεί να αμυνθεί επιλέγει την απλή αποτροπή.
Δεν πρέπει να συγχέουμε τη στρατηγική Άμυνας με την τακτική
αναχαίτισης (αποτροπή του αντιπάλου από τακτικές ενέργειες, μείωση των
επιθετικών του αποτελεσμάτων, εκτροπή από τους αντικειμενικούς του
σκοπούς), ούτε την αποτροπή του αντιπάλου που έρχεται από την ικανότητα
του αμυνομένου να ασκεί στρατηγική Άμυνας με την χρονική καθυστέρηση του
αντιπάλου να επιτεθεί (που συνήθως εκλαμβάνεται ως αποτρεπτική ισχύς
του αμυνόμενου).
Δεν υπάρχει στρατηγική της αποτροπής. Πρόκειται για μια εκφυλιστική
ορολογία-θέση, την οποία οι αδύναμοι και άτολμοι εφαρμόζουν ως
«στρατηγική». Υπάρχει μόνο η Στρατηγική της Σύγκρουσης-Πολέμου που
διακρίνεται σε Επιθετική και Αμυντική. Ακόμα και η πραγματική ετοιμότητα
αποτροπής (ως αποτέλεσμα της πραγματικής Ισχύος του αμυνόμενου) δεν
είναι ικανή να προσφέρει τίποτα όταν ξεκινήσει ο πόλεμος και οι
προσδοκίες της αποτροπής διαλυθούν. Υπάρχει μόνο η ετοιμότητα πολέμου.
Η προοπτική επιτυχίας της πρόληψης του πολέμου συνίσταται στην Ισχύ
του αμυνόμενου που κατακερματίζει, αναιρεί και διαλύει κάθε επιθετική
διάθεση του αντιπάλου. Η Στρατηγική Άμυνας εναντίον ενός αντιπάλου που
διαθέτει υπερβάλλουσα επιθετικότητα, δημιουργεί κατάλληλες συνθήκες για
τη «βαθμιαία αποτροπή» του. Αυτή η αποτροπή παρά του ότι δεν
ταξινομείται ως πολεμική δραστηριότητα, είναι αποτέλεσμα μιας
Στρατηγικής Άμυνας, δεν είναι Στρατηγική.
Η επιτυχία της κοινής στρατηγικής Άμυνας Ελλάδας-Κύπρου (που
αναγγέλθηκε με το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου) οφείλεται αρχικά
στην ορθή εκτίμηση της κατάστασης και της αντιστοιχίας του σκοπού προς
τα μέσα. Η ακριβής ισορροπία μέσων-σκοπού δημιουργεί πλήρη οικονομία
δυνάμεων η οποία για να επιτευχθεί απαιτεί αξιόπιστη προσέγγιση της
πραγματικής-αληθούς κατάστασης. Οι στρατιωτικές δυνάμεις διαρθρώθηκαν
κατά τέτοιο τρόπο, ώστε όλα τα στοιχεία αλληλοϋποστηρίζονταν και
ενεργούσαν συνδυαστικά για να επιτευχθεί η ισχυρότερη συγκέντρωση μέσων
στο επιθυμητό σημείο, ενώ το ελάχιστο των απαραιτήτων μέσων διατίθετο σε
σημεία από τα οποία θα διευκολύνεται η επίτευξη της κύριας
συγκέντρωσης.
Η αμυντική στρατηγική ή στρατηγική άμυνας στόχευε στο να εμποδιστεί
εχθρική επίθεση σε χώρους εθνικής κυριαρχίας και στο να υπάρξει υψηλού
βαθμού επιθετική ικανότητα στα πλαίσια μιας οργανωμένης αντεπίθεσης. Η
ορθή λειτουργία της στρατηγικής άμυνας εξανάγκασε τον αντίπαλο να
παραιτηθεί από τις κατακτητικές του βλέψεις και από την επιδίωξη
αποφασιστικής λύσης με ή χωρίς προσφυγή σε υλική ενέργεια.
Αυτή η αμυντική στρατηγική ενέργεια σε επίπεδο ειρήνης, επέφερε
στρατηγική αποδιάρθρωση του αντιπάλου (γραμμή ήσσονος αντίστασης και
ήσσονος αναμονής, απώλεια της ελευθερίας ενέργειας και απόφασης) και
συγχρόνως εξασφάλισε σε Ελλάδα και Κύπρο τη δυνατότητα προσαρμογής, τη
διατήρηση πρωτοβουλίας και την επιλογή-εκλογή των αξόνων πιθανών
επιχειρήσεων για την επίτευξη εναλλασσόμενων αντικειμενικών σκοπών.
