Μόνο ένας Μητσοτάκης ξέρει να παραχωρεί έτσι γλυκά.
Επικίνδυνες εθνικά θέσεις εξέφρασε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κ.Μητσοτάκης αναφορικά με
τις διαφορές με την Τουρκία. Μιλώντας
στο «Βήμα», έκανε λόγο για προσφυγή στη Χάγη για την
υφαλοκρηπίδα και τις «θαλάσσιες ζώνες» εννοώντας την ΑΟΖ.
Επισημαίνει ότι αν δεν βρεθεί
τρόπος συνεννόησης με την Τουρκία, η
προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης αποτελεί την προτιμότερη επιλογή, με
αντικείμενο τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και
στην Ανατολική Μεσόγειο.
Όλα αυτά μετά τις χθεσινές 98
παραβιάσεις και τις μαζικές υπερπτήσεις πάνω από 7 νησιά της τουρκικής
Αεροπορίας.
Παράλληλα
δε είπε ότι σε περίπτωση ενός "θερμού' επεισοδίου, -ενός επεισοδίου που
τόσο ο ίδιος όσο και ο σύμβουλός του Εθνικής Ασφάλειας έχουν... αποκλείσει,
τότε χαμένοι θα είναι και οι δύο και η Ελλάδα και η Τουρκία.
Την μισή Ελλάδα την «παραχώρησε»
με οικονομικούς όρους ο πατέρας του, και
αυτός δίνει την υπόλοιπη μέσω Χάγης.
Μέχρι που να γίνει
πρωθυπουργός ο γιός του «καθάρματος» του ’65 (εκ του λαϊκού συνθήματος της
εποχής «Μητσοτάκη κάθαρμα), 2.861 «προσφυγάκια» έμπαιναν στην Ελλάδα σ’ ένα
τρίμηνο! Τώρα που έγινε πρωθυπουργός, τόσοι μπαίνουν σ’ ένα μόνο νησί – και
μάλιστα, μέσα στην καρδιά του χειμώνα!
Σύμφωνα, λοιπόν, με τα
στοιχεία που αφορούν την Λέσβο, το πρώτο 20ήμερο του Δεκεμβρίου έφτασαν στις
ακτές του νησιού 79 Βάρκες και 2861 «προσφυγάκια», ενώ οι «αιτούντες άσυλο»
20.835 αιτούντες άσυλο βρίσκονται σε όλο το νησί φτάνουν επισήμως τους 20.835!
Άλλοι τόσοι και παραπάνω
βρίσκονται συνολικά στα 5 νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, σύμφωνα με τα τελευταία
στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Ενημέρωσης και Επικοινωνίας.
Αυτό μόνο ένας Μητσοτάκης
μπορούσε να το «πετύχει»!
Εκοιμήθη ο γέροντας Εφραίμ της Αριζόνα
Σήμερα το πρωί, περίπου 6.30 ώρα Ελλάδος, εκοιμήθη στην Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου της Αριζόνα, ο ιερομόναχος γέροντας Εφραίμ.
Χθες δεν αισθανόταν καλά και δεν παρέστη στη Θεία Λειτουργία (όμως κοινώνησε των Αχράντων Μυστηρίων) και ούτε μπόρεσε να συναντήσει πιστούς μετά από αυτήν. Αργότερα, περί της 9.30 μ.μ. (ώρα Αριζόνας) εκοιμήθη.
Ο Γέροντας διακατεχόταν από το χάρισμα του λόγου. Αν και μιλούσε πολύ απλά τα λόγια του είναι μεστά βαθύτατων πνευματικών νοημάτων. Οι ομιλίες του ήταν για όλους ένα σπουδαίο σχολείο ορθοδόξου πνευματικότητος.
Πνευματικός γόνος του συγχρόνου Οσίου Πατρός Ιωσήφ του Ησυχαστού. Κοντά του ο Γέροντας Εφραίμ έλαβε σπουδαία πνευματική μόρφωση και άσκηση. Μετά την κοίμησή του, ο Γέροντας Εφραίμ δημιουργεί την δική του συνοδεία και σύντομα καλείται να αναλάβει την Ι. Μονή του Φιλοθέου στο Άγιον Όρος. Το κοινόβιο αυτό γνωρίζει σπουδαία πνευματική άνθιση σε ελάχιστα χρόνια και εξ αυτού επανδρώνονται άλλα τρία αγιορείτικα Κοινόβια και Σκήτες. Ο αριθμός των γυναικείων Μονών που ιδρύθηκαν ή επανδρώθηκαν υπό την πνευματική του καθοδήγηση είναι πολύ μεγαλύτερος. Αυτό όμως που τον έχει καταστήσει παγκοσμίως γνωστό είναι η μεγάλη πνευματική κίνηση που έχει δημιουργήσει στην Αμερική. Με κέντρο την Ι. Μονή Αγ. Αντωνίου στην Αριζόνα έχει δημιουργήσει περίπου είκοσι μοναστικές αδελφότητες με σπουδαίο ιεραποστολικό έργο.
Σύντομο βιογραφικό του γέροντα
Ο Γέροντας Εφραίμ γεννήθηκε στις 24 Ιουνίου 1928 στον Βόλο ως Ιωάννης Μωραΐτης. Τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στη φτώχεια, βοηθώντας τον πατέρα του στην εργασία του, αλλά πάντα ακολουθούσε το ευσεβές παράδειγμα της μητέρας του (η οποία έγινε αργότερα μοναχή με το όνομα Θεοφανώ).
Σε ηλικία 14 χρονών άρχισε να λαχταρά τον μοναχισμό, αλλά δεν πήρε ευλογία από τον πνευματικό να πάει στο Άγιο Όρος έως ότου έγινε 19 χρονών.
Με την άφιξη του στο Άγιο Όρος, στις 26 Σεπτεμβρίου 1947, πήγε κατευθείαν στον γέροντα Ιωσήφ (Ησυχαστή), στη σπηλιά του Τιμίου Προδρόμου, ο οποίος τον αποδέχτηκε στην αδελφότητα του, και έκανε την κουρά του 9 μήνες αργότερα το 1948 με το όνομα Εφραίμ.
Από υπακοή στο γέροντά του, ο μοναχός Εφραίμ χειροτονήθηκε διάκονος και στη συνέχεια ιερέας.
Η ζωή στην αδελφότητα του γέροντος Ιωσήφ ήταν πολύ αυστηρή και ασκητική.
Μετά την κοίμηση του γέροντος Ιωσήφ το 1959, συγκεντρώθηκαν αρκετοί μοναχοί γύρω από γέροντα Εφραίμ που τον είχαν ως πνευματικό πατέρα.
Το 1973 η αδελφότητά του μετακόμισε στην Ιερά Μονή Φιλοθέου όπου έγινε και ηγούμενός της. Λόγω της φήμης του γέροντος Εφραίμ, η μοναστική αδελφότητα μεγάλωσε γρήγορα.
Του ζητήθηκε από την επιστασία του Αγίου Όρου, να αναβιώσει και να επανδρώσει πολλά μοναστήρια στο Άγιο Όρος τα οποία έπασχαν από λειψανδρία, όπως του Ξηροποτάμου, Κωνσταμονίτου και Καρακάλλου. Αυτά τα μοναστήρια είναι κάτω από την πνευματική του καθοδήγηση μέχρι και σήμερα.
Επίσης υπάρχουν πολλά άλλα μοναστήρια στην Ελλάδα κάτω από την πνευματική καθοδήγηση του γέροντος Εφραίμ, όπως η Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στις Σέρρες, της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Πορταριά (Βόλος) και αυτό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, πρώην μετόχι της Φιλοθέου, στη νήσο της Θάσου.
Το 1979 έφθασε στον Καναδά για λόγους υγείας.
Ο π.Εφραίμ, μόλις έφθασε στον Καναδά και άρχισε τις εξετάσεις στους γιατρούς, συγχρόνως άρχισε να εξομολογεί, να νουθετεί και να διδάσκει τους απόδημους Έλληνες. Η ποιμαντική του δράση, κατόπιν προσκλήσεων, από τον Καναδά εξαπλώθηκε στις Η.Π.Α. Έκτοτε οι επισκέψεις συνεχίσθηκαν και η ποιμαντική προσφορά του όλο και αυξανόταν.
Τότε σιγά-σιγά άρχισε να καλλιεργείτε η σκέψη να ιδρυθεί μοναστήρι στην Αμερική, ώστε ο απόδημος ελληνισμός να έχει μια μόνιμη βάση πνευματικού ανεφοδιασμού.
Πράγματι άρχισαν ενέργειες και ιδρύθηκαν στην αρχή δύο μοναστήρια, το ένα στο Μόντρεαλ του Καναδά και το άλλο στο Πίτσμπουργκ των Η.Π.Α. Έγινε συνέχεια με την ίδρυση και άλλων μοναστηριών, με αποτέλεσμα σήμερα να υπάρχουν 19 μοναστήρια και να δημιουργούνται άλλα δύο αυτή τη στιγμή.
Συνέχισε να είναι πνευματικός πατέρας ιερών μονών στο Άγιο Όρος και 8 γυναικείων μοναστηριών σε όλη την Ελλάδα, αλλά καθώς δεν ήταν πρακτικό να είναι ηγούμενος της Ιεράς Μονής Φιλοθέου, καθώς έλειπε για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Βόρεια Αμερική, παραιτήθηκε το 1990.
Στην Αμερική έως σήμερα έχει ιδρύσει 19 μοναστήρια, 17 είναι στις Η.Π.Α. και τα 2 είναι στον Καναδά (ανδρικά και γυναικεία), τα οποία υπάγονται στην Ελληνορθόδοξη Αρχιεπισκοπή Αμερικής και Καναδά.
Τα μοναστήρια είναι τα εξής: δύο στη Φλόριντα, δύο στο Τέξας, δύο στο Σικάγο, δύο στη νότια Καρολίνα, ένα στη Νέα Υόρκη, ένα στην Ουάσιγκτον, ένα στην Πενσυλβανία, ένα στην Καλιφόρνια, ένα στο Ιλινόις, ένα στο Μίτσιγκαν, ένα στο Μόντρεαλ, και ένα στο Τορόντο, αφιερωμένα στο Χριστό, στην Παναγία και σε διαφόρους Αγίους.
Επίσης έχει κατασκευάσει ένα γηροκομείο.
Σήμερα ο γέροντας Εφραίμ μονάζει στο μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην έρημο της Αριζόνας, λίγη ώρα μακριά από την πρωτεύουσα της Αριζόνας το Phoenix και κοντά στην πόλη Florence.
Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου
Η ίδρυση και κατασκευή της Ιεράς Μονής Αγίου Αντωνίου ξεκίνησε το 1995. Η ιερά μονή είναι ανδρική και λειτουργεί με περίπου 35 μοναχούς από διάφορες εθνικότητες, με ηγούμενο τον αγιορετίτη ιερομόναχο π. Παϊσιο που προέρχεται από το Άγιο Όρος.
Το μοναστήρι έχει τώρα έκταση 2000 στρεμμάτων και το επισκέπτονται καθημερινά πολλοί προσκυνητές από όλο τον κόσμο.
Το μοναστήρι του Αγ. Αντωνίου είναι κοινόβιο με 5 εκκλησίες, του Αγ. Αντωνίου και Αγ. Νεκταρίου, του Αγ.Νικολάου, η οποία είναι πετρόκτιστη, του Αγ. Σεραφείμ, του Αγ. Δημητρίου, ρωσικού τύπου, και του Αγ. Γεωργίου. Κοντά στο μοναστήρι πάνω σε ένα λοφίσκο επίσης είναι κτισμένο το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία, όμοιο με τα εκκλησάκια της Σαντορίνης, με χρώματα του μπλε και του άσπρου.
Το μοναστήρι προσφέρει συσσίτια για φτωχούς και σε δημιούργησε ίδρυμα για φτωχές και εγκαταλειμμένες γυναίκες στην πόλη του Tuscon.
Οι μοναχοί από την Ελλάδα είναι ελάχιστοι, η πλειονότητα των μοναχών αποτελείται από γηγενείς ορθοδόξους της Αμερικής διαφόρων εθνοτήτων και από προσήλυτους. Η γλώσσα των ακολουθιών είναι η ελληνικής, καθώς όλοι οι μοναχοί μαθαίνουν την ελληνική γλώσσα και την βυζαντινή μουσική.
Οι μοναχοί ακολουθούν και εφαρμόζουν επακριβώς τις Βυζαντινές παρακαταθήκες, τις παραδόσεις, τις ιερές ακολουθίες, τις ολονυχτίες, τις προσευχές και τη ζωή με το ωράριο του Αγίου Όρους.
ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ ΚΑΙ ΗΡΩΪΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΗΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
Κι
αφού η κυβέρνηση και το ΚΚΕ γιόρτασαν πανηγυρικά την Οκτωβριανή
Επανάσταση (ξένο στοιχείο για την Ελλάδα), ας γιορτάσουμε κι εμείς, όσοι
θέλουμε, την ένδοξη ελληνική - ηρωϊκή αντίσταση, την επέτειο του
ηρωϊκού Συντάγματος χωροφυλακής Μακρυγιάννη, την αντίσταση των ηρώων, οι
οποίοι με τον αγώνα τους και τις θυσίες τους κράτησαν την πατρίδα μας
ελεύθερη !!!
Ο όρος Δεκεμβριανά αναφέρεται σε μία σειρά ένοπλων συγκρούσεων που έλαβαν χώρα στην Αθήνα το Δεκέμβριο 1944 - Ιανουάριο 1945, ανάμεσα στις δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και τις Βρετανικές και Κυβερνητικές δυνάμεις που ανήκαν σε ένα ευρύ πολιτικό φάσμα, από την σοσιαλδημοκρατία (όπως ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ηγέτης του Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος) έως την φιλομοναρχική δεξιά και τους πρώην συνεργάτες των κατακτητών.