Η εθνική αμυντική στρατηγική η οποία δημιούργησε αποτροπή
χρησιμοποίησε αναλογίες άμυνας/επίθεσης, που διασφάλισαν την Κύπρο και
παρείχαν δυνατότητα αντιμετώπισης ενδιάμεσων απειλών.
Η επιτυχία της κοινής στρατηγικής Άμυνας Ελλάδας-Κύπρου δημιούργησε
την απαραίτητη αποτρεπτική φήμη, δηλαδή την ικανότητά μας να
πραγματοποιούμε αποτελεσματικά τις απειλές.
Το «management των αντιλήψεων» αποτελεί έναν παράγοντα κριτικής
σημασίας και απαιτεί μία περισσότερη ελκυστική, συγκεντρωτική και
επιστημονική προσέγγιση, καθώς και μία επιθετική εστιασμένη προσπάθεια,
ώστε να αναπτύσσεται μία ολοκληρωμένη διεθνής αντίληψη της φήμης ενός
κράτους.
Το «management της φήμης» αποτελεί έναν αναδυόμενο παράγοντα, στον
οποίο όλα τα κράτη συγκλίνουν και συνεπάγεται μία νέα «αναδιανομή ρόλων»
στην παραδοσιακή προσέγγιση της εθνικής ισχύος και όλοι προσπαθούν να
βελτιώσουν και να συντηρήσουν τη θετική «εικόνα» στο εσωτερικό και
εξωτερικό περιβάλλον.
Η φήμη μίας χώρας έχει απόλυτη σχέση με τη στρατηγική της ταυτότητα,
με τον πυρήνα των αξιών της, με τις ενέργειες και αποφάσεις της. Το
κεντρικό αξίωμα των διεθνών σχέσεων είναι η ανάπτυξη μηνυμάτων
σχεδιασμένων να μεταβιβάσουν την αξιοπιστία, τη γνησιότητα, τις
διακεκριμένες αξίες και την ταυτότητα-προσωπικότητα μίας χώρας. Η
επιτυχία μετριέται και από την «υποστηρικτική συμπεριφορά» που το
διεθνές περιβάλλον επιδεικνύει.
Οι «έκτακτες καταστάσεις» (κρίσεις, θερμά επεισόδια) παρέχουν
μοναδική ευκαιρία για να υπολογιστεί η αξιοπιστία-αξία της φήμης μίας
χώρας και εκεί κρίνεται εάν το ενεργητικό management της φήμης –υψηλού
κόστους δραστηριότητα– είναι πραγματικό και γνήσιο.
Από το 1995 το δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου έδωσε υλική
υπόσταση στην ελληνική στρατηγική, βοήθησε στην ορθολογικότερη οργάνωση
των ελληνικών και κυπριακών Ένοπλων Δυνάμεων, έδωσε νέα διάσταση στη
ναυτική και αεροπορική παρουσία της Ελλάδας στην Ανατολική Μεσόγειο και
συντέλεσε στον καλύτερο συντονισμό των στρατιωτικών προσπαθειών της
Ελλάδας και της Κύπρου.
Η περίοδος μεταξύ 1995 και 2000 υπήρξε η πιο παραγωγική και
ουσιαστική περίοδος του Δόγματος. Διεξάγονταν κοινές ασκήσεις ελληνικών
και κυπριακών ενόπλων δυνάμεων και υπήρχε σημαντική μόνιμη στρατιωτική
ελληνική παρουσία στο νησί. Επιπρόσθετα, δημιουργήθηκαν οι απαραίτητοι
μηχανισμοί Ελέγχου και Συντονισμού Επιχειρήσεων στην ευρύτερη περιοχή.
Ο Κώστας Σημίτης ξεκίνησε τον ενταφιασμό του δόγματος, όταν «πέταξε»
το αντιαεροπορικό σύστημα S-300 στο Τυμπάκι της Κρήτης, παρά τις
αντιδράσεις που υπήρξαν ακόμα και μέσα στην κυβέρνησή του και τις
αντιρρήσεις της κυπριακής πλευράς. Η διαδικασία ενταφιασμού απλώς
ολοκληρώθηκε το 2010 από την κυβέρνηση Παπανδρέου.
Παρά τη διμερή συμφωνία Ελλάδος-Κύπρου (2009) για ανταλλαγή
πληροφοριών Αεράμυνας στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου (που οφείλεται
κυρίως στο ότι κάποιοι Έλληνες αξιωματικοί στο ΓΕΕΘΑ «αγνόησαν» την
επίσημη πολιτική άποψη για την ακύρωση του δόγματος του ΕΑΧ και
«έσπρωξαν» την πολιτική ηγεσία του ΥΠΕΘΑ να την υπογράψει),το 2010
καθαρά πολιτικά αποφασίστηκε η κατάργηση του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου,
που ουσιαστικά διέλυσε την κοινή στρατηγική Άμυνας Ελλάδας-Κύπρου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυπριακή πλευρά δεν έχει λάβει μέχρι σήμερα
επίσημη θέση για την απόφαση αυτή των ελληνικών κυβερνήσεων. Επίσης
καμμιά ουσιαστική αναδιάρθρωση δεν έγινε ούτε σε επίπεδο σχεδιασμού
εκτέλεσης επιχειρήσεων ούτε σε επίπεδο Πολιτικής Εθνικής Άμυνας των δύο
χωρών. Η εγκατάλειψη της Ενιαίας Στρατηγικής Άμυνας Ελλάδας-Κύπρου σε
στρατηγικό επίπεδο μείωσε την γεωστρατηγική αξία των δύο χωρών,
κατακερματίζει την υπεραξία που προκύπτει από την κοινή και συντονισμένη
δράση των ελληνικών και κυπριακών δυνάμεων και σε πολιτικό επίπεδο
καταδεικνύει ατολμία που θα επιφέρει αρνητικά αποτελέσματα.
Η ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
Η εγκατάλειψη της Ενιαίας Στρατηγικής Άμυνας του ελληνισμού προήλθε
από τη γενικότερη πολιτική θέση, ότι η Τουρκία δεν αποτελεί πλέον
απειλή. Η απόφαση αυτή ήταν συνέχεια μιας πολιτικής προσπάθειας
–υποστηριζόμενης και από κύκλους του εξωτερικού– για την ανακατασκευή
της «απειλής». Έτσι η εκτίμηση της απειλής δεν κινείται στο πρωτογενές
επίπεδο του «εχθρού», αλλά στο δευτερογενές επίπεδο των ερμηνειών του
«εχθρού».
Είναι προφανές ότι υπάρχει αντίθεση μεταξύ πολιτικής και στρατιωτικής
τάξης για την απόφαση αυτή. Η πολιτική «ορθολογικοποίηση» του «εχθρού»
είναι αυθαίρετη.
Η ορθολογικοποίηση αυτή βέβαια έχει επιφέρει σημαντικές αλλαγές στην
εθνική στρατηγική. Η αντικατάσταση της Εθνικής Στρατηγικής Άμυνας με την
Αποτρεπτική Στρατηγική (;) είναι ολέθρια για τον ελληνισμό. Η έκπτωση
της Ελληνικής Εθνικής Στρατηγικής «αμπαλάρεται» με το περιτύλιγμα της
ευρωπαϊκής ειρηνευτικής διάθεσης.
Ο περιορισμός-υποχώρηση-αποκλεισμός (από εσωτερικές και εξωτερικές
πιέσεις) της Ελλάδας από την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου είναι
«αναγκαίος» για την ελεύθερη δράση των Μεγάλων Δυνάμεων
(ΗΠΑ-Ρωσία-ευρωπαϊκές δυνάμεις) στην ευρύτερη περιοχή (Αίγυπτος, Λιβύη,
Συρία, Β. Αφρική, Μέση Ανατολή).
Παρατηρείται μετά το 2003 μια σημαντική μεταλλαγή της γλώσσας της
Εθνικής μας Στρατηγικής και της θεωρίας της «απειλής» με την εισαγωγή
των όρων της «αποτρεπτικής στρατηγικής», της «αμοιβαίας μείωσης των
εξοπλισμών» και της «διατήρησης της ειρήνης».