Η έναρξή τους, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, σηματοδοτείται από τους πυροβολισμούς των Αστυνομικών δυνάμεων μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη ενάντια
στη διαδήλωση του ΕΑΜ, που είχε οργανωθεί ως απάντηση στο τελεσίγραφο
της κυβέρνησης εθνικής ενότητας (1-12-1944) για τον αφοπλισμό όλων των
αντάρτικων ομάδων, με αποτέλεσμα το θάνατο 33 διαδηλωτών και τον
τραυματισμό άλλων 148. Παράλληλα ο στρατηγός Σκόμπυ προέβη σε διάγγελμα, ενώ άμεσες προσπάθειες για πολιτική λύση απαγορεύτηκαν από τον Τσώρτσιλ.
Οι
μάχες κράτησαν 33 μέρες και τερματίστηκαν στις 5-6 Ιανουαρίου 1945.
Επισημαίνεται ότι τα Δεκεμβριανά, όπως καταγράφηκαν στη συλλογική μνήμη
οι μάχες του Δεκεμβρίου 1944, ήταν η μοναδική περίπτωση κατά την οποία
σημειώθηκαν πολεμικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης στην ελληνική πρωτεύουσα από δημιουργίας του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (1830).Ήταν επίσης, η μόνη περίπτωση στο Β΄Π.Π. κατά την οποία συγκρούσθηκαν μεταξύ τους συμμαχικές δυνάμεις (ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και βρετανοί).
Απελευθέρωση
Η
πανηγυρική ατμόσφαιρα της απελευθέρωσης δεν μπορούσε να αποκρύψει τα
μεγάλα προβλήματα που παρέμειναν στη χώρα. Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε
εγκατασταθεί στην Αθήνα ενώ τμήμα του ΕΛΑΣ την υποδέχτηκε με τιμητικό άγημα.
Παράλληλα ο ΕΛΑΣ κυριαρχούσε στο μεγαλύτερο μέρος της ηπειρωτικής
χώρας. Γερμανικές δυνάμεις παρέμεναν στην Κρήτη, στα Δωδεκάνησα και σε
διάφορα άλλα νησιά του Αιγαίου. Η κατάσταση ήταν χαώδης. Η Ελλάδα είχε
ερημωθεί, ο λαός πεινούσε, χρήματα δεν υπήρχαν, ενώ πολιτικά η χώρα ήταν
χωρισμένη σε αντίπαλα στρατόπεδα.
Το ξεκίνημα της κρίσης
Αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, η κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε το δύσκολο έργο της ανόρθωσης της χώρας. Στην Κυβέρνηση είχε δεχθεί να προσχωρήσει και η Αριστερά,
της οποίας έξι στελέχη (Σβώλος, Αγγελόπουλος, Ασκούτσης από την
Π.Ε.Ε.Α., Τσιριμώκος από το Ε.Α.Μ. και οι Πορφυρογένης, Ζέβγος από το
Κ.Κ.Ε.) ανέλαβαν υπουργεία. Τα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπισθούν
άμεσα ήταν το πολιτειακό ζήτημα, η παραπομπή σε δίκη και τιμωρία των δοσίλογων και
η συγκρότηση εθνικού στρατού και αστυνομίας, καταργουμένων των ένοπλων
τμημάτων των αντιστασιακών ομάδων. Ταυτόχρονα είχε τεθεί αφ' ενός μεν το
ζήτημα της τιμωρίας των συνεργατών του κατακτητή, αφ' ετέρου δε η
μεθόδευση του αφοπλισμού των ανταρτών. Η βάση πάνω στην οποία κινούνταν η
πολιτική του Παπανδρέου ήταν η συμφωνία της Καζέρτα,
η οποία υπέτασσε όλες τις ελληνικές δυνάμεις (εθνικό στρατό και
ανταρτικές ομάδες) υπό συμμαχική διοίκηση και συγκεκριμένα τον στρατηγό
Σκόμπυ. Για το πολιτειακό συμφωνήθηκε ότι θα λυνόταν με ελεύθερο
δημοψήφισμα αμέσως μόλις το επέτρεπαν οι συνθήκες, χωρίς να καθοριστεί
σαφώς ο χρόνος. Σε αυτό το πλαίσιο, ο εξόριστος μονάρχης είχε
πιεσθεί ώστε να δεσμευτεί να μην επιστρέψει στη χώρα πριν ο λαός
αποφασίσει ρητά για τη μορφή του πολιτεύματος που επιθυμούσε. Παρά τις
αντιρρήσεις του, ο Γεώργιος δέχτηκε τελικά με παρότρυνση και των
Βρετανών να παραχωρήσει την αντιβασιλεία στον Αρχιεπίσκοπο Δαμασκηνό.
Για το ζήτημα της δίκης των δοσίλογων και συνεργατών συμφωνήθηκε αυτή να
ξεκινήσει στα μέσα Δεκεμβρίου.
Οι πρώτες συγκρούσεις
Σε
αντίθεση με τις μαζικές αντεκδικήσεις σε Ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία
και η Ιταλία που έγιναν εις βάρος των συνεργαζόμενων με τις Κατοχικές
δυνάμεις ελάχιστες ώρες μετά την Απελευθέρωση τους όπου έγινε λουτρό αίματος με 9.000 και 12.000-20.000 νεκρούς αντίστοιχα, στην
Αθήνα αντίθετα δίδεται από τον ΕΛΑΣ Αθηνών εντολή να μη υπάρξουν βίαια
έκτροπα. Η ειρηνική διάθεση του ΕΛΑΣ επιβεβαιώνεται από κυβερνητικές και
από Βρετανικές πηγές που αναφέρουν ότι επικρατεί ησυχία. Στις 15 Οκτώβρη 1944 οργανώθηκε διαδήλωση από τις εθνικιστικές οργανώσεις
η οποία χτυπήθηκε στη περιοχή της Ομόνοιας από οπαδούς του ΕΑΜ οι
οποίοι λύντσαραν και προπηλάκισαν μέλη των εθνικιστικών οργανώσεων.
Η απάντηση δεν άργησε να έρθει όταν μέλη διαδήλωσης του ΕΑΜ
πυροβολήθηκαν με αποτέλεσμα νεκρούς και τραυματίες από ένοπλους
δωσιλογικών οργανώσεων που είχαν καταλύσει υπό περιορισμό στα
ξενοδοχεία της περιοχής. Παρόλους τους νεκρούς της η εαμική αντίδραση
παρέμεινε στο πλαίσιο της καταγγελίας, χωρίς αντίποινα. Από τα πυρά
σκοτώθηκαν τουλάχιστον επτά μέλη εαμικών οργανώσεων και τραυματίστηκαν
82. Στη συνέχεια υπήρξε κωλυσιεργία των αρχών για τη σύλληψη και
προσαγωγή σε δίκη γνωστών συνεργατών των κατακτητών, καθώς και η
πρωτοφανής απόδραση 720 έγκλειστων δοσίλογων από τις φυλακές Συγγρού ενώ
πρώην χωροφύλακες από την επαρχία από διαλυμένα σώματα από τον ΕΛΑΣ
συγκρότησαν το Σύνταγμα Μετεκπαιδεύσεως Χωροφυλακής και στρατωνίστηκαν
στο κέντρο.
Αρχιστράτηγος Οθωναίος
Στις 3/11/44 ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος είχε
διοριστεί αρχιστράτηγος των Ελληνικών δυνάμεων και επιθυμούσε για
υπαρχηγό του, τον στρατηγό Σαράφη, κάτι που αρνήθηκε ο Γ.Παπανδρέου που
τόσο αυτός όσο και ο Σκόμπυ επιθυμούσαν στην θέση αυτή να διοριστεί ο
στρατηγός Κωνσταντίνος Βεντήρης.
Όταν θα διαλύονταν οι αντάρτικοι σχηματισμοί(ΕΛΑΣ/ΕΔΕΣ) και μέχρι την
συγκρότηση του νέου στρατού ο αρχιστράτηγος δε θα μπορούσε να διατάζει
τις ένοπλες δυνάμεις οι οποίες και θα παρέμεναν στην διοίκηση του
Στρατηγού Σκόμπυ. Τελικά ο Οθωναίος παραιτήθηκε στις 13/11/1944 λόγω της
πρόθεσης της κυβέρνησης να μειώσει στρατιωτικά το ΕΑΜ.
Το σημείο αιχμής
Το
σημείο που τελικά οδήγησε στην κρίση ήταν ο αφοπλισμός των αντάρτικων
ομάδων, προς δημιουργία εθνικού στρατού. Το θέμα αυτό θα μπορούσε να
καθορίσει αποφασιστικά την κατανομή της εξουσίας μεταξύ των πολιτικών
δυνάμεων. Στις 5 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε, σε συμφωνία με το στρατηγό Σκόμπυ, ότι ο ΕΛΑΣ και ο ΕΔΕΣ θα αποστρατευθούν ως τις 10 Δεκεμβρίου.
Η απόφαση είχε ληφθεί τέσσερις μέρες νωρίτερα, κατόπιν σύσκεψης στην
οποία μετείχε και ο Σιάντος του ΚΚΕ. Ακολούθησαν μακρές διαπραγματεύσεις
μεταξύ της κυβερνήσεως και του ΕΑΜ. Στις 18 Νοεμβρίου συμφωνήθηκε
η ίδρυση Εθνοφρουράς, η οποία θα στελεχωνόταν από τους κληρωτούς της
τάξης του 1936. Στις 25 Νοεμβρίου αντικαταστάθηκε ο υφυπουργός
Στρατιωτικών Λάμπρος Λαμπριανίδης καθώς είχε επαναφέρει στο στράτευμα
περισσότερους από 100 αξιωματικούς των Ταγμάτων Ασφαλείας.
Αντικαταστάθηκε από τον στρατηγό Πτολεμαίο Σαρρηγιάννη μέλος
του ΕΑΜ, κάτι που θεωρήθηκε μεγάλη παραχώρηση στο ΕΑΜ και οδήγησε στον
πρέσβη Λήπερ να ζητήσει ενδεχόμενη διακοπή στις συζητήσεις μεταξύ
Παπανδρέου και ΕΑΜ. Στις
27 Νοεμβρίου ο Παπανδρέου ανακοίνωσε τη συμφωνία με τους εαμικούς
υπουργούς Σβώλο, Τσιριμώκο, Ζεύγο για την αποστράτευση του ΕΛΑΣ.
Παράλληλα, συμφωνήθηκε να παραδώσουν τα όπλα τους και ο ΕΔΕΣ, αλλά και η
Χωροφυλακή της Μ. Ανατολής. Αντιδράσεις προκάλεσε όμως, σε όλους εντός
του ΕΑΜ παρότι έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι υπήρχε διάσταση
απόψεων εντός του ΕΑΜ, το τελεσίγραφο της κυβέρνησης την 1η Δεκεμβρίου
για γενικό αφοπλισμό σύμφωνα με την πρόσφατη συμφωνία, η οποία προέβλεπε
ότι θα εξαιρούνταν η Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος,
με το σκεπτικό ότι ήταν το μόνο εν λειτουργία τμήμα του τακτικού
Ελληνικού Στρατού το οποίο πολέμησε σε Βόρειο Αφρική και Ιταλία. Στη
διατήρηση ή διάλυση της, όπως και του ΕΛΑΣ,
θα επικεντρωθεί η κρίση που θα οδηγήσει στη δεκεμβριανή σύγκρουση.
Επίσης, σε αυτές τις δυνάμεις θα προστίθενταν ένα τμήμα του ΕΔΕΣ και μια
Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ ώστε να λάμβαναν μέρος αν χρειαζόταν σε επιχειρήσεις
των συμμάχων σε Κρήτη και Δωδεκάνησα, περιοχές τις οποίες ακόμα
κατείχαν οι Γερμανοί. Αυτό που ήθελε η Βρετανική Κυβέρνηση ήταν «να
δημιουργηθεί εθνικός στρατός με δύναμη 40.000 ανδρών, ικανός να αναλάβει
καθήκοντα εσωτερικής ασφάλειας, ώστε να γίνει εφικτή η ταχύτερη
αποδέσμευση των βρετανικών δυνάμεων από την Ελλάδα προς τις άλλες ζώνες
επιχειρήσεων». Η τελική απόφαση
για τη συγκρότηση εθνικού στρατού όριζε πως αυτόν θα αποτελούσαν αφενός η
Γ΄Ορεινή Ταξιαρχία, ο Ιερός Λόχος και τμήμα του ΕΔΕΣ και από την άλλη
μια Ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, ίσης δύναμης αλλά και βάρους οπλισμού με τους
τρεις προαναφερθέντες σχηματισμούς. Η συμφωνία θα έπρεπε να επικυρωθεί
στις 28 Νοεμβρίου του 1944, ωστόσο κάτι τέτοιο δε συνέβη.
3 Δεκεμβρίου 1944
Το συλλαλητήριο της 3ης Δεκεμβρίου
Η
ηγεσία του ΕΑΜ ζητούσε επίμονα την επαναδιαπραγμάτευση της
συμφωνίας είχε εν τω μεταξύ θέσει ως επιπλέον όρους συμφωνίας τον
αφοπλισμό της Τρίτης Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου.
Την 1 Δεκεμβρίου ο
στρατηγός Σκόμπυ με πρωτοβουλία του, εξέδωσε μια διαταγή αφοπλισμού των
αντιστασιακών ομάδων, συνοδεύοντάς την από διάγγελμα στο οποίο ανέφερε
ότι αν η εντολή του δεν γινόταν δεκτή, θα προέκυπταν ολέθριες συνέπειες.
Αντιλαμβανόμενος το αδιέξοδο, ο Σβώλος συναντήθηκε με τον επικεφαλής
της εν Ελλάδι Σοβιετικής στρατιωτικής
αποστολής συνταγματάρχη Ποπώφ, με πρόθεση να τον πείσει προκειμένου να
αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο προς τους ηγέτες του ΚΚΕ ώστε οι τελευταίοι
να εγκαταλείψουν την αδιαλλαξία τους και να αποφευχθεί έτσι η ρήξη, αλλά
εκείνος αρνήθηκε. Ως αντίδραση, καθώς αντιλαμβάνονταν ότι η κατάσταση οδηγείτο στη σύρραξη, οι υπουργοί που ανήκαν στο ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 Δεκεμβρίου του 1944 (εκτός
του στρατηγού Σαρηγιάννη που το έπραξε λίγες μέρες αργότερα), ενώ το
ΕΑΜ ζήτησε και έλαβε άδεια για συγκέντρωση διαμαρτυρίας στις 3 Δεκεμβρίου 1944 στην πλατεία Συντάγματος.
Την ίδια μέρα (2 Δεκεμβρίου) η ηγεσία του ΕΑΜ ανακοίνωσε την κήρυξη
γενικής απεργίας, τη διαταγή προς την εαμική πολιτοφυλακή να μη
παραδώσει οπλισμό στην κρατική Εθνοφυλακή και την ανασύσταση της
Κεντρικής Επιτροπής του ΕΛΑΣ.
Η διαδήλωση
Ύστερα
από αυτές τις αποφάσεις η κυβέρνηση, παρά την αρχική αποδοχή, τελικά
απαγόρεψε το συλλαλητήριο το βραδυ της προηγουμενης μερας. Μέλη του ΕΑΜ
της Αθήνας την Κυριακή 3 Δεκέμβρη, αψηφώντας την κυβερνητική απαγόρευση,
κατέκλυσαν ειρηνικά την πλατεία Συντάγματος, εξάλλου ούτε επί
γερμανοϊταλικής κατοχής δεν σταμάτησε να διαδηλώνει. Η παρουσία μερικών
ένοπλων πολιτοφυλάκων του ΕΑΜ διάσπαρτων εντός του πλήθους (ως ομάδα
περιφρούρησης) του συλλαλητηρίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί απόδειξη πως το
τελευταίο δεν ήταν άοπλο.
Η
διαδήλωση, που είχε μεγάλη συμμετοχή, πνίγηκε στο αίμα όταν αστυνομικοί
άρχισαν να πυροβολούν προς το πλήθος. Ο απολογισμός της επίθεσης ήταν
33 νεκροί και περισσότεροι από 140 τραυματίες. Αν και ο βρετανος
διοικητής Γουντχάους στα
απομνημονέυματά του έσπειρε αμφιβολίες για το ποιος άνοιξε πρώτος πυρ, η
αστυνομία, οι Βρετανοί ή οι διαδηλωτές, δεκατέσσερα χρόνια αργότερα ο
αρχηγός της Αστυνομίας Αθηνών Άγγελος Έβερτ παραδέχτηκε
σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Ακρόπολη πως ο ίδιος έδωσε το σήμα για
τους πυροβολισμούς κατά των διαδηλωτών, βάσει διαταγών που είχε λάβει,
κάτι που επιβεβαιώνεται και από άλλες μαρτυρίες.
Την ημέρα του συλλαλητηρίου, σύμφωνα με μαρτυρία του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου,
μέλη του ΕΑΜ προσπάθησαν να εισβάλλουν στο σπίτι του με χειροβομβίδα,
αλλά απέτυχαν λόγω της αντίδρασης της φρουράς του. Σύμφωνα με την εκδοχή
της 6ης Αχτίδας του ΚΚΕ οι διαδηλωτές δέκτηκαν επίθεση από τους άντρες
της φρουράς του Παπανδρέου και είχαν 5 νεκρούς.
Πρόταση για κυβέρνηση Σοφούλη
Το
ίδιο εκείνο βράδυ (3 Δεκεμβρίου 1944) ο Παπανδρέου, προσπαθώντας να
βρει διέξοδο στην τεταμένη κατάσταση, κατέθεσε πρόταση περί σχηματισμού
μιας οικουμενικής κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον αρχηγό των Φιλελευθέρων
Θεμιστοκλή Σοφούλη, με παραίτηση του ίδιου του Παπανδρέου και όλων των
υπουργών (ΕΑΜικών και μη ΕΑΜικών). Ενώ όλες οι αντιμαχόμενες πλευρές
στην Αθήνα (περιλαμβανομένων του ΚΚΕ και του Βρετανού πρέσβη Λήπερ)
αποδέχθηκαν την πρόταση του Παπανδρέου, αρνήθηκε να τη συζητήσει καν ο
ίδιος ο Τσώρτσιλ ενώ έστειλε τηλεγράφημα στον Λήπερ με σαφείς οδηγίες:
Πρέπει
να υποχρεώσετε τον Παπανδρέου να κάνει το καθήκον του και να τον
διαβεβαιώσετε ότι, εάν το κάνει, θα υποστηριχθεί με όλες τις δυνάμεις
μας. Αν παραιτηθεί, φυλακίστε τον έως ότου συνέλθει, όταν πια θα έχουν
τελειώσει οι μάχες. Θα μπορούσε το ίδιο καλά να αρρωστήσει και να μην
μπορεί να τον πλησιάσει κανείς. Έχει περάσει ο καιρός που η
οποιαδήποτε ομάδα Ελλήνων πολιτικών θα μπορούσε να επηρεάσει αυτή την
εξέγερση του όχλου. Η μόνη του ελπίδα [του Παπανδρέου] είναι να βγει απ'
αυτή την κατάσταση, τασσόμενος ανεπιφύλακτα στο πλευρό μας..
Την επόμενη μέρα, στις 4 Δεκεμβρίου,
πραγματοποιήθηκε η γενική απεργία που είχε προκηρύξει το ΕΑΜ από τις 2
Δεκεμβρίου και τελέστηκε η κηδεία των θυμάτων του συλλαλητηρίου της
προηγούμενης μέρας. Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στη Μητρόπολη της Αθήνας
και στη συνέχεια η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε προς το Σύνταγμα. Στην
κορυφή της πομπής ξεχώριζε ένα πανό το οποίο κρατούσαν τρεις νεαρές
μαυροφορεμένες γυναίκες και έγραφε: Όταν ο Λαός βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο της τυραννίας διαλέγει ή τις αλυσίδες ή τα όπλα. ΕΑΜ.
Η πορεία αυτή χτυπήθηκε ξανά με πυροβολισμούς, κυρίως από μέλη της οργάνωσης Χ και πρώην ταγματασφαλίτες που διέμεναν σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας με αρκετούς νεκρούς.
Ο αφοπλισμός του 2ου συντάγματος του ΕΛΑΣ
Το καλά εξοπλισμένο και εμπειροπόλεμο 2ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ (Καπετάνιος: ανθυπίλαρχος Δημήτρης Δημητρίου (Νικηφόρος),
Στρατιωτικός: ταγματάρχης Μιχάλης Παπαζήσης) στα μεσάνυχτα της
3/12/1944 είχε φθάσει στη Φιλοθέη Αττικής, εκεί συναντήθηκε με τα
Βρετανικά στρατεύματα. Καθώς δεν υπήρχαν εντολές εμπλοκής με Βρετανικές
δυνάμεις και αφού ο Νικηφόρος έλειπε, το σύνταγμα παραδόθηκε κατόπιν
διαταγής του Παπαζηση χωρίς να πολεμήσει. Συνέπεια αυτού του γεγονότος
ήταν να εκδοθούν διαταγές απαγόρευσης ως εσχάτη προδοσία της παράδοσης σε Βρετανικές δυνάμεις, από την Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ.
Η αρχική φάση της σύγκρουσης 4-9 Δεκέμβρη
Την επόμενη ημέρα τα ξημερώματα, στην περιοχή του Θησείου διεξήχθη η πρώτη μάχη ανάμεσα σε δύο τάγματα του ΕΛΑΣ και το σύνολο της Οργάνωσης Χ που
έδρευε στην περιοχή. Η μάχη διήρκεσε μερικές ώρες και ο ΕΛΑΣ κατέβαλε
την άμυνα των αντιπάλων του, όμως οι Βρετανοί επενέβησαν με άρματα και
μετέφεραν τον αρχηγό της Οργάνωσης Χ, Γεώργιο Γρίβα, στο
βρετανοκρατούμενο κέντρο της Αθήνας. Την ίδια ημέρα οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ
προχώρησαν σε κατάληψη πολλών αστυνομικών τμημάτων στον Πειραιά και σε περιοχές περιμετρικά του κέντρου της Αθήνας, όπως στην Κυψέλη, στον Νέο Κόσμο, στους Αμπελόκηπους, στον Κολωνό, στα Πατήσια και
αλλού. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιτέθηκαν στις
φυλακές Βαριώτη, στην αρχή της λεωφόρου Βουλιαγμένης τις οποίες
κατέλαβαν.
Η Ρήξη
Τη νύχτα της 4ης προς 5η Δεκεμβρίου οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ επιχείρησαν την κατάληψη των φυλακών Συγγρού,
όπου κρατούνταν δοσίλογοι. Η επίθεση ανακόπηκε μετά από παρέμβαση των
Βρετανών που χρησιμοποίησαν τεθωρακισμένα οχήματα. Παρόμοια εξέλιξη είχε
η επίθεση στις φυλακές Χατζηκώστα που έληξε με παρέμβαση των Βρετανών.
Τα ξημερώματα της 6ης Δεκεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ εξαπέλυσαν επίθεση
στο σύνταγμα χωροφυλακής Μακρυγιάννη.Μετά
από τετραήμερη σκληρή μάχη οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ αποκρούστηκαν μετά από
δραστική επέμβαση βρετανικών τεθωρακισμένων, με αποτέλεσμα να καθηλωθούν
γύρω από το στρατόπεδο.
Το
Σύνταγμα Χωροφυλακής το οποίον από στεγαζόταν στο κτιριακό συγκρότημα
του άλλοτε Στρατιωτικού Νοσοκομείου Μακρυγιάννη, και ως εκ τούτου
γνωστόν ήδη από την πολεμική περίοδο ως «Σύνταγμα Μακρυγιάννη»,
περιελάμβανε στους κόλπους του πολλούς από τους γενναιότερους και
ικανότερους αξιωματικούς και οπλίτες του Σώματος, οι οποίοι είχαν ήδη,
κατά την διάρκεια της κατοχής, ριφθεί σε σκληρούς αγώνες κατά του
κατακτητού και κατά του εαμοελασιτισμού. Τα δύο κύρια οχυρά αμύνης του
ελεύθερου κέντρου της πρωτεύουσας ήταν από την πλευρά της λεωφόρου
Βασιλίσσης Σοφίας η Σχολή Χωροφυλακής και από εκείνη της λεωφόρου
Συγγρού το Σύνταγμα Μακρυγιάννη.
Αλλά
ενώ πλησίον της Σχολής Χωροφυλακής υπήρχαν τμήματα της Ταξιαρχίας
Ρίμινι, το Σύνταγμα Μακρυγιάννη έφρασσε την κύρια είσοδο προς το
κέντρο των Αθηνών σχεδόν μόνο και απομονωμένο. Η στρατηγική σημασία του
ήταν μεγάλη. Το Σύνταγμα Μακρυγιάννη ήταν το μόνο σοβαρό εμπόδιο για
τα ελασιτικά στίφη, για να εξορμήσουν από τους Στύλους του Ολυμπίου Διός
και τους Κήπους του Ζαππείου προς την πλατεία Συντάγματος, που απείχε
μόλις μερικές εκατοντάδες μέτρα και η κατάληψη της οποίας θα σήμαινε
κατάλυση των κυβερνητικών εξουσιών και τη νίκη τους. Άλλωστε, αυτή την
εξόρμηση προς το κέντρο περίμεναν εναγωνίως οι εαμικές ορδές του Νέου
Κόσμου, της Γαργαρέττας και της Πλάκας, οι οποίες θα παρέδιδαν τα πάντα
στη λεηλασία και την καταστροφή.
Οι
κομμουνιστές γνώριζαν καλά ότι το κυριότερο φράγμα της προελάσεώς τους
προς το κέντρο και της καθολικής κυριαρχίας τους επί της πρωτεύουσας
ήταν το Σύνταγμα Μακρυγιάννη. Για να το εκπορθήσουν κατέστρωσαν
στρατηγικά σχέδια οι καλύτεροι στρατιωτικοί του σύμβουλοι. Η ηγεσία των
κομμουνιστών διέθεσε για τον σκοπό αυτό τρία συντάγματα Πεζικού του
ΕΛΑΣ, ενισχυμένα και από εφεδρικές δυνάμεις του ΕΑΜ, συνολικού αριθμού
5.000 ανδρών, άρτια εξοπλισμένων με τουφέκια, αυτόματα, μυδράλια,
βαρέους όλμους, αντιαρματικά πυροβόλα, χειροβομβίδες, δεσμίδες
δυναμίτιδας και άφθονα πυρομαχικά. Στα ΒΔ υψώματα του Α' Νεκροταφείου
είχαν στηθεί ισχυρά πυροβόλα, εντός της ακτίνας βολής των οποίων ήταν το
συγκρότημα Μακρυγιάννη. Έναντι των ισχυροτάτων αυτών πολεμικών
δυνάμεων και μέσων του εχθρού, το Σύνταγμα Μακρυγιάννη διέθετε 88
αξιωματικούς της Χωροφυλακής και 429 οπλίτες με πολύ ελλιπή εξοπλισμό.
Από
την 24η Νοεμβρίου την διοίκηση του Συντάγματος ανέλαβε ο
συνταγματάρχης Γεώργιος Σαμουήλ, αξιωματικός γενναίος, ικανός και
κατεχόμενος από πατριωτικό πάθος εναντίον της κομμουνιστικής
ανταρσίας.
Όλοι
οι αξιωματικοί του Συντάγματος ήταν άνδρες γενναίοι και ενθουσιώδεις,
τρέφοντες άσπονδο μίσος κατά τού κομμουνισμού ως ανατροπέως της τάξεως
και φθορέως των εθνικών παραδόσεων, αποφασισμένοι να χύσουν το αίμα
τους, ως οι τελευταίοι υπερασπιστές των εθνικών και πολιτικών
ελευθεριών του Ελληνικού Λαού. Αλλά και οι υπαξιωματικοί και οι
απλοί χωροφύλακες, έχοντες σχεδόν όλοι αντιμετωπίσει σε σκληρές μάχες
τον κομμουνισμό ως εχθρό της Πατρίδος, έμειναν εκεί με χαλυβδωμένη την
ψυχή για τον αγώνα για την σωτηρία του έθνους και με την απόφαση της
θυσίας για την νίκη. Οι πάντες είχαν συναίσθηση του γεγονότος ότι μόνο η
νίκη, η αποτελεσματική αντίσταση κατά των αναρίθμητων κομμουνιστικών
ορδών, θα αποτελούσε την σωτηρία της εναπομείνασας ελευθέρας Ελλάδος,
αλλά και των ιδίων, διότι δεν αμφέβαλλαν καθόλου για την οικτρή τύχη
που περίμενε τους πάντες σε περίπτωση κατακτήσεως του οχυρού τους και
επικρατήσεως των κομμουνιστών. Ο διοικητής Σαμουήλ και ο αρχηγός
πολεμικής αμύνης αντισυνταγματάρχης Κωστόπουλος δεν δίστασαν να το
διακηρύξουν απερίφραστα προς τους άνδρες τους λίγες ώρες πριν την έναρξη
της ελασιτικής επιθέσεως.
«Πάρετέ
το απόφασιν, είμεθα όλοι μελλοθάνατοι. Βάλετέ το καλά εις τον νουν
σας, ότι μόνον η νίκη θα σώση και την Ελλάδα και ημάς τους ίδιους. Ας
αποθάνωμεν τουλάχιστον όχι από τας μαχαίρας των αναρχικών, αλλ’ επί του
πεδίου της μάχης διά την τιμήν και την ελευθερίαν της Πατρίδος μας!»
Από
το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου, το εφεδρικόν ΕΑΜ με τα γυναικόπαιδα,
συνωστίζονται στις γύρω παρόδους, όπου αντηχούν αλαλαγμοί των θηρίων.
Εκατοντάδες χωνιά έχουν τεθεί σε ενέργεια καλούντα τον λαό σε συναγερμό,
διότι επίκειται η εξολόθρευση των εχθρών του λαού και των προδοτών, οι
οποίοι «τρέμοντες διά την τιμωρίαν η οποία τούς ανέμενε, είχον κλεισθή εις το κτίριον των Στρατώνων Μακρυγιάννη».
Όσο πλησίαζε το μεσημέρι, ομάδες ένοπλων ελασιτών εμφανίζονταν στις
παράπλευρες οδούς, κατασκοπεύοντας τα αμυντικά μέτρα. Πολλοί από
αυτούς συνοδεύονταν από γυναίκες και παιδιά με χωνιά, που καλούσαν τους
υπερσπιστές να παραδοθούν όσο υπήρχε ακόμη καιρός, για να σώσουν τη ζωή
τους, αλλιώς θα περνούσαν από μαχαίρι, το οποίο μάλιστα πολλοί και
πολλές κράδαιναν επιδεικτικά. Αξιωματικοί και οπλίτες, συμφώνως προς τις
διαταγές τις οποίες είχαν λάβει, παρέμεναν ακίνητοι στις θέσεις τους
μην απαντώντας στις ύβρεις και τις προκλήσεις.
Από
τις πρώτες απογευματινές ώρες, τα παρατηρητήρια του
Συντάγματος διαπίστωσαν ομαδικές κινήσεις μεγάλων ελασιτικών δυνάμεων
από του Σταδίου, του Αρδηττού και των γύρω περιοχών, προς την λεωφόρον
Συγγρού, ενώ πολεμικό υλικό μεταφερόταν προς τις συνοικίες Μακρυγιάννη,
Γαργαρέττας και στους γύρω από το θέατρο Διονύσου χώρους. ΄Ηταν πλέον
προφανές ότι πλησίαζε η ώρα της επιθέσεως. Ο διοικητής συνταγματάρχης
Σαμουήλ, καλώντας τους αξιωματικούς, τους απηύθυνε, με τρεμάμενη από τη
συγκίνηση φωνή, τα πιο κάτω απλά, αλλά συγκλονιστικά στην απλότητα της
εκφράσεως του πατριωτικού παλμού τους, λόγια:
«Παιδιά
μου, σήμερον ή αύριον θα αντιμετωπίσωμεν πολυάριθμον, επικίνδυνον και
καλά εξοπλισμένον εχθρόν, φανατικόν εις την εγκληματικήν του ιδεολογίαν.
Πρέπει να αγωνισθώμεν όλοι μας, με την ιδίαν αποφασιστικότητα και την
ιδίαν πίστιν που επέδειξε πάντοτε το Σώμα της Χωροφυλακής, από τα
παλιά χρόνια μέχρι σήμερον. Πιθανόν να υποχρεωθούμε να αμυνθώμεν μέχρις
εσχάτων, και πιθανόν να χρησιμοποιήσωμεν και την λόγχην, ακόμη και να
έλθωμεν σώμα προς σώμα με τους κομμουνιστάς. Η θυσία διά την Πατρίδα
πρέπει να μας εμπνέει και το υπέρτατον χρέος προς την τιμήν των όπλων
μας, πρέπει να μας οιστρηλατεί. Καμμία ανθρωπίνη δύναμις εις τον κόσμον
δεν είναι δυνατόν να μας λυγίσει και να μας υποτάξει, όταν έχωμεν
μπροστά μας το παράδειγμα των Σουλιωτών και των Πολιορκημένων του
Μεσολογγίου, που ηναγκάσθησαν να τρέφωνται και με φύλλα δένδρων ακόμη
διά να μη παραδοθούν. Η Ελληνική Ιστορία είναι γεμάτη από δάκρυα και
αίμα, ηρωισμούς και θυσίας. Γι’ αυτό συνεχίζει τον ένδοξον δρόμον της η
αθάνατη αυτή φυλή που ελάτρευσε την ανδρείαν και εθεοποίησε την
παλληκαριά. Δεν θα λογαριάσωμε τον αριθμόν των αντιπάλων μας. Τον
Οκτώβριον του 1940, το ίδιο επράξαμε. Η ανδρειωμένη ψυχή της φυλής μας
δεν ελογάριασε τα εκατομμύρια των λογχών του εχθρού, γιατί η
παλληκαριά δεν μετριέται με τον πήχυν, ούτε ζυγίζεται. Δημιουργεί,
εξυψώνει και επιτυγχάνει θαύματα. Ο εχθρός δεν πρέπει να καταλάβη το
οχυρόν μας. «ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ» αυτό θα είναι το σύνθημά μας, αυταί αι
λέξεις πρέπει να σας εμπνέουν και να σας καθοδηγούν».
«ΔΕΝ
ΘΑ ΠΕΡΑΣΟΥΝ» ανέκραξαν όλοι οι αξιωματικοί ως μία φωνή, και δοθέντος
αμέσως του συνθήματος του συναγερμού έτρεξαν με ενθουσιασμό και με την
απόφαση πάσης θυσίας για τη νίκη, στις θέσεις τους.
Στις
5.45' ακριβώς, το πρωί της 6ης Δεκεμβρίου, ακούστηκαν 6 πυροβολισμοί
περιστρόφου από σπίτια παρακείμενης οδού, δίνοντας προφανώς το σύνθημα
της επιθέσεως. Ευθύς αμέσως αντήχησαν οι καμπάνες των εκκλησιών των
πέριξ συνοικιών, σαλπίσματα και αλαλαγμοί. Εντός λίγων δευτερολέπτων,
καταιγισμοί πυρών αυτομάτων όπλων και τουφεκιών, εκρήξεις χειροβομβίδων
και ομαδικές βολές όλμων συγκλόνισαν την ατμόσφαιρα. Η γενική επίθεση
των ελασιτών κατά του Συντάγματος Μακρυγιάννη είχε αρχίσει. Εσωτερικά
και εξωτερικά φυλάκια αμύνης απήντησαν αμέσως με καταιγιστικά πυρά. Τα
επιτιθέμενα κατ’ αλλεπάλληλα κύματα και αλαλάζοντα στίφη των ελασιτών,
οι υστερικές κραυγές του όχλου, τα διασταυρούμενα πυρά των όπλων, οι
εκκωφαντικοί βόμβοι των όλμων, οι πλαταγισμοί των πολυβόλων, ο
συνταρακτικός πάταγος των χειροβομβίδων και οι τρομερές εκρήξεις των
εκτοξευομένων από τα ελασιτικά πυροβολεία των λόφων Φιλοπάππου και
Αρδηττού βομβών, δημιουργούσαν ατμόσφαιρα πραγματικής κολάσεως. Αλλά,
οι υπερασπιστές του Συντάγματος και των εξωτερικών φυλακίων, παρέμεναν
απτόητοι στις θέσεις τους και όλες οι επιθέσεις του εχθρού συντρίβονταν
προκαλώντας του μεγάλες απώλειές.
Τέσσερις
ημέρες, τέσσερις δραματικές ημέρες, οι άντρες του Συντάγματος
Χωροφυλακής Μακρυγιάννη μάχονται με τρόπο ανάλογο των τελευταίων
Θερμοπυλομάχων ενάντια στους κομμουνιστές. Καθώς οι ελασίτες καταφέρνουν
αργά και με πολύ κόπο να καταλαμβάνουν ένα-ένα τα φυλάκια, πολλοί από
τους μαχόμενους χωροφύλακες καταφέρνουν να διαφύγουν τον θάνατο ή την
αιχμαλωσία, ενώ δραματική υπήρξε η τύχη των αιχμαλωτισθέντων.
Οδηγούνταν σε γειτονικό σπίτι, στο οποίο είχε εγκατασταθεί η
πολιτοφυλακή των ελασιτών. Εκεί υποβάλλονταν σε ανάκριση μετά από
βασανιστήρια και πλήρη εξευτελισμό. Σιδηροδέσμιοι οδηγούνταν από σπίτι
σε σπίτι για νέες ανακρίσεις. Οι πληγές τους που αιμορραγούσαν,
δένονταν, όχι προς θεραπεία, αλλά για να μην πεθάνουν προτού εκτελεσθούν
όλα τα προγραμματισμένα μαρτύριά τους. Περιφερόμενοι ανά τους
δρόμους χτυπιόνταν με υποκοπάνους όπλων και μαστίγια, τρυπιόνταν με
μαχαίρια από κακούργους ελασίτες και φτύνονταν από τον αφηνιασμένο
αλαλάζοντα όχλο. Αφαιρέθηκαν από όλους οι στολές και τα υποδήματα,
ημίγυμνοι δε και ξυπόλητοι, καταπληγωμένοι και τρέμοντας από το
δριμύτατο ψύχος, οδηγήθηκαν σε ελασιτική φυλακή, όπου, από ειδικευμένους
σε τέτοιας φύσεως φρικώδη κακουργήματα δημίους, υπέστησαν ολόκληρη
νύχτα ανατριχιαστικά μαρτύρια. Τελικώς οδηγήθηκαν σε μακρινές χαράδρες,
όπου αφού τους έβγαλαν τα μάτια και τους έκοψαν τα αυτιά, τις μύτες και
τις γλώσσες τους, οι τραγικοί αυτοί εθνομάρτυρες εκτελέσθηκαν, τα δε
σώματά τους εγκαταλείφθηκαν βορά στα όρνεα. Επρόκειτο πράγματι περί
ηρώων και μαρτύρων, άξιων της Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους.
Το
ξημέρωμα της 10ης Δεκεμβρίου οι κομμουνιστές εξαπέλυσαν τον πλέον
σφοδρό βομβαρδισμό από τα υπάρχοντα αλλά και νέα πυροβολεία που είχαν
δημιουργηθεί το τελευταίο τριήμερο. Γενικά, κάθε μέσο πυρός των
κομμουνιστικών δυνάμεων, πυροβόλα, όλμοι, βαρέα και ελαφρά πολυβόλα,
οπλοπολυβόλα και τυφέκια συνδύασαν τα πυρά τους δημιουργώντας μια
πραγματική κόλαση για τους υπερασπιστές του Μακρυγιάννη. Η ταράτσα του
διοικητηρίου καταρρέει ολοσχερώς και καταπλακώνει 4 χωροφυλακές, ενώ οι
ευρισκόμενοι στον δεύτερο όροφο σκοτώνονται σχεδόν όλοι από τους όλμους
που εισχωρούν πλέον από την ανοικτή οροφή.
Την
στιγμή εκείνη η κόπωση της μάχης τόσων, ημερών, ο φρικτός θόρυβος των
εκρήξεων και το θέαμα των διαμελισμένων συντρόφων τους δημιουργεί
απελπισία στους υπερασπιστές του Μακρυγιάννη οι οποίοι ζητούν από τον
διοικητή τους να κάνουν έξοδο ώστε ή να πεθάνουν και να γλιτώσουν από
την αγωνία αυτή ή να βρουν διέξοδο και να σωθούν όσοι μπορούν. Ευτυχώς η
διοίκηση απεφάσισε να παραμείνουν στο στρατόπεδο διότι, ορθώς, είχαν
περισσότερες ελπίδες επιβίωσης. Αλλεπάλληλες επιθέσεις ακολουθούν και
στις 15.30 οι αντάρτες κατορθώνουν να πλησιάσουν τον μαντρότοιχο και με
την χρήση ναρκών να ανατινάξουν ένα πολύ μεγάλο τμήμα του. Το εσωτερικό
του στρατοπέδου βρίσκεται πλέον εκτεθειμένο στα πυρά αλλά και στις
προσπάθειες διείσδυσης των ΕΛΑΣιτών. Οι τελευταίοι, αφού προωθούν
δυνάμεις γύρω από το μεγάλο ρήγμα, ετοιμάζονται για γενική εφόρμηση στις
16.00. Την στιγμή εκείνη που φαινότανε ότι οι χωροφυλακές ευρίσκοντο
στο έλεος τους, εμφανίζονται τρία αγγλικά άρματα μάχης τα οποία με τα
πυρά τους διασκορπίζουν τις εχθρικές συγκεντρώσεις. Ταυτόχρονα, 15
Άγγλοι βρίσκουν ευκαιρία να διεισδύσουν στο στρατόπεδο και να
τοποθετήσουν νάρκες σε όλο το μήκος του ρήγματος ενώ αφήνουν στους
αμυνόμενους 3 οπλοπολυβόλα, 3 αντιαρματικούς εκτοξευτές ΡΙΑΤ και αρκετά
πυρομαχικά. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ, το οποίο πέρασε με
σχετική ηρεμία εκτός κάποιων πυρών παρενόχλησης και των θορύβων από τις
ύβρεις που εκτόξευαν μεταξύ τους οι «καπετάνιοι» του ΕΛΑΣ, κατηγορώντας ο
ένας τον άλλον για την αποτυχία της επίθεσης.
Το
πρωί της 11ης Δεκεμβρίου νέες κομμουνιστικές δυνάμεις άρχισαν να
συρρέουν προς το Μακρυγιάννη από την Λεωφόρο Συγγρού, το Θησείο, την οδό
Αναπαύσεως και την γέφυρα του Ιλισού. Αυτή την φορά η επίθεση είχε
αποφασισθεί να γίνει νύκτα αλλά με αθόρυβη προσέγγιση και χωρίς
προπαρασκευή πυροβολικού ώστε να επιτευχθεί ο αιφνιδιασμός των
υπερασπιστών. Το σύστημα πληροφοριών, ωστόσο, του Μοιράρχου Δρούγκα είχε
και πάλι κατορθώσει να ανακαλύψει τα σχέδια των ΕΛΑΣιτών και να
προειδοποιήσει τους υπερασπιστές. Οι νυκτερινές αυτές επιθέσεις ήταν και
οι τελευταίες σοβαρές προσπάθειες των κομμουνιστών να καταλάβουν το
συγκρότημα Μακρυγιάννη, που θα τους άνοιγε την οδό προς το κέντρο των
Αθηνών και την έδρα της κυβέρνησης και των επιτελείων των ελληνικών
δυνάμεων.
Μετά
την αποτυχία του να καταλάβει το Σύνταγμα Μακρυγιάννη, το επιτελείο του
ΕΛΑΣ απεφάσισε να απομονώσει πλήρως το στρατόπεδο για να κάμψει τους
πολιορκημένους με την πείνα και την δίψα και να αναμένει μια άλλη
ευκαιρία, εάν τελικά ευοδώνοντο τα σχέδια τους αλλού στην Αθήνα, για να
εκκαθαρίσουν αυτόν τον πυρήνα αντίστασης. Ως
εκ τούτου, στις 12 Δεκεμβρίου όλες σχεδόν οι γειτονικές του Συντάγματος
πολυκατοικίες ανατινάχθηκαν ώστε να μην υπάρχουν συγκεκαλυμμένα
δρομολόγια ενίσχυσης του ενώ στις 13 του μηνός αποκόπηκε και η
τροφοδοσία νερού του στρατοπέδου. Η δράση των ΕΛΑΣιτών
περιορίσθηκε σε πυρά ελευθέρων σκοπευτών και σποραδικές βολές με όλμους
και πυροβολικό, ενώ οδοφράγματα και φυλάκια απέκοπταν κάθε οδό προς το
Σύνταγμα.
Παρόλα
αυτά, οι υπερασπιστές μετά από πολύ καιρό βρήκαν την ευκαιρία να
κοιμηθούν και να ξεκουραστούν. Αρκετοί έπασχαν από ισχυρή και οδυνηρή
οφθαλμία καθώς οι καπνοί, τα χώματα, η σκόνη, η πυρίτιδα, η αϋπνία και
οι λάμψεις είχαν φλογίσει τους οφθαλμούς τους. Η δίψα και η πείνα
επέτειναν το μαρτύριο των κατάκοπων χωροφυλάκων.
Στις
14 του μηνός η δράση των κομμουνιστών στην περιοχή είχε περιορισθεί
στην διεξαγωγή λεηλασιών των συνοικιών από τον όχλο, ενώ στις 15
Δεκεμβρίου 30 χωροφύλακες συνενώθηκαν με αγγλικά τμήματα που διεξήγαγαν
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις κατά μήκος της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου
και μέχρι το Κουκάκι. Τουλάχιστον 100 ΕΛΑΣίτες συνελήφθησαν το πρωί ενώ
το απόγευμα ομάδα 15 χωροφυλάκων εκδίωξε δύναμη ΕΛΑΣιτών που κατείχε
κτίρια κοντά στο 1ο Φυλάκιο στην διασταύρωση των οδών Διονυσίου
Αρεοπαγίτου και Μακρυγιάννη. Οι απώλειες εκείνη την ημέρα ανήλθαν σε 1
νεκρό και 5 τραυματίες. Στις 17 Δεκεμβρίου το μεσημέρι το Σύνταγμα
δέχθηκε τρίωρο βομβαρδισμό ενώ ισχυρές δυνάμεις ΕΛΑΣιτών συγκεντρώθηκαν
κάτω από την Ακρόπολη αλλά καμία επίθεση δεν εκδηλώθηκε. Στις 18
Δεκεμβρίου η πολιορκία είχε ουσιαστικά λυθεί και τα 2/3 του Συντάγματος
απώθησαν τις κομμουνιστικές δυνάμεις πέραν από τον Αρδηττό και την
Λεωφόρο Συγγρού ως το Φάληρο.
Την
νύκτα της 18ης προς 19ης Δεκεμβρίου το Σύνταγμα συμμετείχε στην
κατάληψη των συνοικιών Κουκακίου και Γαργαρέττας, με αποτέλεσμα να
απειληθεί το δυτικό πλευρό των κομμουνιστικών δυνάμεων που ευρίσκοντο
ανατολικά της Λεωφόρου Συγγρού. Από την 20ή Δεκεμβρίου 1944 μέχρι τις10
Ιανουαρίου 1945, το Σύνταγμα ενήργησε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις,
διευρύνοντας βαθμηδόν την ακτίνα της δράσεώς του. Οι
κομμουνιστές, προ του κινδύνου να φονευθούν ή να συλληφθούν
αιχμάλωτοι, αποσύρονται προς άλλες συνοικίες ή προς ελασιτικά
στρατόπεδα στα πέριξ των Αθηνών. Φεύγοντας, διαπράττουν τα χείριστα των
κακουργημάτων, λεηλατώντας οικίες, αφαιρώντας κάθε πολύτιμο είδος,
βιάζοντας γυναίκες, φονεύοντες ή απάγοντας ως ομήρους εθνικόφρονες
πολίτες. Δυνάμεις του Συντάγματος Χωροφυλακής, εξορμούσαν κάθε
μέρα στις πέριξ συνοικίες και άλλους συλλάμβαναν, άλλους εξανάγκαζαν να
φύγουν ατάκτως , πριν προλάβουν να λεηλατήσουν κατοικίες και να
απαγάγουν πολίτες. Έτσι, με την δράση τους αυτή, οι χωροφύλακες, δεν
απήλλαξαν μόνο πολλές συνοικίες από τον ελασιτικό εφιάλτη, αλλά και
έσωσαν πολλούς ΄Ελληνες από το βάσανο της ομηρίας.
Αν
δεν υπήρχε η αντίσταση του Συντάγματος Μακρυγιάννη, τα ελασιτικά
στρατεύματα θα έφθαναν εύκολα στην πλατεία Συντάγματος. Ο εκεί χώρος,
μέχρι την πλατείας Φιλικής Εταιρείας (Κολωνάκι) και την πλατεία
Ομονοίας, ο μόνος κατά τις πρώτες ημέρες του Δεκεμβριανού κινήματος
απομένων ελεύθερος χώρος της πρωτεύουσας, όπου βρίσκονταν και οι
εκπροσωπούσες το Ελληνικό Κράτος κυβερνητικές εξουσίες, δεν θα ήταν
εύκολο να υπερασπισθεί, αν η πλατεία Συντάγματος έπεφτε στα χέρια των
ελασιτών.
Η
αποτελεσματική άμυνα του Συντάγματος του Μακρυγιάννη αποτέλεσε έναν από
τους πρωταρχικούς παράγοντες της αποσοβήσεως καταλήψεως της Ελληνικής
πρωτεύουσας από τα επαναστατημένα ελασιτικά στοιχεία και, κατά
λογική συνέπεια, της εγκαθιδρύσεως εαμικού καθεστώτος στην Ελλάδα.
Δεν
υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι ηρωικοί εκείνοι άνδρες της Χωροφυλακής,
οι οποίοι κλεισμένοι στο Σύνταγμα Μακρυγιάννη, άλλοι φονεύθηκαν από τις
σφαίρες των στασιαστών, άλλοι έπεσαν στα χέρια τους και κατέληξαν εν
μέσω φρικωδών μαρτυρίων και άλλοι υπέστησαν αφάνταστες ταλαιπωρίες,
μαχόμενοι επί πολλά μερόνυχτα στην πρώτη γραμμή του πυρός, προς
υπεράσπιση των ελευθεριών του Ελληνικού λαού, είναι άξιοι της εθνικής
ευγνωμοσύνης. Άλλωστε, αυθόρμητα και αβίαστα, η Ελληνική συνείδηση
κατέταξε τούς μαχητές του Συντάγματος Μακρυγιάννη μεταξύ των ηρώων της
ελευθερίας και έγραψε τα γεγονότα των ημερών εκείνων στις σελίδες εκ
των λαμπρότερων της Νεώτερης Ελληνικής Ιστορίας. Πρόκειται περί μιας
εποποιίας αντάξιας των παραδόσεων του Ελληνικού Έθνους.
Ακρόπολη
Σύμφωνα
με (μεταγενέστερες) αναφορές μαχητών του ΕΛΑΣ, ο ιερός βράχος κατεχόταν
από μέλη του ΕΛΑΣ και κατόπιν συμφωνίας με Βρετανικές δυνάμεις με τη
διαμεσολάβηση του Ερυθρού Σταυρού αποχώρησαν, ώστε το μνημείο να μείνει
ανοχύρωτο. Με την αντίθετη λογική προγενέστερα ο ταγματάρχης (Π.Β) του
ΕΛΑΣ Γιάννης Κιλισμάνης είχε ζητήσει να στηθεί ουλαμός πυροβολικού στον
ιερό βράχο, κάτι που η Κομματική Οργάνωση Αθηνών απάντησε ότι θα είναι ιεροσυλία. Γεγονός
ήταν ότι οι μαχητές του ΕΛΑΣ είχαν αποχωρήσει από την Ακρόπολη και στις
6 Δεκεμβρίου δυνάμεις της 2ας Βρετανικής ταξιαρχίας αλεξιπτωτιστών
κατέλαβαν τον ιερό βράχο , όπου εγκατέστησαν πολυβόλα και όλμους
βάλλοντας εναντίον θέσεων του ΕΛΑΣ σε όλη την περίμετρο του βράχου
(Μακρυγιάννη, Θησείο, Φιλοπάππου, Ψυρρή). Μάλιστα η χρήση αυτού του
στρατηγικού σημείου αποδείχθηκε κομβικής σημασίας στη μάχη του
Μακρυγιάννη[35].
Απο την άλλη πλευρά όμως και ο ΕΛΑΣ αδυνατούσε να ανταπαντήσει για να
μη πληγεί το μνημείο. Ανταπόδωσε μερικά πυρά (4 όλμους) στις 17/12/1944.
Ενώ δύο προσπάθειες του για ανακατάληψη της Ακρόπολης στις 6 και 7
Δεκεμβρίου υπήρξαν άκαρπες. Αποτέλεσμα αυτών ήταν να προκύψουν στην
Ακρόπολη σημαντικές ζημιές. Σε όλη την διάρκεια των Δεκεμβριανών, η Κ.Ε
του ΕΛΑΣ θα καταγγέλλει την ανανδρία της Μεγάλης Βρετανίας.
Γουδί
Παρόμοια εξέλιξη είχε και η επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ στους στρατώνες του Γουδή όπου
έδρευε η 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία. Στις 9 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ
πραγματοποίησε επίθεση στη σχολή Ευελπίδων, στον χώρο της οποίας
βρίσκονταν 23 αξιωματικοί και 183 ευέλπιδες. Η πολιορκία λύθηκε με
παρέμβαση των Βρετανών που μετέφεραν το προσωπικό της σχολής στα
ανάκτορα.
Στις
5 Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ κατέλαβε την Γενική Ασφάλεια Αθηνών στην οδό
Πατησίων και Τοσίτσα και συνέλαβε μερικούς αιχμάλωτους, ενώ οι
περισσότεροι αστυνομικοί που υπεράσπιζαν το κτήριο φυγαδεύτηκαν από
αγγλικά άρματα. Επίσης το 4ο σύνταγμα του ΕΛΑΣ κατέλαβε την έδρα της
Ανώτατης Διοίκησης Χωροφυλακής Ελλάδας στην οδό Πατησίων στο Πεδίο του
Άρεως και αιχμαλώτισε 80 περίπου αξιωματικούς της χωροφυλακής. Στις 6
Δεκεμβρίου ο ΕΛΑΣ μετά από διήμερη πολιορκία κατέλαβε και πυρπόλησε, το
επι της οδού 3ης Σεπτεμβρίου και Δεριγνύ κτίριο, στο οποίο που επι
κατοχής στεχαζόταν η Ειδική Ασφάλεια Αθηνών , της οποίας ήταν άντρο βασανισμού και εκτελέσεων αντιστασιακών .
Γενίκευση της σύγκρουσης - Ενισχύσεις.
Ενισχύσεις - Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών (Military Command Athens)
Στις
9 Δεκεμβρίου ο Τσώρτσιλ διέταξε αποστολή νέων ενισχύσεων στην Ελλάδα. Ο
ίδιος ο στρατάρχης Αλεξάντερ έχοντας δει στην Αθήνα την κατάσταση
αποφάσισε την αντικατάσταση του στρατηγού Σκόμπυ ο οποίος θεωρούταν οτι
δεν είχε πολεμική εμπειρία καθώς είχε υπηρετήσει σε διοικητικές θέσεις. Ο
Αλεξάντερ διέταξε την άμεση αναχώρηση από την Ιταλία του υποστράτηγου
Τζων Χωκσγουερθ (John Hawkesworth) και του ταξιάρχου Χιου Μάνεριγκ (Hugh
Mainwaring), οι οποίοι πλαισιώθηκαν από το εμπειροπόλεμο επιτελείο του
10ου Σώματος Στρατού και συστάθηκε η Στρατιωτική Διοίκηση Αθηνών
(Military Command Athens), η οποία διεξήγαγε τις στρατιωτικές
επιχειρήσεις ως το τέλος της μάχης, άλλα έμεινε στην αφάνεια για να μη
πληγεί το κύρος του στρατηγού Σκόμπυ
Πειραιάς-Φάληρο
Την
επόμενη μέρα οι Βρετανοί ξεκίνησαν επιχείρηση για την ανακατάληψη του
Πειραιά. Στην επιχείρηση για την κατάληψη του λόφου της Καστέλλας χρησιμοποιήθηκε η 5η Ινδική Ταξιαρχία. Οι Ινδοί στρατιώτες
γνωστοί ως Γκούρκας (Gurkha), έπειτα από σκληρή μάχη, στην οποία είχαν
σημαντικές απώλειες, κατέλαβαν την Καστέλλα στις 14 Δεκεμβρίου.
Στις 16 Δεκεμβρίου αποβιβάστηκαν στο Φάληρο νέες
Βρετανικές ενισχύσεις και ξεκίνησαν επιχειρήσεις για την ανακατάληψη
των περιοχών της Αθήνας που βρίσκονταν στον έλεγχο του ΕΛΑΣ αρχής
γενομένης απο την εξασφάλιση του ελέγχου της Λεωφόρου Συγγρού που τους επέτρεπε την μεταφορά στρατιωτών από το Φάληρο στο κέντρο της Αθήνας.
Παράδοση του Αρχηγείου της ΡΑΦ
Οι
δυνάμεις της ΡΑΦ (124 στελέχη, 594 πιλότοι και προσωπικό εδάφους) είχαν
το αρχηγείο δυνάμεων τους σε τρία ξενοδοχεία της Κηφισιάς. Τη νύχτα της
17ης προς 18η Δεκεμβρίου δυνάμεις 1.000 μαχητών του ΕΛΑΣ
πραγματοποίησαν μία επιτυχημένη επιχείρηση καταλαμβάνοντας τα ξενοδοχεία
της Κηφισιάς Σεσίλ, Απέργη και Πεντελικόν, στα οποία διέμενε το προσωπικό της RAF.
Εναντίον της επιχείρησης του ΕΛΑΣ έδρασαν αεροσκάφη της ΡΑΦ που
πετούσαν πολύ χαμηλά. Ήταν η μοναδική περίπτωση στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
που αρχηγείο της ΡΑΦ παραδόθηκε στον εχθρό. Από τις Βρετανικές δυνάμεις
σκοτώθηκαν 11 αιχμαλωτίστηκαν 585, 133 διέφυγαν.
Όλες αυτές τις μέρες των μαχών η βρετανική αεροπορία προσέβαλε με ρουκέτες και πολυβόλα , θέσεις του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα και στα περίχωρα προκαλώντας πολλούς θανάτους αμάχων.
Ο Τσώρτσιλ στην Αθήνα
Τη νύχτα της 23ης προς 24η Δεκεμβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ προχώρησαν στην υλοποίηση σχεδίου που στόχευε στην ανατίναξη του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία όπου
διέμεναν η ελληνική κυβέρνηση και το βρετανικό επιτελείο. Για τον σκοπό
αυτό παγιδεύτηκε με εκρηκτικά υπόνομος που κατέληγε δίπλα στα θεμέλια
του κτιρίου. Επικεφαλής της ομάδας ήταν ο Σπύρος Καλοδίκης, οργανωτικός γραμματέας της ΚΟΑ. Η έκρηξη αναβλήθηκε προσωρινά λόγω της άφιξης του Τσώρτσιλ στην
Ελλάδα και στο διάστημα αυτό Άγγλοι εντόπισαν και απενεργοποίησαν τα
εκρηκτικά. Έχει επίσης αναφερθεί ότι ήταν μόνο μέτρο πίεσης και δεν
υπήρχε εξαρχής πρόθεση για την ανατίναξη, καθώς στο ξενοδοχείο διέμεναν
και υψηλόβαθμα μέλη της Σοβιετικής Αποστολής.
Ο
πρωθυπουργός της Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ έφτασε στην Ελλάδα το
μεσημέρι της 25ης Δεκεμβρίου, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών
της Μεγάλης Βρετανίας Άντονι Ίντεν.
Την πρώτη ημέρα διέμεινε στο Φάληρο στο καταδρομικό Ajax και την
επόμενη πήγε στο υπουργείο Εξωτερικών, όπου συμμετείχε σε
διαπραγματεύσεις μεταξύ της κυβέρνησης-Σκόμπυ και αντιπροσωπείας του
ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Αποτυχία των διαπραγματεύσεων, τελευταίες μάχες
Δεύτερη γενική επίθεση
Στο
μέτωπο των μαχών οι βρετανικές δυνάμεις εξαπέλυσαν από τις 27
Δεκεμβρίου, γενική επίθεση κατά του ΕΛΑΣ. Οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ
αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Αθήνα στις 5 Ιανουαρίου και τον
Πειραιά στις 7 Ιανουαρίου, όταν ο όγκος των βρετανικών μηχανοκινήτων
αλλά και η εξάντληση των εφοδίων και των πυρομαχικών υποχρέωσαν τις
δυνάμεις του ΕΛΑΣ να εγκαταλείψουν την πόλη και να υποχωρήσουν προς τα
βόρεια. Οι Βρετανικές δυνάμεις αεροπορία και πυροβολικό βομβάρδισαν το
Περιστέρι χτυπώντας την 13 Μεραρχία του ΕΛΑΣ. Σύμφωνα με έκθεση της
Μεραρχίας του ΕΛΑΣ περισσότερες από 4.000 βόμβες έπληξαν τη περιοχή με
αποτέλεσμα απώλειες στους αμάχους.
Μάχες στο Μεταξουργείο, Εξάρχεια, Γηροκομείο
Στη
περιοχή του Μεταξιουργείου πολεμούσε το 5ο τάγμα Αλεξιπτωτιστών, το 6ο
τάγμα μαζί με το 153ο τάγμα Εθνοφυλακής μαζί με άρματα μάχης, η προέλαση
των Βρετανών ήταν αργή καθώς πολεμούσαν ενάντια στο έμπειρο 9ο σύνταγμα
του ΕΛΑΣ (Μεσσηνίας). Στις 3 Γενάρη του 1945 οι μαχητές του ΕΛΑΣ
κυκλώθηκαν. Σύμφωνα με βρετανικές αναφορές ο ΕΛΑΣ είχε 151 νεκρούς, ενώ
οι Βρετανοί 10.
Στη
περιοχή των Εξαρχείων, οι Βρετανικές δυνάμεις πολεμούσαν κυρίως
εναντίον του ΕΛΑΣ σπουδάζουσας. Οι μάχες δόθηκαν και μέσα σε
πολυκατοικίες. ενώ στη περιοχή του Γηροκομείου δόθηκε η τελευταία μεγάλη
μάχη.
Τελικά, στις 6 Ιανουαρίου του 1945 οι δυνάμεις του ΕΑΜικού μετώπου αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τον Πειραιά και την Αθήνα. Πέντε μέρες αργότερα, στις 11 Ιανουαρίου, οι μάχες τερματίστηκαν, αφού οι Θεόδωρος Μακρίδης, Αθηναγόρας Αθηνέλλης, Γιάννης Ζέβγος, Δημήτρης Παρτσαλίδης ως εκπρόσωποι της Κ.Ε του ΕΛΑΣ υπέγραψαν στρατιωτική εκεχειρία με τον Σκόμπυ, που τέθηκε σε ισχύ στις 14-1-1945.
Τα Δεκεμβριανά στην υπόλοιπη Ελλάδα
Όταν
γενικεύτηκαν οι συγκρούσεις εντός Αττικής (μετά τις 6/12). Το Γ.Σ του
ΕΛΑΣ ζητούσε να πάρει μέτρα εναντίον των Βρετανικών δυνάμεων εντός της
υπόλοιπης Ελλάδας, η Κ.Ε του ΕΛΑΣ αππέριψεν τετράκις αυτές τις
προτάσεις. Στις 10/44 Βρετανικές δυνάμεις που κινούταν στη περιοχή της
Ελευσίνας, περικυκλώθηκε από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, και γίνανε
διαπραγματεύσεις για αφοπλισμό από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, όμως με εντολή
του Σιάντου οι δυνάμεις αυτές αφέθηκαν να κατευθυνθούν προς την Αθήνα
ανενόχλητες, ενώ ανάλογο περιστατικό έγινε με φάλαγγα Βρετανικών
οχημάτων που περικυκλώθηκε στην περιοχή της Λιβαδειάς και ο στρατηγός
Μάντακας διέταξε την μη προσβολή τους λέγοντας αφήστε τους να τους λιντσάρει ο λαός της Αθήνας.
Μακεδονία
Ο ΕΛΑΣ με πρωτοβουλία του Μάρκου Βαφειάδη είχε καταλάβει την πόλη αντίθετα με ότι προέβλεπε η Συμφωνία της Καζέρτας ενώ
οι Βρετανοί είχαν προχωρήσει σε ναυτικό αποκλεισμό της πόλης. Το Π.Γ
του ΚΚΕ έστελνε οδηγίες στο Γραφείο Μακεδονίας στις 12/12 να διοργανώνει
απεργία, και να κάνει συλλαλητήρια και υπομνήματα προς τους
αντιπροσώπους της Σοβιετικής Ένωσης, ΗΠΑ και Αγγλίας.
Ήπειρος
Το
Γ.Σ του ΕΛΑΣ με επικεφαλής τον Βελουχιώτη και Σαράφη επικεφαλής των
1,8,9 και 10 Μεραρχιών του ΕΛΑΣ έφτασαν στις 18/12/44 στην Ήπειρο, όπου
επιτέθηκαν εναντίον του ΕΔΕΣ. Μέσα σε τέσσερις ημέρες νίκησαν τον ΕΔΕΣ. Ο
Ζέρβας, αλλά και στρατιωτικοί του ΕΛΑΣ εξέφρασαν την απορία τους γιατί
τέτοιος όγκος δυνάμεων οδηγήθηκε εναντίον του ΕΔΕΣ σε ένα τόσο μικρό
μέτωπο, ενώ οι Βρετανοί δε βοήθησαν τον ΕΔΕΣ καθώς θεώρησαν τη σύγκρουση
άνευ σημασίας. Ο ΕΔΕΣ μέσω Πρέβεζας υποχώρησε στη Κέρκυρα.
Συνέπειες της σύγκρουσης
Ο
αστικός πολιτικός κόσμος της εποχής κατηγόρησε την ηγεσία του ΕΑΜ και
το ΚΚΕ για υπαναχώρηση όσον αφορά τον αφοπλισμό των ανταρτικών ομάδων
και για προσχηματική αρχική συμφωνία, την οποία αρκετοί τότε απέδωσαν
στο ότι αναμένονταν στην Ελλάδα πολύ περισσότερες συμμαχικές
(Βρετανικές) δυνάμεις από αυτές που τελικά ήρθαν. Επίσης, το ΕΑΜ
κατηγόρησε τους αντιπάλους του για επέμβαση ξένων δυνάμεων στα ελληνικά
πολιτικά πράγματα. Μεγάλο μέρος της Αθήνας είχε μετατραπεί σε ερείπια
και πολλοί άμαχοι έχασαν τη ζωή τους από τις μάχες που διεξάγονταν στους
δρόμους της Αθήνας άλλα και από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς των
Άγγλων.
Κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών μέλη της οργάνωσης ΟΠΛΑ,
δολοφόνησαν έναν αριθμό αντιφρονούντων, υποστηρικτών του αστικού
καθεστώτος, αλλά και αμφισβητιών της επίσημης κομματικής γραμμής του
ΚΚΕ, μεταξύ των οποίων και γύρω στους 50 τροτσκιστές/αρχειομαρξιστές οι
οποίοι χαρακτήριζαν τα Δεκεμβριανά ως «σταλινικό πραξικόπημα». Στην
περιοχή των διυλιστηρίων της ΟΥΛΕΝ έλαβαν χώρα εκτελέσεις. Ανάμεσα στα
θύματα της ΟΠΛΑ ήταν η ηθοποιός Ελένη Παπαδάκη και ο πρύτανις του ΕΜΠ Ιωάννης Θεοφανόπουλος. Άλλα γνωστά θύματα κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων ή αργότερα, κατά την πορεία των αιχμαλώτων, ήταν και οι Σπύρος Τρικούπης, Στέλιος Κορυζής (αδερφός του πρώην πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή) κ.ά.
Τα
γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 στην Αθήνα θεωρούνται από μια πλευρά των
ιστορικών ως η δεύτερη φάση του Ελληνικού Εμφυλίου (ο «δεύτερος γύρος»
κατά τη μεταπολεμική οπτική) και οδήγησαν στην τρίτη φάση («τρίτο
γύρο»), που τερματίστηκε το 1949 με την (στρατιωτική) ήττα του ΚΚΕ. Η
σύγκρουση των Δεκεμβριανών, καθώς και οι περιπτώσεις ακραίας βίας, όχι
μόνο κατά δοσίλογων, αλλά κατά υποστηρικτών της κυβέρνησης και του
αστικού καθεστώτος, αύξησε το αντικομμουνιστικό μένος της αντίπαλης
πλευράς και έκανε πολύ δύσκολη την προοπτική της άμβλυνσης των παθών.
Μια
άλλη πλευρά των ιστορικών μιλάει ξεκάθαρα για μια ιμπεριαλιστική
επέμβαση στα πεπραγμένα μιας συμμάχου χώρας, καθώς εν καιρώ πολέμου, η
Βρετανία έστειλε σχεδόν 100.000 στρατό στην Ελλάδα για να υπερασπίσει τα
γεωστρατηγικά συμφέροντα της. Σημειωτέον πως ο αριθμός των στρατιωτών
αυτών ήταν σαφώς μεγαλύτερος από εκείνους που εστάλησαν προς βοήθεια της
Ελλάδας όταν δέχθηκε την Ιταλική επίθεση και σχεδόν όμοιος με τον
αριθμό των ιταλών εισβολέων της περιόδου 1940-41.
Τα θύματα
Συγκεντρωτικά στοιχεία
Στον
πιο αποδεκτό «πίνακα απωλειών» των αντιμαχόμενων πλευρών στις μάχες της
Αθήνας, οι βρετανικές δυνάμεις είχαν 210 νεκρούς, 55 μόνιμα
αγνοούμενους και 1100 αιχμαλώτους στα χέρια του ΕΛΑΣ. Οι κυβερνητικές
δυνάμεις είχαν 3480 νεκρούς (889 ανήκαν στη χωροφυλακή και την αστυνομία
και 2540 στα στρατιωτικά τμήματα) και πολλούς αιχμαλώτους. Οι απώλειες
του ΕΛΑΣ υπολογίστηκαν στους 2-3 χιλιάδες νεκρούς και 7-8 χιλιάδες
αιχμαλωτισθέντες, χωρίς στους τελευταίους να υπολογίζονται οι αριστεροί
πολίτες και οπαδοί του ΕΑΜ που συνέλαβαν οι Βρετανοί. Οι συνολικές
απώλειες από τις 33 μέρες συγκρούσεων ανήλθαν στον αριθμό των 17.000
νεκρών, δηλαδή περισσότερων από όσους χάθηκαν στον πόλεμο του 1940-41
(15.000).
Η τύχη των αιχμαλώτων
Οι
Βρετανικές δυνάμεις όταν καταλάμβαναν μια περιοχή που έλεγχε το ΕΑΜ,
συλλαμβάναν ως αιχμαλώτους τα άτομα της περιοχής. Γύρω στις 12.000
αιχμάλωτοι είχαν συλληφθεί ως τις αρχές του Γενάρη του 1945. Πολλοί από
αυτούς φυλακίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης εντός Αττικής μέχρι που
στάλθηκαν στην Ελ-Ντάμπα της Αιγύπτου.
Η τύχη των ομήρων
Ως
απάντηση στην αιχμαλωσία πολιτών από τους Βρετανούς, το ΕΑΜ ξεκίνησε ως
αντίποινα μαζικές συλλήψεις πολιτών από τις 22/12. Η ομηρία -όπως
χαρακτηρίστηκε- οδήγησε σε πλήγμα του κύρους του ΕΑΜ. Το ΕΑΜ δεν
μπορούσε να συντηρήσει με τρόφιμα τους ομήρους, ενώ αυτοί υποχρεώθηκαν
σε εξαντλητικές πεζοπορίες όπως και έγιναν εκτελέσεις ομήρων που
αργοπορούσαν ή πέθαναν από τις κακουχίες.
Τα θύματα των Βρετανικών βομβαρδισμών
Υπολογίζεται ότι γύρω στους 500 άμαχους θύματα βομβαρδισμών υπήρξαν για την περιοχή της Αθήνας.
Η σοβιετική σιωπή
Όσο υπήρχε ο κίνδυνος μιας χωριστής ειρήνης των ΗΠΑ και
της Βρετανίας με την νικημένη Γερμανία, τα σοβιετικά στρατεύματα, που
έως το καλοκαίρι του 1944, είχαν προελάσει έως τα ελληνοβουλγαρικά
σύνορα, δεν επρόκειτο να περάσουν την ελληνο-βουλαρική μεθόριο. Η
συνάντηση της Γιάλτας πλησίαζε
και η Σοβιετική ένωση δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τους Βρεταννούς και
έτσι να διακινδυνεύσει σπουδαία συμφέροντά της σε άλλες περιοχές. Μετά
τα γεγονότα ο Στάλιν τήρησε μια περίεργη σιγή· απέφυγε και να επικρίνει τους Βρεταννούς αλλά και να αποθαρρύνει τον ΕΛΑΣ.
Σχετικά με την στάση αυτή του Στάλιν, ο Τσώρτσιλ παρατηρεί ότι ενώ οι
ΗΠΑ επέκριναν τη βρεταννική παρέμβαση στην Ελλάδα, ο «Στάλιν παρέμεινε
αυστηρά και πιστά προσκολλημένος στη Συμφωνία μας του Οκτωβρίου
(απόσυρση βουλγαρικών στρατευμάτων μέχρι τέλη Οκτωβρίου από τη Μακεδονία
και Θράκη) και κατά τη διάρκεια των πολλών εβδομάδων του αγώνα εναντίον
των κομμουνιστών στους δρόμους της Αθήνας ούτε μια λέξη μομφής δεν
βγήκε από τη «Πράβδα» ή την «Ισβέστια» ». Ωστόσο, από τα στοιχεία που
αποκαλύφθηκαν πρόσφατα, προκύπτει ότι, πριν από τη ανακωχή, η ΕΣΣΔ
προειδοποίσε την ηγεσία του ΚΚΕ, μέσω του Βούλγαρου κομμουνιστή ηγέτη,
πρώην γενικού Γραμματέα της Κομιντέρν Γκεόργκι Δημητρόφ, να μη περιμένει καμιά βοήθεια.
Ο Στάλιν είχε τηρήσει αυστηρά αυτήν τη Συμφωνία των ποσοστών στις έξι εβδομάδες που είχαν διαρκέσει οι μάχες εναντίον του ΕΛΑΣ στην
Αθήνα ούτε η Ισβέστια ούτε η Πράβδα αναφέρθηκαν στο γεγονός. Στις δύο
όμως βαλκανικές χώρες της Μαύρης Θάλασσας ακολουθούσε αντίθετη πορεία.
Αν όμως τον πίεζαν μπορεί να έλεγε: «Εγώ δεν επεμβαίνω σε ό,τι κάνετε
στην Ελλάδα. Επομένως, για ποιο λόγο εσείς δε με αφήνετε να δράσω
ελεύθερα στη Ρουμανία;».
Η βρετανική επέμβαση
Οι
Βρετανοί αντίθετα, μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό τους, παρουσιάστηκαν
αποφασισμένοι σε μέγιστο βαθμό. Ο Τσώρτσιλ, έχοντας ενισχύσει τη θέση
του με την αγγλοσοβιετική συμφωνία της Μόσχας στις 9 Οκτωβρίου 1944 που
αφορούσε τα Βαλκάνια με την άμεση απόσυρση μέχρι τέλος Οκτωβρίου των
βουλγαρικών στρατευμάτων από τις περιοχές της Μακεδονίας και Θράκης, ενώ
το ΚΚΕ σε αντιστάθμισμα, ζήτησε από το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα
την αποστολή μεγάλης ποσότητας όπλων και πυρομαχικών, για να λάβει
αρνητική απάντηση στις 21 του ίδιου μήνα. Το αιτιολογικό ήταν οι
κίνδυνοι διεθνών επιπλοκών αλλά και η έλλειψη όπλων. Ο Τσώρτσιλ διέταξε
την κατάπνιξη της εξέγερσης και σε σχετικό μήνυμά του προς το στρατηγό Σκόμπι ανέφερε
επί λέξει: "μη διστάσετε να ενεργήσετε ωσάν να ευρίσκεστε σε μια
κατακτημένη πόλη όπου έχει ξεσπάσει μια τοπική εξέγερσις". Τον ίδιο
καιρό τηλεγράφησε στον Βρετανό πρέσβη στην Αθήνα σερ Ρέτζιναλντ Λήπερ
(Sir Reginald Leeper) ότι αυτός και ο Παπανδρέου έπρεπε να ακολουθήσουν
τις διαταγές του Σκόμπι για όλα τα θέματα που αφορούσαν τη δημόσια τάξη
και ασφάλεια. Ακόμα, στα Απομνημονεύματά του σημειώνει σχετικά: «Δεν
έχει νόημα να κάνεις τέτοια πράγματα με ημίμετρα» Επιδιώκοντας δε να
εισπράξει τη συμπαράσταση του Αμερικανού προέδρου Φ. Ρούζβελτ για
την επέμβασή του στην Ελλάδα, ο Τσώρτσιλ δεν δίστασε να ψεύδεται
εσκεμμένα σε μήνυμά του προς αυτόν, αναφέροντας απώλειες δήθεν 40.000
βρετανών στρατιωτών στην προσπάθεια υπεράσπισης της Ελλάδας κατά την
προσβολή της από τις δυνάμεις του Άξονα (1940 -41)
Η αγόρευση του Τσώρτσιλ
Στις
18/1/1945 ο Βρετανός πρωθυπουργός μίλησε ενώπιον της Βουλής των
Κοινοτήτων και έδωσε εξηγήσεις όσον αφορά τη πολιτική του σχετικά με τη
κατάσταση στην Ελλάδα και τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα. Ο Τσώρτσιλ αμύνθηκε
της πολιτικής του προχώρησε σε κριτική του ΕΛΑΣ.
.......«Μετέβημεν εις την Ελλάδα με την πρόθεσιν να βοηθήσωμεν την Ελληνικήν Κυβέρνησιν, η οποίαν αντιμετώπιζε τη σύγχυσιν που είχε προκαλέσει εις την χώραν ο τρόμος των Γερμανών[...]Είχομεν προμηθεύσει εις τους άνδρας αυτούς όπλα εις σημαντικάς ποσότητας, με την ελπίδα ότι θα εμάχοντο κατά των Γερμανών[...]Δεν επρόκειτο να επιτεθούν κατά των Γερμανών, αλλά κατά μέγα μέρος έλαβον απλώς τα όπλα αυτά και ενήδρευον παριμένοντας την στιγμήν να καταλάβουν την αρχήν και να κάμουν την Ελλάδα κομμουνιστικό κράτος με ολοκληρωτικήν εκκαθάρισιν όλων των αντιθέτων[...]Ο εξοπλισμένος ΕΛΑΣ κατά την τελευταίαν διετίαν έπαιξε πολύ μικρόν ρόλον εις τον αγώνα κατά των Γερμανών. Δεν δύναμαι να εξάρω τον ρόλον του, όπως θα έπραττον αποτίων φόρον θαυμασμού εις τους ηρωικούς Γάλλους Μακί και τους Βέλγους τοιούτους» .
Αντιδράσεις στο εσωτερικό της Βρετανίας
Η
επέμβαση των βρετανών στα εσωτερικά ζητήματα της Ελλάδας και γενικά
στην απελευθερωμένη Ευρώπη, αντίθετα με όσα προβλέπονταν περί σεβασμού
της επιθυμίας των λαών στη «Χάρτα του Ατλαντικού», προκάλεσε μια θυελώδη συνεδρίαση του αγγλικού κοινοβούλιου, όπου στις 8 Δεκεμβρίου ο
βουλευτής των Εργατικών Σέυμορ Κοκς έφτασε στο σημείο να παραλληλίσει
τις ενέργειες του Ουίνστον Τσώρτσιλ να επιβάλει τις κυβερνήσεις της
αρεσκείας του, με εκείνες του Αδόλφου Χίτλερ να διορίζει γκάουλάϊτερ
στις κατεχόμενες από τον Άξονα χώρες.
Η προετοιμασία των αντίπαλων πλευρών
Δυνάμεις και προετοιμασία της Κ.Ε του ΕΛΑΣ
Με
προσωπική διαταγή του Σιάντου ως γραμματέα του ΚΚΕ, και δίχως να
συγκροτηθεί κανένα συλλογικό όργανο του ΚΚΕ ή του ΕΑΜ ανασυγκρότησε την
Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ ενώ παράλληλα απαγόρεψε κάθε εμπλοκή του
Γενικού Στρατηγείου του ΕΛΑΣ. Στη Κεντρική Επιτροπή του ΕΛΑΣ
τοποθετήθηκαν μη κομματικά στελέχη σε μια προσπάθεια να μην εκτραπούν οι
συγκρούσεις με επικεφαλής τον ίδιο τον Σιάντο και τους αξιωματικούς
Μάντακα και Χατζημιχάλη. Επιτελάρχης της Κεντρικής Επιτροπής διορίστηκε
ο Κωνσταντίνος Λαγγουράνης πρώην
υποδιοικητής του 5/42 συντάγματος ενώ ήταν περαστικός από την Αθήνα,
μάλιστα η συμμετοχή του σε αυτήν την νευραλγική θέση προκάλεσε
αντιδράσεις, καθώς ο αδερφός του υπηρετούσε στην Αμερικάνικη αποστολή
στην Ελλάδα βρέθηκε στο επιτελείο του ΕΛΑΣ.
Το
Α΄ Σώμα Στρατού, είχε στα χαρτιά μία καταγεγραμμένη δύναμη που πλησίαζε
τις 20.000 γυναίκες και άνδρες, διέθετε όμως μόλις 6.000 όπλα με
ελάχιστα πυρομαχικά. Οι μονάδες της Στερεάς, η IIη και η ΧΙΙΙη
μεραρχίες, είχαν περίπου 5.000 ενόπλους κοντά στην Αθήνα (Το 2ο Σύνταγμα
αφοπλίστηκε πριν την σύγκρουση). Στη διάρκεια των μαχών έφθασαν στην
Αθήνα μονάδες από την Πελοπόννησο, τη Στερεά ή και τη Θεσσαλία. η
Ταξιαρχία Ιππικού και το 54ο Σύνταγμα), συνολικά 6.000 έως 7.000
ένοπλοι. Το σύνολο των δυνάμεων του ΕΛΑΣ αποτελούνταν από το Α΄ Σώμα
Στρατού, ΙΙ Μεραρχία, 52 Σύνταγμα Πεζικού, VIII ταξιαρχία, Εθνική
Πολιτοφυλακή κ.α.
Το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΕ
Σε συνάντηση στις 7/12 μελών του Πολιτικού Γραφείου και της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο Σιάντος έγινε αποδέκτης κριτικής του Ιωαννίδη -με
την οποία συμφώνησαν τα υπόλοιπα μέλη- ότι παρασύρθηκε από τις
διαθέσεις του εξαγριωμένου εαμικού πλήθους και ενέπλεξε τον ΕΛΑΣ στην
σύγκρουση με της Βρετανικές δυνάμεις και οδηγεί στη διάσπαση του μετώπου
του ΕΑΜ.
Το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ
Ο επιτελικός αξιωματικός του ΕΛΑΣ Θεόδωρος Μακρίδης είχε προβλέψει εγκαίρως ότι είναι "λίαν ενδεχόμενη βρετανική ένοπλος επέμβασις"
και είχε καλέσει την ηγεσία του ΚΚΕ να πάρει μέτρα για αντιπαράθεση με
τους Βρετανούς. Αντίθετα το ΚΚΕ θα αποκόψει το Γενικό Στρατηγείο του
ΕΛΑΣ που είχε μέλη τους οπαδούς της σύγκρουσης Στέφανο Σαράφη, και Άρη Βελουχιώτη.
Οι
βρετανικές υπηρεσίες ενημέρωναν τακτικά τον αρχιστράτηγο Σκόμπι για τις
κινήσεις του Βελουχιώτη σε όλη τη διάρκεια των Δεκεμβριανών. Ενώ όταν
προσέγγισε στη Θήβα στις 5/1/1945 το ΚΣ του ΕΛΑΣ και το ΠΓ του ΚΚΕ του
απαγόρεψε περαιτέρω εμπλοκή. Ο Σκόμπυ στις 2/12/1944 ζήτησε από την
S.O.E την διερεύνηση της δυνατότητας χαρακτηρισμού του Βελουχιώτη ως εγκληματία πολέμου.
Βρετανικές και κυβερνητικές δυνάμεις
Ήδη από το 1943 η
Βρετανική πλευρά είχε προσανατολιστεί στην αποστολή στρατευμάτων μετά
την Απελευθέρωση ώστε να μην πληγούν τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας
στην Ελλάδα. Σε σημείωμα στον Ήντεν ο Τσώρτσιλ έγραψε στις 6 Αυγούστου
1944 : «...Είτε θα υποστηρίξουμε τον Παπανδρέου, αν χρειαστεί και με
τη βία όπως έχουμε συμφωνήσει, είτε θα πάψουμε να έχουμε τις
οποιεσδήποτε βλέψεις στην Ελλάδα». Άλλωστε και ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Παπανδρέου σε επιστολές προς τον Τσώρτσιλ ζήταγε στις 21 Αυγούστου του 1944 «Για
τον σκοπό αυτό ήταν απαραίτητο να δημιουργήσει έναν Εθνικό Στρατό και
Αστυνομία, και για να επιτύχει αυτόν τον στόχο θα ήταν απαραίτητη η
βρετανική ένοπλη βοήθεια».
Στην
Αθήνα και στον Πειραιά, οι βρετανικές δυνάμεις αποτελούνταν από μία
ελλιπή ταξιαρχία τεθωρακισμένων, την 23η με μία ίλη αρμάτων Sherman, των
35 τόνων ενώ παράλληλα μεγάλο μέρος των μονάδων της ταξιαρχίας ήταν
διάσπαρτες στην Πελοπόνησο και την Στερεά Ελλάδα . Υπήρχαν επίσης η
προετοιμαζόμενη για μετάβαση στην Ιταλία , 2α ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών
μειωμένης σύνθεσης (2 τάγματα αλεξιπτωτιστών των 2 λόχων έκαστο, έναντι
προβλεπομένης σύνθεσης 3 λόχων ανα τάγμα) καθώς και 2 τάγματα της 139ης
ταξιαρχίας της 46ης μεραρχίας πεζικού και τα οποία αφίχθησαν αεροπορικώς
στις 3 Δεκεμβρίου προκειμένου αντικαταστήσουν τους αλεξιπτωτιστές που
επρόκειτο να αναχωρήσουν . Συνολικά 5.000 άνδρες. Υπήρχε ένα πλήθος
βοηθητικών μονάδων με το προσωπικό τους, σχεδόν 10.000 άτομα. Στο
διάστημα μέχρι 10 δεκεμβρίου η 23η τεθωρακισμένη ταξιαρχία συγκέντρωσε
στην Αθήνα , όλες τις διάσπαρτες ανα την Νότιο Ελλάδα μονάδες της , η 2α
ταξιαρχία αλεξιπτωτιστών διετάχθει να παραμείνει στην Αθήνα και
ενισχύθηκε με ενα ακόμα τάγμα , η 139 ταξιαρχία συμπληρώθηκε σε δύναμη
ενώ παράλληλα αποβιβάστηκε στον Πειραιά η 5η ταξιαρχία της 4ης Ινδικής
μεραρχίας . Καθοριστική για την εξέλιξη των επιχειρήσεων υπήρξε η
ενίσχυση των βρετανικών δυνάμεων από την 4η Βρετανική μεραρχία πεζικού η
οποία αναπτύχθηκε στο φάληρο στο διάστημα απο 12 έως 18 Δεκ .
Οι κυβερνητικές δυνάμεις περιλάμβαναν την Τρίτη Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία με 2.423 άνδρες, μονάδες της Χωροφυλακής με 3.000 άνδρες, της Αστυνομίας με 2.500 άνδρες, άνδρες της «Χ», (ΕΔΕΣ, Ρ.Α.Ν, ΠΕΑΝ κ.α., όπως και τους περίπου 1.200 αφοπλισμένους άνδρες των διαλυθέντων Ταγμάτων Ασφαλείας τους
οποίους, παρότι είχαν χαρακτηρισθεί από όλους σαν εχθρικοί σχηματισμοί,
υπόλογοι για τα εγκλήματά τους κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου
της κατοχής (όταν αποτέλεσαν συνεργάτες των κατακτητών και έλαβαν μέρος
σε επιχειρήσεις κατά των αντιστασιακών δυνάμεων) η κυβέρνηση τους
απελευθέρωσε (πολλοί από αυτούς κρατούνταν ενόψει της δίκης τους) και
επιπλέον τους εξόπλισε για να πολεμήσουν εναντίον του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στη μάχη
της Αθήνας.
Οπτικές για τα Δεκεμβριανά
Σύμφωνα
με τον ιστορικό Νίκο Μαραντζίδη αιτία της ήττας του ΕΛΑΣ ήταν η
γενικευμένη επέμβαση των Βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, επέμβαση
που το ΕΑΜ είχε από την αρχή υποτιμήσει, όπως και η δύναμη πυρός που
διέθεταν οι βρετανοί (αεροπορία, τανκς) σε αντίθεση με τον ισχνό οπλισμό
του ΕΛΑΣ. Ενώ αναφέρει ότι ήταν στρατιωτικό κίνημα, οργανωμένο κεντρικά
από την ηγεσία του ΚΚΕ. Στην ίδια λογική σύμφωνα με τον καθηγητή
Πολιτικής Επιστήμης Γιώργο Μαυρογορδάτο υπήρχε σχέδιο κατάληψης της
εξουσίας από μεριάς του ΚΚΕ το οποίο ήταν ανόητο και με τη λογική
της κατάληψης της εξουσίας μέσω πραξικοπήματος στην λογική της
εμπειρίας του Μεσοπολέμου. Άλλωστε αναφέρει, ότι υπήρχαν από το 1943
τρία σχέδια κατάληψης εξουσίας (από τον επιτελικό Μακρίδη και άλλους),
έτσι το ΚΚΕ άρχισε την επίθεση με επαρκείς δυνάμεις αλλά χωρίς ορθή
ιεράρχηση στόχων. Ο στόχος του ΚΚΕ ήταν να εξαλειφθούν οι κυβερνητικές
δυνάμεις ώστε να υπάρχει τετελεσμένο γεγονός. Σύμφωνα με τον ιστορικό
Στάθη Καλύβα τα Δεκεμβριανά δεν ήταν αυθόρμητη εξέγερση, αλλά ότι η
απόφαση για τη σύγκρουση είχε ληφθεί από το ΚΚΕ από την 27 Νοεμβρίου και
επισημοποιήθηκε την 2 Δεκεμβρίου, οπότε και ξεκίνησαν για την Αθήνα
μονάδες του ΕΛΑΣ Αττικής και Ρούμελης.
Αντίθετα
ο ιστορικός Μενέλαος Χαραλαμπίδης υποστηρίζει, ότι αν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ
στόχευε εξ' αρχής σε κατάληψη εξουσίας, αφενός θα εξαπέλυε το
στρατιωτικό του κίνημα στο κενό διάστημα από 12-18 Οκτωβρίου του 1944,
αφετέρου δεν θα καθυστερούσε την έναρξη επιχειρήσεων εναντίον των
Βρετανών επί μια σχεδόν εβδομάδα μετά την έκρηξη της Δεκεμβριανής
σύγκρουσης.
Συμμετείχαν στη σύγκρουση των Δεκεμβριανών
στις τάξεις του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ
Αθηναγόρας Αθηνέλλης, Γιάννης Αλεξάνδρου (Διαμαντής), Κώστας Αξελός, Νίκος Γόδας, Εμμανουήλ Βαζαίος, Μίκης Θεοδωράκης, Σπύρος Καλοδίκης, Δημήτριος Κασλάς
Νίκανδρος Κεπέσης, Απόστολος Κοκμάδης, Λεωνίδας Κύρκος, Παντελής Λάσκας, Μιχάλης Κατσαρός, Ιάννης Ξενάκης, Αλέξης Πάρνης, Τίτος Πατρίκιος, Λάκης Σάντας, Σωτήρης Τσιτσιπής, Αλέκος Τσουκόπουλος, Γιώργος Χουλιάρας (Περικλής), Μανώλης Γλέζος, Μάνος Χατζιδάκης, Βασίλης Μπαρτζιώτας, Αιμίλιος Βεάκης, Δήμος Σταρένιος, Κωνσταντίνος Δεσποτόπουλος, Γιάννης Ζέβγος, Μέμος Μακρής, Δημήτρης Παρτσαλίδης, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Θανάσης Χατζής, Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, Μίμης Φωτόπουλος, Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Νίκος Κούνδουρος
Συμμετείχαν στη σύγκρουση των Δεκεμβριανών στις τάξεις του κυβερνητικού στρατού
Λεωνίδας Σπαής Θύμιος Δεδούσης Αναστάσιος Πεπονής Γεώργιος - Αλέξανδρος Μαγκάκης Ζάχος Χατζηφωτίου Στυλιανός ΠαττακόςΔιονύσιος Παπαδόγκωνας Αντώνης Φωστερίδης Αντώνης Παπαπαντολέων Γεώργιος Ράλλης.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)