Έτσι το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου αντικαθίσταται από τη
«Μόνιμη Διορθωμένη Συνεργασία Ελλάδας-Κύπρου» (που προαναγγέλθηκε από
τον Βενιζέλο τον Δεκέμβριο του 2009) μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής
πολιτικής (ιδίως μετά τη θέση σε ισχύ της Συνθήκης της Λισαβόνας), η
οποία όμως δεν έχει στρατηγικό αμυντικό περιεχόμενο.
Είναι σαφές πλέον γιατί η χώρα μας σε συνέχεια της νέας σύμβασης για
το Δίκαιο της θάλασσας (που προσδιορίζει την Αποκλειστική Οικονομική
Ζώνη), δεν ασκεί το νόμιμο δικαίωμά της για ανακήρυξη ΑΟΖ. Η μη
ανακήρυξη ΑΟΖ έχει ως αποτέλεσμα η περιοχή να θεωρείται ως ανοιχτή
θάλασσα. Δεν μας το επιτρέπουν οι «ισχυροί», όπως δεν μας επιτρέπουν την
επέκταση της Αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια. Στον ίδιο χρόνο
παρατηρείται επίσης και μία αλλαγή στη γλώσσα της πολιτικής και της
πολιτικής σκέψης στην Ελλάδα που ήταν και παραμένει προσχεδιασμένη για
την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και την λειτουργία του οργανωτικού
μοντέλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Άγκυρα διαχειριζόμενη τα εθνικά της θέματα με σχετικά σημαντική και
ποικίλη αυτονομία και επιζητώντας αναπροσδιορισμό της πολιτικής
οντότητας της χώρας στα περιθώρια υφισταμένων δομικών τροποποιήσεων,
έχει θέσει μακροπρόθεσμες και προκαθορισμένες βλέψεις οι οποίες δεν
είναι προϊόντα στιγμιαίων άμεσων επιλογών, αλλά έντεχνης αποτελεσματικής
εξωτερικής πολιτικής.
Αμετάβλητοι, σταθεροί στόχοι της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής
είναι η διχοτόμηση του Αιγαίου, που μπορεί να επιτευχθεί αρχικά με την
αμυντική διχοτόμηση του Αιγαίου (ικανοποίηση του τουρκικού αιτήματος
αμυντικής ευθύνης του μισού Αιγαίου στους κόλπους του ΝΑΤΟ), τη
συνεκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου, τη συγκυριαρχία του
εναέριου χώρου του Αιγαίου και αργότερα με την κατάληψη ελληνικού νησιού
ή νησιών που γειτονεύουν με την ηπειρωτική τουρκική ενδοχώρα και η
διχοτόμηση της Κύπρου. Το ζήτημα ουσίας της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής είναι η συρρίκνωση του ελληνισμού.
Η Τουρκία, προσπαθώντας να πραγματώσει υποθετικά δικαιώματά της σε
βάρος του αδιαίρετου ελληνικού χώρου, έπλασε τη θεωρία του ζωτικού χώρου
του Αιγαίου που είναι επιδεικτικός κατάληψης για το λαό της και
προσπαθεί να επιτύχει επέμβαση της Δύσης προς «αποφυγή σύγκρουσης δύο
συμμαχικών χωρών».
Οι χειρισμοί αυτοί σίγουρα δεν θα οδηγήσουν στο αναμενόμενο
αποτέλεσμα. Αντίθετα, η ημιεμπόλεμη κατάσταση μέσα από τους παράγοντες
ισχύος δυναμικής αναμέτρησης (ομοειδής εξάρτηση) των δύο χωρών,
δημιουργεί αναπαραγωγή κινητήριων δυνάμεων ανισομερούς ανάπτυξης των
ελληνοτουρκικών εξελίξεων, η οποία οξύνει τις δυσκολίες και υποκινεί τον
πόλεμο. Η μόνιμη νομική ρύθμιση όλων των ελληνοτουρκικών προβλημάτων
είναι μια conditio sine qua non μείωσης των πιθανοτήτων πολέμου μεταξύ
των δύο κρατών.
Μέχρις ότου επιτευχθεί η μείωση των πιθανοτήτων πολέμου, η ελληνική
πολιτική και στρατιωτική ηγεσία θα πρέπει να σκεφτεί τους τρόπους
διατύπωσης ενός νέου δόγματος Ενιαίας Στρατηγικής Άμυνας του ελληνισμού,
στα πρότυπα που είχε διατυπωθεί το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου.