ΓΡΑΜΜΟΣ - ΒΙΤΣΙ 1949 : Ο ΕΘΝΙΚΟΣ ΣΤΡΑΤΟΣ ΣΥΝΤΡΙΒΕΙ ΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΙΛΗ
Tου Νίκου Γιαννόπουλου
δημοσιεύθηκε στο τεύχος 19 του Patria τον Σεπτέμβριο του 2009
Αυτό
τον Αύγουστο συμπληρώνονται 62 χρόνια από το τέλος των
αντιανταρτικών επιχειρήσεων. Η επιχείρηση των εθνικών δυνάμεων με την
κωδική ονομασία ΠΥΡΣΟΣ διεξήχθη καθ' όλο τον μήνα Αύγουστο σε τρεις
διαδοχικές φάσεις με αποτέλεσμα την οριστική συντριβή των κομμουνιστών
και το τέλος της αιματοβαμμένης σύγκρουσης η οποία τόσα δεινά είχε
επιφέρει στην, ήδη καθημαγμένη από την κατοχή, χώρα.
Tον Αύγουστο του 1949 ο αυτοαποκαλούμενος Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) είχε περιέλθει σε δεινή θέση. Σε στρατιωτικό επίπεδο, μετά από απανωτές αποτυχίες είχε περιοριστεί στο λεγόμενο «Κράτος του Γράμμου» και έπασχε πολύ σοβαρά στον τομέα του ανεφοδιασμού και των εφεδρειών. Σε πολιτικό επίπεδο η επιλογή του ΚΚΕ, κατόπιν πίεσης της Μόσχας, να λάβει θέση υπέρ της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη διαμάχη της πρώτης με τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη Τίτο αποδείχθηκε καταστροφική.
Tον Αύγουστο του 1949 ο αυτοαποκαλούμενος Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) είχε περιέλθει σε δεινή θέση. Σε στρατιωτικό επίπεδο, μετά από απανωτές αποτυχίες είχε περιοριστεί στο λεγόμενο «Κράτος του Γράμμου» και έπασχε πολύ σοβαρά στον τομέα του ανεφοδιασμού και των εφεδρειών. Σε πολιτικό επίπεδο η επιλογή του ΚΚΕ, κατόπιν πίεσης της Μόσχας, να λάβει θέση υπέρ της Κομμουνιστικής Διεθνούς στη διαμάχη της πρώτης με τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη Τίτο αποδείχθηκε καταστροφική.
Η κατάσταση των δύο αντιπάλων
Στις
11 Ιουλίου 1949 το Βελιγράδι αποφάσισε το κλείσιμο των συνόρων του με
τη χώρα μας. Αυτό πρακτικά απέκοπτε τον ΔΣΕ από τις βάσεις ανεφοδιασμού
του και του στερούσε τα στρατόπεδα εκπαίδευσης που είχε ιδρύσει στο
γιουγκοσλαβικό έδαφος. Εκτός όμως του θέματος που προέκυψε με το
«αδελφό» γιουγκοσλαβικό κομμουνιστικό κόμμα, την ίδια εποχή, δηλαδή το
καλοκαίρι του 1949, ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε και άλλα σημαντικά προβλήματα.Η
επιμονή της κομμουνιστικής ηγεσίας να μετατρέψει τις ανταρτικές ομάδες
σε τακτικό «λαϊκό» στρατό στέφθηκε από πλήρη αποτυχία. Οι μεγάλες
μονάδες που προέκυψαν δεν είχαν το πλεονέκτημα της ευελιξίας, της
ευκαμψίας και της ταχείας κίνησης (χαρακτηριστικά των αντάρτικων
σχηματισμών). Επιπλέον η απόφαση για διατήρηση βάσεων (Βίτσι-Γράμμος)
καθήλωσε τις μονάδες αυτές σε μια στατική άμυνα. Ως αποτέλεσμα ο ΔΣΕ
αναλώθηκε σε μάχες εκ παρατάξεως με δυσαναπλήρωτες φθορές προσωπικού
και υλικού. Το ζήτημα της αναπλήρωσης του προσωπικού ήταν ιδιαίτερα
οξυμένο για τον ΔΣΕ. Στο γεγονός αυτό είχαν συντελέσει αποφασιστικά
τόσο η τακτική των «σαρωμάτων» που εφάρμοζε ο Εθνικός Στρατός, όσο και η
εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους κατοίκους της. Ο ΕΣ με την
προαναφερθείσα τακτική των διαδοχικών «σαρωμάτων» είχε καταφέρει
αρχίζοντας από την Πελοπόννησο και κατευθυνόμενος προς τη Στερεά
Ελλάδα-Θεσσαλία και στη συνέχεια Μακεδονία να εξαφανίσει ουσιαστικά κάθε
παρουσία του ΔΣΕ σε αυτές τις περιοχές, αφήνοντας μόνο ολιγομελείς
ομάδες καταπονημένων ανταρτών οι οποίες εξουδετερώνονταν πλήρως από τις
μονάδες της Εθνοφυλακής, των ΜΑΥ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) και της
Χωροφυλακής. Επίσης λόγω του πολέμου η ύπαιθρος είχε εγκαταλειφθεί από
τον πληθυσμό, στερώντας με αυτό τον τρόπο τον ΔΣΕ από μια δυνητικά
σημαντική πηγή στρατολόγησης. Επιπλέον εκατοντάδες αντάρτες
λιποτακτούσαν η παραδίδονταν αυτοβούλως σε μονάδες του ΕΣ απογοητευμένοι
από την εξέλιξη του πολέμου και προδομένοι από τις μεγαλόστομες
διακηρύξεις της ηγεσίας τους περί «οριστικής συντριβής του
μοναρχοφασισμού». Για να αντιμετωπίσει τη δυσμενή αυτή κατάσταση ο ΔΣΕ
ενέτεινε την (ήδη ανακαινισθείσα από το 1946) βίαιη στρατολόγηση από
περιοχές που ακόμα ο ίδιος έλεγχε, με τα όποια επακόλουθα μπορούσε να
έχει μια τέτοια τακτική στο ηθικό και στο αξιόμαχο των τμημάτων, καθώς
και η χρησιμοποίηση σε σημαντικό αριθμό γυναικών σε μάχιμα τμήματα για
την κάλυψη των κενών. Ήδη από τον Νοέμβριο του 1948 ο επικεφαλής του ΔΣΕ
Μάρκος Βαφειάδης ομολογούσε «...Από τα μέσα του 1947 η στρατολόγηση
του ΔΣΕ είχε πάρει σχεδόν ολότελα βίαιο χαρακτήρα. Η εθελοντική
κατάταξη δεν έφτανε ούτε το 10%.». Μοναδικός σύμμαχος του ΔΣΕ εκείνες
τις δύσκολες ώρες ήταν οι ομάδες των σλαβόφωνων ανταρτών. Επρόκειτο για
πρώην βουλγαρίζοντες και νυν αναβαπτισμένους «Μακεδόνες» αυτονομιστές.
Η προσπάθεια κατατρομοκράτησης των ελληνικών πληθυσμών της δυτικής
Μακεδονίας θύμιζε στους βετεράνους του Μακεδονικού Αγώνα ανάλογες
ενέργειες των κομιτατζήδων. Σαν να μην έφθαναν όλα αυτά η διάσταση
μεταξύ των «άκαπνων» στελεχών του ΚΚΕ, τα οποία αυτοαναγορεύονταν
σε «πολέμαρχοι» και επέμεναν να εμπλέκονται στην εκπόνηση των σχεδίων
επιχειρήσεων, και των ολιγάριθμων εμπειροπόλεμων επαγγελματιών
στρατιωτικών του ΔΣΕ λάμβανε δραματικές διαστάσεις. Χαρακτηριστικό της
μεγαλομανίας των στελεχών του ΚΚΕ ήταν η απονομή του βαθμού του
στρατηγού σε τρείς αντιστράτηγους και 14 υποστράτηγους. Στρατηγοί χωρίς
στρατό! Επιπλέον οι ανάγκες τακτικού εφοδιασμού του ΔΣΕ είχαν
εξελιχθεί σε αληθινό βρόγχο. Με «κλειστά» τα γιουγκοσλαβικά σύνορα,
έλλειψη ουσιαστικού ελέγχου στην ύπαιθρο χώρα της υπόλοιπης Ελλάδας,
έλλειψη δυνατότητας ελεύθερης επικοινωνίας με τα μεγάλα αστικά κέντρα
και δυσχερή (ως απόλυτα ανέφικτη σε ορισμένες περιπτώσεις και περιοχές)
συλλογή εφοδίων και την περίθαλψη των τραυματιών του ο ΔΣΕ παρουσίαζε
σημαντικά προβλήματα διοικητικής μέριμνας, τα οποία μερικές φορές ήταν
καθοριστιΠολλές φορές ο ατομικός οπλισμός των στρατιωτών του ΕΣ ήταν
κατώτερος των αντιπάλων τουςκής σημασίας για την εξέλιξη των
επιχειρήσεων. Από την άλλη πλευρά η κατάσταση ήταν ευοίωνη. Τον
Ιανουάριο του 1949 ο Θεμιστοκλής Σοφούλης ανέλαβε την εντολή σχηματισμού
κυβέρνησης, αποτελούμενης από μέλη από όλες τις μη αριστερές πολιτικές
δυνάμεις της χώρας. Πρώτη ενέργεια της κυβέρνησης ήταν η επιλογή του
στρατηγού Αλέξανδρου Παπάγου για τη θέση του αρχιστρατήγου του ΕΣ, με
ευρύτατες δικαιοδοσίες. Ο Παπάγος είχε το δικαίωμα να αποφασίζει για τη
διεύθυνση και τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων, για τη σύνθεση και τη
συγκρότηση των μονάδων, για τις τοποθετήσεις και τις προαγωγές των
αξιωματικών, ενώ θα μπορούσε να ανακαλεί στην ενέργεια όποιον απόστρατο
αξιωματικό επιθυμούσε. Υπό τις διαταγές του τέθηκαν, εκτός από τον ΕΣ,
το Βασιλικό Ναυτικό, η Ελληνική Βασιλική Αεροπορία και η Βασιλική
Χωροφυλακή. Παράλληλα αποφασίστηκε η διάλυση του Συμβουλίου Εθνικής
Αμύνης στο οποίο συμμετείχαν, με δικαίωμα ψήφου, αρχικά οι Βρετανοί και
στη συνέχεια οι Αμερικανοί. Έτσι φθάσαμε στον απόλυτο συγκεντρωτισμό
του ενός, ο οποίος σε στρατιωτικά θέματα δεν έδινε λογαριασμό ούτε στην
κυβέρνηση, ούτε στους Αμερικανούς οι οποίοι περιορίστηκαν στον
συμβουλευτικό τους ρόλο. Ο Παπάγος επέβαλλε αυστηρότατη πειθαρχία στο
στράτευμα και ιδιαίτερα στους διοικητές των μεγάλων σχηματισμών.
Παράλληλα εμφύσησε ένα νέο επιθετικό πνεύμα και εφάρμοσε ευρέως την αρχή
της συγκέντρωσης των δυνάμεων. Οι επιχειρήσεις που διεξάγονταν ήταν
πλέον συγκεντρωτικές, με μάζα ελιγμού η οποία αποσκοπούσε και επιζητούσε
είτε την αποφασιστική εμπλοκή με τον αντίπαλο, είτε την πλήρη
εκκαθάριση κάθε περιοχής. Επιπλέον ο ΕΣ είχε αρχίσει να παραλαμβάνει
άφθονο σύγχρονο πολεμικό υλικό, καθώς και κάθε είδους εφόδια, και το
ένοπλο προσωπικό είχε αρχίσει να εκπαιδεύεται εντατικά στη χρήση τους.
Ακόμα η ευρεία στρατολογία που είχε εφαρμοστεί πέτυχε κατά την κρίσιμη
χρονική στιγμή της τελικής προσπάθειας οι ΕΔ, να έχουν περίπου 300.000
άνδρες υπό τα όπλα. Πέρα όμως από τους αριθμούς οι στρατιώτες του ΕΣ
διακρίνονταν για την ποιότητά τους. Σήμερα η αριστερή ρητορεία έχει
δημιουργήσει ένα τέτοιο πλέγμα μύθου γύρω από αυτό το θέμα ώστε να
πιστεύει κανείς ότι οι άνδρες του ΕΣ στρατολογούντο σχεδόν βίαια,
οδηγούντο στη μάχη υπό την απειλή των όπλων αγροίκων υπαξιωματικών και
φανατισμένων αξιωματικών, λιποτακτούσαν με την πρώτη ευκαιρία και όταν
βρίσκονταν απέναντι από τους «συντρόφους» αστοχούσαν επίτηδες. Τώρα πως
ένας τέτοιος στρατός νίκησε είναι απορίας άξιον! Οι άνδρες του ΕΣ ήταν
άριστα εκπαιδευμένοι, με υψηλότατο ηθικό και πλήρη επίγνωση της
αποστολής τους. Στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από αγροτικές περιοχές.
Αυτό αφενός μεν τους καθιστούσε σκληροτράχηλους, αφετέρου διψασμένους
για εκδίκηση καθώς οι περιοχές των περισσοτέρων είχαν αποτελέσει στόχων
επιδρομών αντάρτικών ομάδων. Οι υπαξιωματικοί και οι αξιωματικοί
διακρίνονταν τόσο για την άρτια εκπαίδευση όσο και για την πολύτιμη
εμπειρία τους καθώς οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν βετεράνοι των
πολεμικών επιχειρήσεων της περιόδου 1940-1948. Όλοι αυτοί οι παράγοντες
συνέβαλαν τα μέγιστα στη νίκη των εθνικών δυνάμεων στα κακοτράχαλα
βουνά του Γράμμου και του Βιτσίου. Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις
του ΕΣ σε Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία και σε άλλες περιοχές
της χώρας, ήταν φανερό πως τα πράγματα όδευαν προς την τελική
σύγκρουση. Ο ΕΣ είχε καταφέρει να απαγκιστρώσει ισχυρές δυνάμεις από
τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο και να τις στρέψει προς τον Γράμμο και το
Βίτσι, όπου βρίσκονταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των ανταρτικών
δυνάμεων. Στην τελική σύγκρουση ο ΕΣ μπορούσε να υπολογίζει σε οκτώ
μεραρχίες (Ι, ΙΙ, VIII, IX, X, XI, XV, III Καταδρομών), 14 ελαφρά
συντάγματα πεζικού, 150 πεδινά και ορειβατικά πυροβόλα, 200 άρματα
μάχης και ελαφρά τεθωρακισμένα οχήματα και περισσότερα από 100 μαχητικά
και ελαφρά βομβαρδιστικά αεροσκάφη. Σύνολο δύναμης 150.000 άνδρες.
Απέναντι σε αυτή τη μεγάλη δύναμη του αντιπάλου ο ΔΣΕ είχε να
αντιπαρατάξει 9.000 περίπου μαχητές στο Βίτσι και 6.500 περίπου μαχητές
στον Γράμμο. Επίσης διέθετε 45 ορειβατικά πυροβόλα, 15 αντιαεροπορικά
και άγνωστο αριθμό αντιαρματικών.
Η περιοχή των επιχειρήσεων
Οι ορεινοί όγκοι του Γράμμου και του Βιτσίου σχηματίζουν ένα νοητό τετράπλευρο το οποίο έχει ως βάση τα αλβανικά σύνορα, ενώ προς τα ανατολικά «συνορεύει» με τα όρη Χάσια, προς τα νότια με τον ποταμό Αλιάκμονα και προς τα δυτικά με το όρος Σμόλικας. Το μήκος της κάθε πλευράς του νοητού τετραγώνου είναι-σε ευθεία γραμμή-περίπου 120 χιλιόμετρα, με εξαίρεση την προς Αλβανία πλευρά, που φθάνει σε μήκος τα 40 χιλιόμετρα. Η περιοχή αυτή αποτελεί την «καρδιά» της Πίνδου, με πολλές υψηλές κορυφές 1500-2500 μέτρων. Πυκνά δάση κάλυπταν την περιοχή και προσέφεραν αποτελεσματικότατη κάλυψη στους αμυνόμενους. Μοναδικοί οδικοί άξονες ήταν αυτοί που συνδέουν την Καστοριά, τη Νεάπολη, τα Γρεβενά, το Μέτσοβο και τα Ιωάννινα, με παρακαμπτηρίους που οδηγούσαν στην Κόνιτσα, στον Πεντάλοφο και στο Νεστόριο. Βορείως του Γράμμου και στην περιοχή μεταξύ των λιμνών των Πρεσπών, της λίμνης της Καστοριάς και της Φλώρινας δεσπόζει ο ορεινός όγκος του Βαρνούντα, από τον οποίο εκτείνονται δύο οροσειρές: αυτή του Γκόρμπες-Ορλοβο, που αποτελεί τη συνδετήρια με τον Γράμμο και αυτή του Βίτσι-Μαρίκι-Σινιάτσικο. Το σύνολο της ορεινής αυτής περιοχής ονομάζεται Βίτσι. Από το 1947 ο Γράμμος και το Βίτσι κατέχονταν από τους αντάρτες οι οποίοι είχαν οχυρώσει με ένα δαιδαλώδες δίκτυο πολυβολείων, συρματοπλεγμάτων, καταφύγιων ναρκοπεδίων και κάθε είδους αμυντική κατασκευή η οποία μεγιστοποιούσε στο έπακρο τις φυσικές δυσκολίες του χώρου. Η περιοχή ονομάζονταν «Ελεύθερη Ελλάδα», προφανώς σε αντιδιαστολή με την υπόλοιπη Ελλάδα την οποία θεωρούσαν υπό κατοχή. Η συνολική έκταση της περιοχής έφθανε τα 1.500 τετραγωνικά χιλιόμετρα ενώ ο πληθυσμός της-πολίτες και αντάρτες-έφθανε τις 45.000-50.000 άτομα. Εκεί βρίσκονταν οι έδρες της «κυβέρνησης» των ανταρτών, του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ, καθώς και του ΚΚΕ.
Το σχέδιο ΠΥΡΣΟΣ
Το σχέδιο των επιχειρήσεων του ΕΣ είχε την κωδική ονομασία «Πυρσός». Προβλεπόταν να διεξαχθεί σε τρεις φάσεις. «Πυρσός Α΄» (2-8 Αυγούστου): Στη φάση αυτή προβλέπονταν παραπλανητικές επιθέσεις στον Γράμμο, με σκοπό να δημιουργηθεί η αίσθηση στον ΔΣΕ ότι εκεί θα εκδηλωνόταν η κύρια επίθεση του αντιπάλου και να καθηλωθούν οι δυνάμεις του. «Πυρσός Β΄»(10-16 Αυγούστου): Η φάση αυτή του σχεδίου προέβλεπε ότι η κύρια ενέργεια του ΕΣ, μετά την εφαρμογή του «Πυρσός Α΄», θα εξελισσόταν στην περιοχή του Βίτσι με σκοπό την κατάληψή της και την εξόντωση των ανταρτών. «Πυρσός Γ΄» (24-30 Αυγούστου): Η φάση αυτή προέβλεπε αποφασιστική ενέργεια στην περιοχή του Γράμμου, με σκοπό την κατάληψή της και την εξολόθρευση των ανταρτικών δυνάμεων, καθώς και απόφραξη των αλβανικών συνόρων, για να μην υπάρχει καμία διέξοδος στις δυνάμεις του ΔΣΕ. Για την αντιμετώπιση της εκστρατείας του ΕΣ το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ καθόρισε το σχέδιο δράσης των δυνάμεων του ΔΣΕ. Σε γενικές γραμμές οι αντάρτες θα αντέτασσαν ενεργητική άμυνα η οποία θα συνίστατο στην άμεση εκτόξευση αντεπιθέσεων για ανακατάληψη απολεσθέντος στρατηγικού σημείου. Δράση στα μετόπισθεν του εχθρού και αποκοπή των συγκοινωνιών του ώστε το τελευταίος να καθηλώσει αρκετές δυνάμεις και να μην τις διοχετεύσει στην κύρια επίθεση του. Σε περίπτωση που ένα στρατηγικό σημείο πιεζόταν πολύ οι αντάρτες θα εκτόξευαν αντεπιθέσεις σε διαφορετικά σημεία ώστε να ανακουφίσουν τους αμυνόμενους συμπολεμιστές τους. Σε μια ευνοϊκή στιγμή των επιχειρήσεων το Γενικό Αρχηγείο των ανταρτών μπορούσε να αποφασίσει μαζικό συγκεντρωτικό χτύπημα για ανατροπή του εχθρού. Το σχέδιο αντιμετώπισης της επίθεσης ήταν άρτιο πλην όμως ο ΔΣΕ στερείτο των απαραίτητων εφεδρειών για τη διενέργεια αντεπιθέσεων.
Η ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ
Την νύχτα της 2ας προς 3η Αυγούστου ο αντιστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος, έχοντας στη διάθεση του δύο μεραρχίες, μια ανεξάρτητη ταξιαρχία, τρία ελαφρά συντάγματα πεζικού, δύο ίλες αναγνωρίσεως και έναν ουλαμό αρμάτων έδωσε την διαταγή για την εφαρμογή της επιχείρησης «Πυρσός Α΄». Ο «Πυρσός Α΄» (2-8 Αυγούστου) ήταν, όπως προαναφέρθηκε, μια παραπλανητική επίθεση για να δοθεί η εντύπωση ότι η κύρια προσπάθεια ήταν κατά των ανταρτικών δυνάμεων στον Γράμμο, οι οποίες ενδεχομένως θα ενισχύονταν από άλλες που θα άφηναν τις θέσεις τους στο Βίτσι σπεύδοντας προς βοήθειά τους. Έχοντας απέναντι τους δύο ανταρτικές μεραρχίες ελαττωμένης σύνθεσης, οι δυνάμεις του ΕΣ, υποστηριζόμενες από δύο συντάγματα πεδινού πυροβολικού και από την Αεροπορία, όχι μόνο πέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό, αλλά κατέλαβαν και στρατηγικής σημασίας υψώματα τα οποία θα αποτελούσαν βάσεις εξόρμησης για τις κατοπινές επιχειρήσεις στον Γράμμο. Στις 10 Αυγούστου τέθηκε σε εφαρμογή η επιχείρηση «Πυρσός Β΄» στο Βίτσι, μια ισχυρά οχυρωμένη από τους αντάρτες περιοχή. Στις 0.6.30 της 10ης Αυγούστου, η 22η Ταξιαρχία εξαπέλυσε την πρώτη έφοδο. Ύστερα από πεντάωρη σκληρή αναμέτρηση κατέλαβε τα οχυρά σημεία ύψωμα 1585 και Πολενάτα. Από τον διάδρομο που άνοιξαν οι ηρωικώς μαχόμενοι άνδρες της ταξιαρχίας, διείσδυσε η ΧΙ Μεραρχία με την Ε΄ Μοίρα Καταδρομών και το πρωί της επόμενης ημέρας οι εθνικές δυνάμεις κατείχαν την οχυρή θέση Τσούκα σε μικρή απόσταση από το ύψωμα Λέσιτς, πίσω ακριβώς από τους αντάρτες. Την ίδια νύχτα καταδρομείς επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στην τοποθεσία που κατείχαν οι αντάρτες. Την επόμενη ημέρα οι καταδρομείς κατέλαβαν το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Μπάρο, προσβάλλοντας ταυτόχρονα το ύψωμα Λέσιτς από τον Νότο. Την ίδια στιγμή εναντίον του Λέσιτς εφορμούσε ακάθεκτη άλλη μοίρα Καταδρομών ξεκινώντας από την περιοχή Κουλκουθούρια. Η μάχη συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση μέχρι την 16η Αυγούστου. Οι αντάρτες μάχονταν απεγνωσμένα, αλλά η αντίστασή τους κάμφθηκε μπροστά στην επιμονή των επιτιθέμενων. Έτσι το Βίτσι έπεσε στα χέρια των εθνικών δυνάμεων μαζί με το μέγιστο μέρος του βαρέως πολεμικού υλικού των ανταρτών και τις εγκαταστάσεις της κυβέρνησής τους. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης επέφερε την κατάρρευση στις δυνάμεις του ΔΣΕ. Ισχυροί σχηματισμοί του ΕΣ διέσπασαν τις γραμμές άμυνας των ανταρτών και διείσδυσαν σε βάθος καταλαμβάνοντας το ύψωμα Λέσιτς. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ απωθήθηκαν βορειοδυτικά και αναζήτησαν καταφύγιο στη χερσόνησο Πηξός, μεταξύ Μεγάλης και Μικρής Πρέσπας. Εκεί όμως δέχθηκαν σαρωτικές αεροπορικές επιθέσεις. Έτσι αναγκάστηκαν να ελιχθούν προς τον Γράμμο μέσω αλβανικού εδάφους.
Την νύχτα της 2ας προς 3η Αυγούστου ο αντιστράτηγος Θρασύβουλος Τσακαλώτος, έχοντας στη διάθεση του δύο μεραρχίες, μια ανεξάρτητη ταξιαρχία, τρία ελαφρά συντάγματα πεζικού, δύο ίλες αναγνωρίσεως και έναν ουλαμό αρμάτων έδωσε την διαταγή για την εφαρμογή της επιχείρησης «Πυρσός Α΄». Ο «Πυρσός Α΄» (2-8 Αυγούστου) ήταν, όπως προαναφέρθηκε, μια παραπλανητική επίθεση για να δοθεί η εντύπωση ότι η κύρια προσπάθεια ήταν κατά των ανταρτικών δυνάμεων στον Γράμμο, οι οποίες ενδεχομένως θα ενισχύονταν από άλλες που θα άφηναν τις θέσεις τους στο Βίτσι σπεύδοντας προς βοήθειά τους. Έχοντας απέναντι τους δύο ανταρτικές μεραρχίες ελαττωμένης σύνθεσης, οι δυνάμεις του ΕΣ, υποστηριζόμενες από δύο συντάγματα πεδινού πυροβολικού και από την Αεροπορία, όχι μόνο πέτυχαν τον αντικειμενικό τους σκοπό, αλλά κατέλαβαν και στρατηγικής σημασίας υψώματα τα οποία θα αποτελούσαν βάσεις εξόρμησης για τις κατοπινές επιχειρήσεις στον Γράμμο. Στις 10 Αυγούστου τέθηκε σε εφαρμογή η επιχείρηση «Πυρσός Β΄» στο Βίτσι, μια ισχυρά οχυρωμένη από τους αντάρτες περιοχή. Στις 0.6.30 της 10ης Αυγούστου, η 22η Ταξιαρχία εξαπέλυσε την πρώτη έφοδο. Ύστερα από πεντάωρη σκληρή αναμέτρηση κατέλαβε τα οχυρά σημεία ύψωμα 1585 και Πολενάτα. Από τον διάδρομο που άνοιξαν οι ηρωικώς μαχόμενοι άνδρες της ταξιαρχίας, διείσδυσε η ΧΙ Μεραρχία με την Ε΄ Μοίρα Καταδρομών και το πρωί της επόμενης ημέρας οι εθνικές δυνάμεις κατείχαν την οχυρή θέση Τσούκα σε μικρή απόσταση από το ύψωμα Λέσιτς, πίσω ακριβώς από τους αντάρτες. Την ίδια νύχτα καταδρομείς επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στην τοποθεσία που κατείχαν οι αντάρτες. Την επόμενη ημέρα οι καταδρομείς κατέλαβαν το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Μπάρο, προσβάλλοντας ταυτόχρονα το ύψωμα Λέσιτς από τον Νότο. Την ίδια στιγμή εναντίον του Λέσιτς εφορμούσε ακάθεκτη άλλη μοίρα Καταδρομών ξεκινώντας από την περιοχή Κουλκουθούρια. Η μάχη συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση μέχρι την 16η Αυγούστου. Οι αντάρτες μάχονταν απεγνωσμένα, αλλά η αντίστασή τους κάμφθηκε μπροστά στην επιμονή των επιτιθέμενων. Έτσι το Βίτσι έπεσε στα χέρια των εθνικών δυνάμεων μαζί με το μέγιστο μέρος του βαρέως πολεμικού υλικού των ανταρτών και τις εγκαταστάσεις της κυβέρνησής τους. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης επέφερε την κατάρρευση στις δυνάμεις του ΔΣΕ. Ισχυροί σχηματισμοί του ΕΣ διέσπασαν τις γραμμές άμυνας των ανταρτών και διείσδυσαν σε βάθος καταλαμβάνοντας το ύψωμα Λέσιτς. Οι δυνάμεις του ΔΣΕ απωθήθηκαν βορειοδυτικά και αναζήτησαν καταφύγιο στη χερσόνησο Πηξός, μεταξύ Μεγάλης και Μικρής Πρέσπας. Εκεί όμως δέχθηκαν σαρωτικές αεροπορικές επιθέσεις. Έτσι αναγκάστηκαν να ελιχθούν προς τον Γράμμο μέσω αλβανικού εδάφους.
Η τελευταία Μάχη
Μετά το πέρας των δύο πρώτων φάσεων της επιχείρησης «Πυρσός» όλα ήταν έτοιμα για τη διεξαγωγή της τρίτης και τελευταίας φάσης, με την οποία πιστευόταν ότι θα δινόταν το τελειωτικό χτύπημα κατά του ΔΣΕ. Το σχέδιο επιχειρήσεων του ΓΕΣ προέβλεπε ότι σε πρώτο χρόνο έπρεπε να καταληφθεί ο βόρειος Γράμμος, με παράλληλη παρενόχληση του ΔΣΕ στον νότιο Γράμμο, ενώ θα απαγορευόταν η διαφυγή των ανταρτών νοτίως του Σαραντάπορου προς την περιοχή της νότιας Πίνδου. Σε δεύτερο χρόνο οι δυνάμεις του ΕΣ θα εξασφάλιζαν την κατοχή του βόρειου Γράμμου, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η εκκαθάριση της νότιας περιοχής του ορεινού όγκου. Σε τρίτο χρόνο ο ΕΣ έπρεπε να εξασφαλίσει το σύνολο του Γράμμου, να αποκαταστήσει την ακεραιότητα του εθνικού εδάφους και να προβεί στη συστηματική εκκαθάριση του δασωμένου και δυσπρόσιτου ορεινού όγκου του Γράμμου από υπολείμματα ανταρτικών δυνάμεων. Η ηγεσία του ΓΕΣ πίστευε-σωστά όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια-ότι με αυτό το σχέδιο θα διασπάτο η διάταξη των ανταρτικών δυνάμεων στο κέντρο, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να εξαναγκαστούν να εμπλακούν σε μάχες φθοράς και να συγκεντρώσουν εκεί το σύνολο των εφεδρειών τους, γεγονός που θα επέτρεπε την αποτελεσματικότερη δράση του φίλιου πυροβολικού. Από πλευράς ΔΣΕ, έτσι όπως είχε εξελιχθεί η κατάσταση «νίκη» θα ήταν η απόκρουση των δυνάμεων του ΕΣ και η πρόκληση μεγάλων απωλειών σε αυτόν, ώστε στο τέλος να αναγκαστεί η ηγεσία του-ακριβώς λόγω των μεγάλων απωλειών-να διατάξει τη διακοπή των επιχειρήσεων. Μια τέτοια εξέλιξη θα επέτρεπε στον ΔΣΕ και κατ' επέκταση στο ΚΚΕ να διατηρήσει τις θέσεις του στην περιοχή, ευελπιστώντας για κάτι καλύτερο στο μέλλον, που δεν θα ήταν άλλο από τη διεθνή αναγνώριση της ανεξαρτησίας της περιοχής από τη Σοβιετική Ένωση και τις υπόλοιπες κομμουνιστικές χώρες. Το πόσο ουτοπική ήταν η επίτευξη αυτών των στόχων είναι πασιφανές. Οι προοπτικές για τον καταπονημένο ΔΣΕ διαγράφονταν ζοφερές. Τούτο δεν απέτρεψε τον Ζαχαριάδη από το ακόλουθο διάγγελμα: «Ο εχθρός συγκεντρώνεται στον Γράμμο για μια αποφασιστική αναμέτρηση. Στον Γράμμο έχουμε όλες τις δυνατότητες να καταφέρουμε το θανάσιμο πλήγμα στον εχθρό. Έχουμε αρκετές δυνάμεις και μέσα. Πιο πλεονεκτικό έδαφος. Στον Γράμμο απέτυχε πάλι ο μοναρχοφασισμός. Στον Γράμμο φέτος του καταφέραμε σοβαρό πλήγμα...Στον Γράμμο από τις 2 μέχρι τις 8 Αυγούστου έσπασε τα μούτρα του. Έχουμε και την πείρα του Βίτσι και το σοβαρό μάτωμα που προκαλέσαμε στον εχθρό στο Βίτσι... Εδώ μπορούμε και πρέπει να θάψουμε τον μοναρχοφασισμό». Από τις 24 έως τις 30 Αυγούστου η επιχείρηση «Πυρσός Γ΄» «έβαλε φωτιά» στον Γράμμο. Μετά τις κατάλληλες προωθήσεις των μεραρχιών του ΕΣ στις 0.5.30 τις 25ης Αυγούστου εξαπολύθηκε η κύρια επίθεση υπό τα βλέμματα του βασιλιά Παύλου και του επικεφαλής της Αμερικανικής Αποστολής στη χώρα μας στρατηγού Τζέημς Βαν Φλητ. Προς το μεσημέρι και ενώ οι επίσημοι γευμάτιζαν πρόχειρα στο παρατηρητήριο της Αμμούδας, έφθασε η πληροφορία ότι η Ι Μεραρχία είχε καταλάβει το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Τσάρνο. Τότε ο Τσακαλώτος τσούγκρισε ένα ποτήρι κρασί με τον επιτελάρχη του υποστράτηγο Κετσέα φωνάζοντας: «Ζήτω το Εθνος!». Αμέσως μετά στράφηκε προς τον βασιλιά Παύλο και του είπε: «Μεγαλειότατε η μάχη εκρίθη. Ουσιαστικώς ο Γράμμος έπεσε». Στην πραγματικότητα η κατάσταση εξελίχθηκε διαφορετικά, αφού οι δυνάμεις του ΕΣ αντιμετώπισαν πολύ σοβαρές δυσκολίες από τη μορφολογία του εδάφους, την πληθώρα των ναρκοπεδίων, την καλά οργανωμένη αμυντική οχύρωση και την αποφασιστική άμυνα που αντέταξε ο ΔΣΕ. Όμως η επιμονή των ανδρών του ΕΣ και η αριθμητική τους υπεροχή δεν έδινε καμία πιθανότητα στους αντάρτες για αναχαίτιση. Στα πλαίσια αυτά οι επιτιθέμενοι ξεπέρασαν τις δυσκολίες και με τολμηρές ενέργειες πέτυχαν τους στόχους τους. Κρίσιμη ημέρα της μάχης υπήρξε αναμφίβολα η 27η Αυγούστου. Τότε η ΙΧ Μεραρχία ολοκλήρωσε με επιτυχία τον υπερκερωτικό ελιγμό που επιχείρησε, καταλαμβάνοντας τη διάβαση Πόρτα Οσμάν (η οποία μέχρι τότε αποτελούσε την πιο σημαντική δίοδο των ανταρτών με την Αλβανία) και εμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό κάθε προσπάθεια διαφυγής τους προς τη γειτονική χώρα-μέχρι τότε απέμενε υπό τον έλεγχο του ΔΣΕ μόνο η δευτερεύουσας σημασίας διάβαση του αυχένα της Μπάρας. Η ηγεσία των ανταρτών αντιλήφθηκε τον μεγάλο κίνδυνο που αντιμετώπιζε, δηλαδή αυτόν της παγίδευσης του συνόλου των δυνάμεων της. Αμέσως συνεδρίασε το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ και αποφάσισε την διαφυγή του ΔΣΕ- μέσω Μπάρας-στην Αλβανία, κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε (όχι για το σύνολο των δυνάμεων) κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Το βράδυ της 27ης Αυγούστου τμήματα της ΙΧ Μεραρχίας άναψαν τεράστιες φωτιές κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων για να σημάνουν τη νίκη του ΕΣ και την ουσιαστική έξοδο της πολύπαθης χώρας από την τρίχρονη δοκιμασία. Η επίσημη λήξη των εχθροπραξιών σημειώθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1949 όταν ο Μήτσος Παρτσαλίδης πρόεδρος της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης» μιλώντας σε εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού «Ελεύθερη Ελλάδα» που έδρευε στη Σόφια ανακοίνωνε ότι «Ο ΔΣΕ δεν κατέθεσε τα όπλα, μα μονάχα τα έθεσε παρά πόδα. Υποχώρησε μπροστά στην τεράστια υπεροχή του μοναρχοφασισμού. Μα ο ΔΣΕ δεν συντρίφθηκε. Παραμένει ισχυρός και με ακέραιες τις δυνάμεις του. Γελιώνται θανάσιμα όσοι φαντάζονται ότι δεν υπάρχει πια ΔΣΕ. Σταμάτησε την αιματοχυσία για να σώσει την Ελλάδα από την ολοκληρωτική εκμηδένιση». Αυτό το οποίο δεν αναρωτήθηκε ο Παρτσαλίδης ήταν από πού προήλθε η «τεράστια υπεροχή του μοναρχοφασισμού». Είναι σαφές ότι οι αναίτιες επιθέσεις του ΕΛΑΣ σε όλες τις μη Εαμικές αντιστασιακές οργανώσεις ήδη από το 1943, η αιματοχυσία στην Πελοπόννησο το φθινόπωρο του 1944 και στην Αθήνα τον τραγικό Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, το δράμα των χιλιάδων συλληφθέντων ανά την επικράτεια από τους αντάρτες, η συστράτευση με τους «Σλαβομακεδόνες», οι επιδρομές του ΔΣΕ σε χωριά και οι επιθέσεις στις πόλεις, την περίοδο 1946-49, οι οποίες συνοδεύονταν από ποικίλα έκτροπα, καθώς και το τραγικό παιδομάζωμα είχαν προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου συσπείρωση όλων των μη κομμουνιστικών δυνάμεων της χώρας. Δυνάμεων που μέχρι πριν από λίγα χρόνια στην κυριολεξία αλληλοσπαράζονταν (βασιλικοί-βενιζελικοί). Τελικά το ΚΚΕ πέτυχε το ακατόρθωτο. Να τοποθετήσει στο ίδιο χαράκωμα απέναντι του από τον ακραιφνή βασιλικό μέχρι τον τροτσκιστή. Απορίες προκαλεί επίσης η τελευταία πρόταση του Παρτσαλίδη « Σταμάτησε την αιματοχυσία για να σώσει την Ελλάδα από την ολοκληρωτική εκμηδένιση». Μάλλον λησμόνησε ότι γύρω στο 30% των μαχητών του ΔΣΕ («Σλαβομακεδόνες») μάχονταν για την απόσπαση της Μακεδονίας από τον εθνικό κορμό, υπό τις ευλογίες της ηγεσίας του ΚΚΕ βεβαίως!
Συμπεράσματα - κρίσεις
Η επιτυχής για τον ΕΣ διεξαγωγή της επιχείρησης «Πυρσός Γ΄» σήμανε το ουσιαστικό τέλος των αντιανταρτικών επιχειρήσεων. Στην κατάληξη αυτή συνέβαλαν αποφασιστικά οι παρακάτω παράγοντες: Η ικανή και στιβαρή ηγεσία του ΕΣ, η οποία εκπόνησε και εφάρμοσε, χωρίς επεμβάσεις από πολιτικά πρόσωπα, το σχέδιο επιχειρήσεων. Το πολύ υψηλό ηθικό των στρατιωτών του ΕΣ, οι οποίοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο εχθρός ήταν εγκλωβισμένος και η πολυπόθητη νίκη ήταν πλέον πολύ κοντά. Η άριστη εκπαίδευση, η αριθμητική υπεροχή (αν και αυτή πολλές φορές δεν έπαιζε κανένα ρόλο εξαιτίας των εξαιρετικά δυσπρόσιτων και άριστα οργανωμένων αμυντικών θέσεων των ανταρτών) και ο πλήρης εφοδιασμός με κάθε είδους υλικό των δυνάμεων του ΕΣ. Ο αιφνιδιασμός των δυνάμεων του ΔΣΕ, κυρίως με τη διενέργεια του υπερκερωτικού ελιγμού κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων από την ΙΧ Μεραρχία. Τα σοβαρά εσωτερικά πολιτικά και στρατιωτικά προβλήματα που ελλόχευαν στους κόλπους του ΔΣΕ και του ΚΚΕ (προσπάθεια μετατροπής του αντάρτικου στρατού σε τακτικό. Απομάκρυνση του Μάρκου Βαφειάδη από τη στρατιωτική ηγεσία του ΔΣΕ. Ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας από τον «άκαπνο» Νίκο Ζαχαριάδη. Κλείσιμο γιουγκοσλαβικών συνόρων. Διάσταση μεταξύ πολιτικών επιτρόπων του ΚΚΕ και μονίμων αξιωματικών του ΔΣΕ. Σήμερα 60 ακριβώς χρόνια μετά την λήξη της επιχείρησης «Πυρσός» οι εναπομείναντες βετεράνοι του ΕΣ νοιώθουν ηττημένοι και προδομένοι. Σταδιακά η πολιτεία, πιεζόμενη από την αριστερή ρητορεία, τους λησμόνησε και τους αποκαθήλωσε από τη θέση που είχαν κερδίσει με το αίμα τους, δίπλα σε εκείνη των ηρώων του 1940 (πολλοί άλλωστε ήταν οι ίδιοι άνθρωποι). Έφτασε μάλιστα στο σημείο να τους δαιμονοποιήσει και να χαρακτηρίσει τα μνημόσυνα προς τιμήν των πεσόντων συμπολεμιστών τους ως «γιορτές μίσους». Φυσικά δεν τόλμησε να χαρακτηρίσει έτσι τις εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα από τους βετεράνους του ΔΣΕ, υπό την αιγίδα του ΚΚΕ. Και όμως χάρη στους αξιωματικούς και τους οπλίτες του ΕΣ αυτή η πολιτεία χρωστά την ύπαρξή της. Χάρη στη θυσία αυτών των ανθρώπων κάποιοι χρωστούν όχι μόνο την πολιτική αλλά και την βιολογική τους ύπαρξη. Χάρη στο αίμα αυτών των ανθρώπων κάποιοι και κάποιες σήμερα πίνουν αμέριμνα τον καφέ τους και σχολιάζουν, με βαθυστόχαστο φιλοσοφικό ύφος, τα «κακώς κείμενα», νοσταλγώντας τον χαμένο «σοσιαλιστικό παράδεισο» και σχεδιάζοντας την «επανάσταση» από τον καναπέ. Λησμονούν ότι αν οι «φασίστες» έχαναν τον πόλεμο πολλοί απ' αυτούς θα αναζητούσαν το μεροκάματο στις πόλεις της Δυτικής Ευρώπης και πολλές απ' αυτές θα γέμιζαν τους οίκους ανοχής και τα μπαρ των αντίστοιχων πόλεων. Κάποιοι πιο τολμηροί (η καλύτερα πιο θρασείς) εκμεταλλεύονται την κρατική ανεπάρκεια και «πολεμούν καθημερινά τον φασισμό στους δρόμους» καταστρέφοντας και λεηλατώντας. Αγνοούν ότι αν ο ΔΣΕ επικρατούσε στον «παράδεισο» που θα οικοδομούσε οι διαδηλώσεις, (πόσο μάλλον οι λεηλασίες και οι καταστροφές) δεν θα είχαν θέση, γιατί πολύ απλά θα απαγορεύονταν! Σήμερα ο πρωθυπουργός της χώρας εγκαινιάζει χώρους μνήμης για τους «αγωνιστές της δημοκρατίας». Λησμονεί όμως ότι αν αυτοί οι «αγωνιστές» επικρατούσαν πιθανώς σήμερα η ιδιαίτερη του πατρίδα να μην ήταν ελληνική. Όσον αφορά τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτός δεν λησμονεί, απλά αγνοεί! Αγνοεί τα λόγια του παππού του ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό «εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, αι οποίαι με τον ηρωισμόν και την αυτοθυσίαν των, ακόμη μιαν φοράν εξασφαλίζουν την ανεξαρτησίαν και την αιωνιότητα της Ελλάδος. Και το Εθνος ολόκληρον υποκλίνεται ευλαβώς ενώπιον της Ιεράς Μνήμης των αθανάτων Νεκρών μας, του Γράμμου και του Βίτσι. Εις την συνείδησιν των επερχομένων Ελληνικών γενεών αιώνια θα είναι η μνήμη των». Ο Γέρος της Δημοκρατίας διαψεύσθηκε. Η συντριπτική πλειοψηφία των επερχόμενων γενεών λησμόνησε τους μαχητές του Γράμμου και η «δημοκρατία» μας τους περιθωριοποίησε. Όμως οι νεαροί άνδρες του ΕΣ δεν πολέμησαν για τη δημοκρατία, όπως ίσως ψελλίζουν εκπρόσωποι της ροζ κεντροδεξιάς. Πολέμησαν για να σώσουν το σπίτι τους από την λεηλασία, την οικογένειά τους από τον αφανισμό, το χωράφι τους από την καταστροφή. Πολέμησαν γιατί τα ακατανόητα γι' αυτούς κηρύγματα του «σοσιαλισμού» και της «διεθνιστικής επανάστασης» απειλούσαν οικείες τους φιγούρες: τον ιερέα, τον δάσκαλο και τον πρόεδρο του χωριού. Ο πρώτος τους βάπτισε, τους πάντρεψε και έκλεισε τα μάτια των γερόντων γονιών τους, ο δεύτερος τους έμαθε τα πρώτα γράμματα, ο τρίτος προσπαθούσε να λύσει τα μεγάλα προβλήματα του καθημερινού τους βίου. Πως ήταν δυνατόν αυτοί να ήταν «αντιδραστικοί, αντεπαναστάτες και εχθροί του λαού»; Πολέμησαν γιατί έτσι αντιδρούν οι ελεύθεροι άνθρωποι ενάντια σε κάθε απειλή. Πολέμησαν γιατί έτσι έπραξαν οι παππούδες και οι πατέρες τους στον βάλτο των Γιαννιτσών, στις όχθες του Σαραντάπορου, στις πλαγιές του Μπιζάνιου, στα χαρακώματα του Εσκί Σεχήρ, στις κορυφές της Τρεμπεσίνας, στις χαράδρες της Κλεισούρας, στην έρημο του Ελ Αλαμέιν και στα σοκάκια του Ρίμινι. Πολέμησαν γιατί πολύ απλά έτσι είχαν μάθει να κάνουν.
Η επιτυχής για τον ΕΣ διεξαγωγή της επιχείρησης «Πυρσός Γ΄» σήμανε το ουσιαστικό τέλος των αντιανταρτικών επιχειρήσεων. Στην κατάληξη αυτή συνέβαλαν αποφασιστικά οι παρακάτω παράγοντες: Η ικανή και στιβαρή ηγεσία του ΕΣ, η οποία εκπόνησε και εφάρμοσε, χωρίς επεμβάσεις από πολιτικά πρόσωπα, το σχέδιο επιχειρήσεων. Το πολύ υψηλό ηθικό των στρατιωτών του ΕΣ, οι οποίοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο εχθρός ήταν εγκλωβισμένος και η πολυπόθητη νίκη ήταν πλέον πολύ κοντά. Η άριστη εκπαίδευση, η αριθμητική υπεροχή (αν και αυτή πολλές φορές δεν έπαιζε κανένα ρόλο εξαιτίας των εξαιρετικά δυσπρόσιτων και άριστα οργανωμένων αμυντικών θέσεων των ανταρτών) και ο πλήρης εφοδιασμός με κάθε είδους υλικό των δυνάμεων του ΕΣ. Ο αιφνιδιασμός των δυνάμεων του ΔΣΕ, κυρίως με τη διενέργεια του υπερκερωτικού ελιγμού κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων από την ΙΧ Μεραρχία. Τα σοβαρά εσωτερικά πολιτικά και στρατιωτικά προβλήματα που ελλόχευαν στους κόλπους του ΔΣΕ και του ΚΚΕ (προσπάθεια μετατροπής του αντάρτικου στρατού σε τακτικό. Απομάκρυνση του Μάρκου Βαφειάδη από τη στρατιωτική ηγεσία του ΔΣΕ. Ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας από τον «άκαπνο» Νίκο Ζαχαριάδη. Κλείσιμο γιουγκοσλαβικών συνόρων. Διάσταση μεταξύ πολιτικών επιτρόπων του ΚΚΕ και μονίμων αξιωματικών του ΔΣΕ. Σήμερα 60 ακριβώς χρόνια μετά την λήξη της επιχείρησης «Πυρσός» οι εναπομείναντες βετεράνοι του ΕΣ νοιώθουν ηττημένοι και προδομένοι. Σταδιακά η πολιτεία, πιεζόμενη από την αριστερή ρητορεία, τους λησμόνησε και τους αποκαθήλωσε από τη θέση που είχαν κερδίσει με το αίμα τους, δίπλα σε εκείνη των ηρώων του 1940 (πολλοί άλλωστε ήταν οι ίδιοι άνθρωποι). Έφτασε μάλιστα στο σημείο να τους δαιμονοποιήσει και να χαρακτηρίσει τα μνημόσυνα προς τιμήν των πεσόντων συμπολεμιστών τους ως «γιορτές μίσους». Φυσικά δεν τόλμησε να χαρακτηρίσει έτσι τις εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα από τους βετεράνους του ΔΣΕ, υπό την αιγίδα του ΚΚΕ. Και όμως χάρη στους αξιωματικούς και τους οπλίτες του ΕΣ αυτή η πολιτεία χρωστά την ύπαρξή της. Χάρη στη θυσία αυτών των ανθρώπων κάποιοι χρωστούν όχι μόνο την πολιτική αλλά και την βιολογική τους ύπαρξη. Χάρη στο αίμα αυτών των ανθρώπων κάποιοι και κάποιες σήμερα πίνουν αμέριμνα τον καφέ τους και σχολιάζουν, με βαθυστόχαστο φιλοσοφικό ύφος, τα «κακώς κείμενα», νοσταλγώντας τον χαμένο «σοσιαλιστικό παράδεισο» και σχεδιάζοντας την «επανάσταση» από τον καναπέ. Λησμονούν ότι αν οι «φασίστες» έχαναν τον πόλεμο πολλοί απ' αυτούς θα αναζητούσαν το μεροκάματο στις πόλεις της Δυτικής Ευρώπης και πολλές απ' αυτές θα γέμιζαν τους οίκους ανοχής και τα μπαρ των αντίστοιχων πόλεων. Κάποιοι πιο τολμηροί (η καλύτερα πιο θρασείς) εκμεταλλεύονται την κρατική ανεπάρκεια και «πολεμούν καθημερινά τον φασισμό στους δρόμους» καταστρέφοντας και λεηλατώντας. Αγνοούν ότι αν ο ΔΣΕ επικρατούσε στον «παράδεισο» που θα οικοδομούσε οι διαδηλώσεις, (πόσο μάλλον οι λεηλασίες και οι καταστροφές) δεν θα είχαν θέση, γιατί πολύ απλά θα απαγορεύονταν! Σήμερα ο πρωθυπουργός της χώρας εγκαινιάζει χώρους μνήμης για τους «αγωνιστές της δημοκρατίας». Λησμονεί όμως ότι αν αυτοί οι «αγωνιστές» επικρατούσαν πιθανώς σήμερα η ιδιαίτερη του πατρίδα να μην ήταν ελληνική. Όσον αφορά τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης αυτός δεν λησμονεί, απλά αγνοεί! Αγνοεί τα λόγια του παππού του ο οποίος απηύθυνε χαιρετισμό «εις τας Ενόπλους Δυνάμεις, αι οποίαι με τον ηρωισμόν και την αυτοθυσίαν των, ακόμη μιαν φοράν εξασφαλίζουν την ανεξαρτησίαν και την αιωνιότητα της Ελλάδος. Και το Εθνος ολόκληρον υποκλίνεται ευλαβώς ενώπιον της Ιεράς Μνήμης των αθανάτων Νεκρών μας, του Γράμμου και του Βίτσι. Εις την συνείδησιν των επερχομένων Ελληνικών γενεών αιώνια θα είναι η μνήμη των». Ο Γέρος της Δημοκρατίας διαψεύσθηκε. Η συντριπτική πλειοψηφία των επερχόμενων γενεών λησμόνησε τους μαχητές του Γράμμου και η «δημοκρατία» μας τους περιθωριοποίησε. Όμως οι νεαροί άνδρες του ΕΣ δεν πολέμησαν για τη δημοκρατία, όπως ίσως ψελλίζουν εκπρόσωποι της ροζ κεντροδεξιάς. Πολέμησαν για να σώσουν το σπίτι τους από την λεηλασία, την οικογένειά τους από τον αφανισμό, το χωράφι τους από την καταστροφή. Πολέμησαν γιατί τα ακατανόητα γι' αυτούς κηρύγματα του «σοσιαλισμού» και της «διεθνιστικής επανάστασης» απειλούσαν οικείες τους φιγούρες: τον ιερέα, τον δάσκαλο και τον πρόεδρο του χωριού. Ο πρώτος τους βάπτισε, τους πάντρεψε και έκλεισε τα μάτια των γερόντων γονιών τους, ο δεύτερος τους έμαθε τα πρώτα γράμματα, ο τρίτος προσπαθούσε να λύσει τα μεγάλα προβλήματα του καθημερινού τους βίου. Πως ήταν δυνατόν αυτοί να ήταν «αντιδραστικοί, αντεπαναστάτες και εχθροί του λαού»; Πολέμησαν γιατί έτσι αντιδρούν οι ελεύθεροι άνθρωποι ενάντια σε κάθε απειλή. Πολέμησαν γιατί έτσι έπραξαν οι παππούδες και οι πατέρες τους στον βάλτο των Γιαννιτσών, στις όχθες του Σαραντάπορου, στις πλαγιές του Μπιζάνιου, στα χαρακώματα του Εσκί Σεχήρ, στις κορυφές της Τρεμπεσίνας, στις χαράδρες της Κλεισούρας, στην έρημο του Ελ Αλαμέιν και στα σοκάκια του Ρίμινι. Πολέμησαν γιατί πολύ απλά έτσι είχαν μάθει να κάνουν.
Μητροπολίτης Κονίτσης Ἀνδρέας: "Ὅ,τι δὲν πέτυχε τότε ἡ κομμουνιστικὴ ἀνταρσία, ἐπιτυγχάνεται τώρα δυστυχῶς ἀπὸ τὴν πολιτεία στοὺς σημερινοὺς εἰρηνικούς, ὑποτίθεται, καιροὺς"
Πραγματοποιήθηκε σήμερα 26 Αὐγούστου, ἡμέρα Κυριακή, τὸ καθιερωμένο ἐθνικὸ μνημόσυνο στοὺς πρόποδες τοῦ Γράμμου καὶ συγκεκριμένα στὴ Βούρμπιανη Κονίτσης. Πλῆθος κόσμου ἀπὸ διάφορες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδος κατέφθασαν στὸ ἀκριτικὸ χωριὸ γιὰ νὰ τιμήσουν ὅσους ἔπεσαν μαχόμενοι "ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν" κατὰ τῶν ξενοκίνητων ἀνταρτῶν τὴν περίοδο τοῦ συμμοριτοπολέμου 1946-49.
Ἀφοῦ τελέστηκε ἡ ἀρχιερατικὴ θεία λειτουργία καὶ τὸ μνημόσυνο ὑπὲρ τῶν πεσόντων ἀκολούθησαν χαιρετισμοὶ καὶ ὁμιλίες, στὶς ὁποῖες ἔγινε σύντομη ἀναφορὰ σὲ ὁρισμένα ἀπὸ τὰ γεγονότα τῆς περιόδου τοῦ συμμοριτοπολέμου μέχρι τὴν τελικὴ νίκη τὸν Αὔγουστο τοῦ 1949 στὶς κορυφὲς Γράμμος καὶ Βίτσι.
Τὴν σειρὰ τῶν ὁμιλιῶν ἔκλεισε ὁ Μητροπολίτης Κονίτσης Ἀνδρέας ποὺ ἀπευθυνόμενος ἀρχικὰ στοὺς παρόντες ἀποστράτους ἐξέφρασε τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτησή του πρὸς τὴν ἐπίσημη πολιτεία, ποὺ....
ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ...
ἀπαξιώνει τοὺς ἀξιωματικούς του στρατοῦ μὲ τὴν μείωση τῶν μισθῶν καὶ τῶν συντάξεών τους ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα πριμοδοτεῖ "τενεκέδες" φορώντας τοὺς μάλιστα "τὸ φωτοστέφανο τοῦ ἀντιστασιακοῦ".
Στὴ συνέχεια, κάλεσε τοὺς πιστοὺς σὲ συνεχῆ ἐθνικὴ ἐπαγρύπνηση τονίζοντας πὼς ὅ,τι δὲν κατόρθωσε νὰ ἐπιτύχει κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ πολέμου ἡ κομμουνιστικὴ ἀνταρσία ἐπιτυγχάνεται σήμερα, σὲ εἰρηνικοὺς μάλιστα καιροὺς, ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πολιτεία. Ὑπενθύμισε ἐπίσης τὶς πρόσφατες δηλώσεις του γιὰ τὴν προσπάθεια ὁρισμένων γιὰ τὴν παντελῆ ἐρήμωση τῆς ἀκριτικῆς Ἑλλάδα μὲ τὸ κλείσιμο τῶν ὑπηρεσιῶν.
Δὲν παρέλειψε ἀκόμη νὰ ἀναφερθεῖ στὸ ἔργο τῶν νέων τῆς Συντονιστικῆς Φοιτητικῆς Ἕνωσης Βορειοηπειρωτικοῦ Ἀγῶνος (Σ.Φ.Ε.Β.Α) ποὺ πρόσφατα ἔσβησαν τὶς προκλητικὲς κομμουνιστικὲς ἐπιγραφὲς καὶ γέμισαν τὸν δρόμο πρὸς τὸν Γράμμο μὲ συνθήματα ἐθνικοῦ περιεχομένου.
Τέλος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τὸν πιστὸ λαὸ ἔστειλε μήνυμα αἰσιοδοξίας καὶ ἀγώνα γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα.
63 χρόνια μετά: Ιδού η αλήθεια για τον συμμοριτοπόλεμο!
«Ευρισκόμεθα ενώπιον οργανωμένης κομμουνιστικής στάσεως εναντίον
της πατρίδος. Η πρώτη φάσις αυτής της κομμουνιστικής στάσεως υπήρξεν η
συμμοριακή δράσις. Η Δευτέρα φάσις υπήρξεν η συνοριακή εισβολή. Και
ευρισκόμεθα εν αναμονή των νεωτέρων φάσεων. Ο τελικός αντικειμενικός
σκοπός του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι πλέον η κατάλυσις της εθνικής
μας ακεραιότητος, η κατάλυσις της πολιτικής μας ελευθερίας και η
κατάλυσις της εννοίας της Ελλάδος» (Από λόγο του Γ. Παπανδρέου στην Βουλή των Ελλήνων, την 19η Νοεμβρίου 1946, «Επίσημα Πρακτικά της Βουλής», σελίς 458).
Με αφορμή την 63η επέτειο από την λήξη του συμμοριτοπολέμου, θα
εξετάσουμε στο σημερινό μας αφιέρωμα τους λόγους για τους οποίους έγινε
ο συμμοριτοπόλεμος, τις συνέπειες που είχε για την Ελλάδα και τους
Έλληνες, αλλά και αυτές που θα μπορούσε να έχει από μια ενδεχόμενη
επικράτηση των κομμουνιστοσυμμοριτών. Μια απαραίτητη
διευκρίνιση θα κάνω, πριν ξεκινήσω. Το παρόν άρθρο δεν γράφεται για να
ξύσει παλιές πληγές και να διχάσει τους Έλληνες. Γράφεται μόνο για να
αποκαταστήσει την ιστορική αλήθεια, που τόσο διαστρέφεται στις μέρες μας
από τα ελεεινά κατάλοιπα του σταλινισμού, που όμως κυριαρχούν στον
δημόσιο βίο και ειδικώς στα ΜΜΕ, με την ανοχή των λεγομένων «δεξιών».
Να πάμε τώρα στα ιστορικά γεγονότα. Η επίσημη έναρξη του
συμμοριτοπολέμου, ή «Τρίτου Γύρου», έγινε την 31η Μαρτίου 1946, την ίδια
ημέρα που διεξάγονταν στην χώρα εκλογές, από τις οποίες απείχε το ΚΚΕ.
Την ημέρα εκείνη, λοιπόν, σημειώθηκε ένοπλη επίθεση συμμοριτών στον
σταθμό Χωροφυλακής του Λιτοχώρου Πιερίας, με αποτέλεσμα την δολοφονία
των επτά χωροφυλάκων που υπηρετούσαν εκεί. Τι είχε, όμως, προηγηθεί;
Τον Απρίλιο του 1941 αρχίζει η περίοδος της κατοχής. Στην αρχή, οι
κομμουνιστές, επηρεασμένοι από το Γερμανοσοβιετικό σύμφωνο φιλίας
(Ρίμπεντροπ-Μολότωφ), κάθονταν… στ’ αυγά τους. Όταν, στις 22 Ιουνίου
1941, οι Γερμανοί εκστρατεύουν κατά του μπολσεβικισμού… ξυπνούν οι
κομμουνιστές και καλούν τον λαό στα όπλα για την υπεράσπιση της…
Σοβιετικής Ενώσεως («η υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης, η
υποστήριξη της νίκης της με όλα τα μέσα, είναι ύψιστο καθήκον κάθε
κομμουνιστή» – Απόφαση 6ης Ολομελείας της Κ.Ε. του ΚΚΕ, 3 Ιουλίου 1941).
Όμως, επειδή οι κομμουνιστές ήσαν λίγοι και κανένας άλλος δεν ήταν
πρόθυμος να πολεμήσει υπέρ της Σοβιετίας, το ΚΚΕ αποφάσισε την ίδρυση
ενός παραπλανητικού σχήματος, του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου»
(ΕΑΜ), με σκοπό να παγιδεύσει τους Έλληνες.
Εκτός, όμως, από την υπεράσπιση της Σοβ. Ενώσεως, το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, δηλ. το
ΚΚΕ, είχε σκοπό να καταλάβει την εξουσία μετά την αποχώρηση των
Γερμανών. Γι’ αυτό, σ’ ολόκληρη την περίοδο της κατοχής οργάνωνε
επιχειρήσεις εξοντώσεως άλλων μη κομμουνιστικών ανταρτικών ομάδων (ο
«Πρώτος Γύρος»), που τις έβλεπε ως μελλοντικούς αντιπάλους στα σχέδιά
του, παρά πολεμούσε τους Γερμανούς. Διενεργούσε μόνον δολοφονικές
επιθέσεις εναντίον μεμονωμένων Γερμανών στρατιωτών, με αποτέλεσμα την
πρόκληση αντιποίνων κατά του πληθυσμού, από τις γερμανικές αρχές. Με τον
τρόπο αυτό, στρατολογούσε νέα μέλη, καθώς οι κάτοικοι των περιοχών που
γίνονταν οι επιθέσεις αυτές, προκειμένου να αποφύγουν τα γερμανικά
αντίποινα, κατέφευγαν στους αντάρτες.
Οι Γερμανοί αποχώρησαν τον Οκτώβριο 1944 και δύο μήνες μετά, κηρύσσει
το ΚΚΕ ένοπλο αγώνα κατά της μετακατοχικής κυβερνήσεως του Γ.
Παπανδρέου, τα λεγόμενα «Δεκεμβριανά», ή «Δεύτερο Γύρο». Τελικώς, τον
Ιανουάριο του ’45, αφού είχε ηττηθεί στρατιωτικά στην περιοχή
πρωτευούσης κι ενώ στο μεταξύ είχε σφάξει χιλιάδες Έλληνες και είχε
ρημάξει την χώρα, το ΚΚΕ υπέγραψε την συμφωνία της Βάρκιζας και
τερματίστηκε ο Δεύτερος Γύρος. Είχε φροντίσει, όμως, το ΚΚΕ να αποκρύψει
χιλιάδες όπλα και πυρομαχικά, για τον επόμενο Γύρο…
Εν τω μεταξύ, είχε υπογραφεί στην Γιάλτα, η ομώνυμη συμφωνία μεταξύ
Στάλιν-Τσώρτσιλ-Ρούζβελτ, μια αισχρή συμφωνία διαμελισμού της Ευρώπης, η
οποία επικύρωσε την προτέρα «συμφωνία των ποσοστών» μεταξύ Στάλιν και
Τσώρτσιλ, με την οποία η Ελλάς θα παρέμενε υπό τον έλεγχο των
Αγγλοαμερικανών. Και όντως, κατά την περίοδο των Δεκεμβριανών, ο Στάλιν
σεβάστηκε την συμφωνία και πούλησε τα εδώ τσιράκια του. Εδώ, λοιπόν,
προκύπτει το μεγάλο ερώτημα: Γιατί το ΚΚΕ εξαπέλυσε τον «Τρίτο Γύρο»;
Ήταν η αιτία «η βία και η τρομοκρατία που υφίσταντο οι αριστεροί από το
κράτος που τους οδήγησε στα βουνά για την προστασία τους», όπως
υποστηρίζουν οι αριστεροί; Ή επρόκειτο για επιδρομή οργάνων του
πανσλαβισμού προς υποδούλωση της Μακεδονίας μας; Οι απαντήσεις θα δοθούν
ακολούθως με αδιάψευστα ιστορικά ντοκουμέντα.
Έγραψε σχετικώς, ο τότε Γ.Γ. του ΚΚΕ, Νίκος Ζαχαριάδης: «Η πολιτική μας
θα έπρεπε να ’ναι τέτοια, ώστε φαινομενικά να είναι αμυντική. Χωρίς,
όμως, να εξασφαλίσουμε τα νώτα μας τότε, δεν μπορούσαμε ν’ αρχίσουμε.
Και στις συνθήκες του ’46 εξασφάλιση νώτων σήμαινε πρώτα απ’ όλα και
κυρίως Γιουγκοσλαβία ευνοϊκά για μας διατεθειμένη» («Δέκα χρόνια
πάλης»). Ο ίδιος πάλι, έγραψε στο βιβλίο του «Καινούργια
Κατάσταση-Καινούργια Καθήκοντα»: «Ο Τίτο και η κλίκα του μας υπεσχέθησαν
την πιο πλατειά βοήθεια. Αυτό έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην απόφασή μας
να προχωρήσουμε στην οργάνωση της ένοπλης πάλης».
Γιατί, όμως, ο Τίτο (ή Γιοζίπ Μπροζ, όπως ήταν το πραγματικό εβραϊκό
του όνομα) έσπρωχνε το ΚΚΕ προς την ένοπλη αναμέτρηση με το ελληνικό
κράτος; Τα πύρινα λόγια του σε δημόσια ομιλία του στα Σκόπια, την 11η
Οκτωβρίου 1945, δίνουν την απάντηση: «Υπάρχουν, όμως, σήμερα Μακεδόνες
έξω από την Νοτιοσλαβική Μακεδονία. Είναι οι αδερφοί μας της Μακεδονίας
του Αιγαίου, για τις τύχες των οποίων δεν είναι δυνατόν να
αδιαφορήσουμε». Και συμπλήρωσε ο στενός του συνεργάτης Βουκμάνοβιτς
(γνωστός ως «Τέμπο»): «Είτε το θέλουν οι Έλληνες είτε όχι, η Μακεδονία
θα γίνει αυτόνομο κράτος και θα υπαχθεί στο Γιουγκοσλαβικό Ομόσπονδο
κράτος. Αν οι Έλληνες δεν το θελήσουν αυτό ειρηνικά, θα το πετύχουμε δια
των όπλων». Επιβεβαιώνει, στο βιβλίο του «Αναμνήσεις», ο Γ. Ιωαννίδης,
εκ των πρωταγωνιστών της κομμουνιστικής ανταρσίας, τους πραγματικούς
σκοπούς των συμμοριτών: «Ο Τίτο χρησιμοποίησε αποκλειστικά τους αντάρτες
του ΚΚΕ για δικούς του επεκτατικούς σκοπούς, για την προώθηση των
γιουγκοσλαβικών βλέψεων στην ελληνική Μακεδονία». Μάλιστα, το 1947,
ενεκρίθη από την 3η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚΕ το διαβόητο σχέδιο
«Λίμνες», που προέβλεπε την δημιουργία κομμουνιστικού κράτους στην
Βόρειο Ελλάδα, με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη, το οποίο θα διδόταν ως
«δώρο» στον Τίτο!
Όμως, και ο Στάλιν –δια του Τίτο- ενεθάρρυνε την ανταρσία, με σκοπό τον
διαμελισμό της Ελλάδος, με την δημιουργία ξεχωριστού κομμουνιστικού
κράτους στην Βόρειο Ελλάδα (στα πρότυπα της Βορείου και Νοτίου Κορέας,
της Δυτικής και Ανατολικής Γερμανίας κ.τ.λ.), το οποίο θα παρέδιδε μετά
στον Τίτο ως δώρο, για να το ενσωματώσει αυτός στην «Ομόσπονδη
Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Σε περίπτωση αποτυχίας του
στόχου αυτού, και πάλι θα ήταν κερδισμένος, αφού θα είχε πετύχει
αντιπερισπασμό στην Ελλάδα για να μπορέσει να θεμελιώσει τις κατακτήσεις
του στην Ανατολική Ευρώπη. Για την αναμφισβήτητη υποστήριξη του Στάλιν
στην ανταρσία, έγραψε αργότερα ο Δημ. Βλαντάς, μέλος της τότε Κ.Ε. του
ΚΚΕ: «Η δεύτερη βασική αιτία της ήττας μας, ήταν η τότε ηγεσία του ΚΚΣΕ.
Αυτή, από τον Μάρτη του 1946, ενθάρρυνε την ηγεσία του ΚΚΕ για
ανταρτοπόλεμο, με σκοπό να εξυπηρετήσει ρωσικά συμφέροντα. Θα ήταν
ανόητο να φανταστεί κανείς ότι, χωρίς την έγκριση της σοβιετικής
ηγεσίας, χωρίς την υπόσχεσή της για βοήθεια, θα άρχιζε η ηγεσία του ΚΚΕ
ένοπλο αγώνα μετά το 1946» («Η τραγωδία του ΚΚΕ»).
Αλλά και ο Μάρκος Βαφειάδης, «Αρχιστράτηγος» των συμμοριακών ορδών,
έγραψε στα «Απομνημονεύματά» του: «Το άλλο είναι με τον Ζαχαριάδη, που
το 1946 με τη συμφωνία Τίτο-Πασχάλη-Ζαχαριάδη, τους δίνει τη Μακεδονία
ολόκληρη μαζί με τη Θεσσαλονίκη, όπως και στην 5η Ολομέλεια του 1949,
δημόσια πια, αποφασίζει για ενιαία και ανεξάρτητη και με δική της
κρατική υπόσταση Μακεδονία-Θράκη».
Αυτή η απόφαση που αναφέρει ο Βαφειάδης είναι η πιο κραυγαλέα
επιβεβαίωση του άθλιου εθνοπροδοτικού ρόλου του ΚΚΕ. Να και το
ντοκουμέντο της απόλυτης προδοσίας: «Στη Βόρεια Ελλάδα ο Μακεδονικός
(Σλαβομακεδονικός) λαός τα ’δωσε όλα για τον αγώνα και πολεμά με μια
ολοκλήρωση ηρωισμού και αυτοθυσίας που προκαλούν τον θαυμασμό. Δεν
πρέπει να υπάρχει καμία αμφιβολία, ότι σαν αποτέλεσμα της νίκης του
Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και της λαϊκής επανάστασης, ο μακεδονικός
λαός θα βρει την πλήρη εθνική αποκατάστασή του, έτσι όπως τη θέλει ο
ίδιος, προσφέροντας σήμερα το αίμα του για να την αποκτήσει». Αυτό το
κατάπτυστο κείμενο, το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα μιας και δεν έχει
αποκηρυχθεί από το ΚΚΕ, θα κυνηγά τους «Έλληνες» κομμουνιστές εις τον
αιώνα τον άπαντα!
Το τέλος του συμμοριτισμού, γράφτηκε με ανεξίτηλο μελάνι, τις
τελευταίες ημέρες του Αυγούστου 1949, στον Γράμμο και στο Βίτσι, με την
μεγάλη νίκη του Εθνικού Στρατού. Οι ηττημένοι συμμορίτες, κατέφυγαν στις
διάφορες χώρες του παραπετάσματος. Προηγουμένως, όμως, είχαν εκτελέσει
το τελευταίο τους αποτρόπαιο έγκλημα κατά της Ελληνικής Φυλής. Κατά τις
επιδρομές τους σε πόλεις και χωριά, άρπαζαν –κατά το παράδειγμα των
Τούρκων- τα ανήλικα παιδιά, και τα οδηγούσαν στο παραπέτασμα, ώστε με
την κατάλληλη εκπαίδευση να τους κάνουν γενιτσάρους και να τους στρέψουν
κατά της πατρίδος στον επόμενο «γύρο» που ετοίμαζαν. Υπολογίζεται ότι
απήχθησαν 28.000 παιδιά! Ήταν το περιβόητο «παιδομάζωμα», το πιο φρικτό
κακούργημα κατά του ελληνικού μέλλοντος.
Οι απώλειες της Ελλάδος από τον συμμοριτοπόλεμο ήσαν οι ακόλουθες:
«Εκτελεσθέντες πολίτες από τους κομμουνιστοσυμμορίτε ς 4.123,
εκτελεσθέντες Ιερείς 165, φονευθέντες αξιωματικοί και άνδρες του στρατού
12.777, τραυματίες αξιωματικοί και άνδρες του στρατού 37.732,
φονευθέντες αξιωματικοί και άνδρες της χωροφυλακής 1.579,
τραυματισθέντες αξιωματικοί και άνδρες της χωροφυλακής 2.329». Οι
απώλειες των συμμοριτών δεν ενδιαφέρουν το παρόν άρθρο. Ας τους
μετρήσουν κι ας τους κλάψουν οι Γιουγκοσλάβοι, Βούλγαροι, Σοβιετικού
κ.λπ. Άλλωστε, γι’ αυτούς πολέμησαν! Υπάρχει κι ένας στατιστικός πίνακας
με τις υλικές καταστροφές, αλλά δεν έχει νόημα να τον παραθέσουμε, μιας
και όλοι καταλαβαίνουμε ότι η Ελλάς κατεστράφη ολοκληρωτικά από άκρου
εις άκρον. Δεν έμεινε λίθος επί λίθου. Η χώρα πήγε 100 χρόνια πίσω!
Αν μπορούσαν να προβλέψουν οι μαχητές του Εθνικού Στρατού την κατάσταση
που θα επικρατούσε μετά το 1974, μάλλον θα θεωρούσαν περιττό να
θυσιασθούν. Το ποια είναι η κατάσταση στην σημερινή Ελλάδα, το βλέπουμε
όλοι. Η διαστρέβλωση της ιστορίας αυτού του τόπου είναι το κάτι άλλο. Οι
τότε νικητές λοιδορούνται ως «εγκληματίες» και «προδότες», ενώ οι
ηττημένοι εξυψώνονται και δικαιώνονται, όχι μόνον από τους πολιτικούς
συνεχιστές τους, αλλά και από τους λεγομένους «δεξιούς», που το μόνο που
δεν έχουν κάνει ακόμη, είναι το να ζητήσουν… συγνώμη γιατί οι τότε
κυβερνώντες δεν παρέδωσαν το κράτος στα νύχια του πανσλαβισμού!
Έχει αναλογιστεί κανείς, ποια θα ήταν η κατάσταση της Ελλάδος και των
Ελλήνων, αν δεν πολεμούσαν και δεν θυσιάζονταν οι αγνοί εθνικιστές; Τι
θα γινόταν εάν επικρατούσαν οι συμμορίτες; Να αναφέρουμε περιληπτικά: Θα
εδημιουργείτο ξεχωριστό «Μακεδονικό» κράτος στην Βόρειο Ελλάδα, που θα
συγχωνευόταν στην Γιουγκοσλαβία. Λαμβάνοντας υπόψιν την… αγάπη των
Αμερικανοσιωνιστών για την Ελλάδα, το τμήμα αυτό του ελληνισμού σίγουρα
θα αποτελούσε επαρχία του κράτους των Σκοπίων. Επίσης, εκατοντάδες
χιλιάδες αν όχι εκατομμύρια Έλληνες, που θα θεωρούντο «απροσάρμοστοι»
στην νέα κατάσταση, θα εξοντώνονταν στα ελληνικά «Γκουλάγκ». Σε κάθε
περίπτωση, η κομμουνιστική περιπέτεια θα κατέρρεε το 1990 και
εκατομμύρια ρακένδυτοι και πειναλέοι Έλληνες θα εγκατέλειπαν την
ρημαγμένη πατρίδα και θα λαθρομετανάστευαν στις χώρες της Δύσεως, όπου
θα ζούσαν κυνηγημένοι κάνοντας δουλειές του ποδαριού. Οι δε Ελληνίδες,
οι μητέρες μας, οι γυναίκες μας και οι κόρες μας, θα κατέληγαν στα μπαρ
και στους κακόφημους οίκους των ευρωπαϊκών πρωτευουσών. Με λίγα λόγια,
θα ήμασταν οι Αλβανοί της Ευρώπης!
Άξιζε, λοιπόν, ο αγώνας και η θυσία τους, παρά το ότι σήμερα
λησμονούνται και καθυβρίζονται από τους κρατούντες και τους αριστεριστές
συνεταίρους τους. Σύντομα δε, θα επιστρέψουν στην φυσική τους θέση, στο
πάνθεον των ηρώων της πατρίδος, γιατί η σημερινή απαράδεκτη κατάσταση
δεν μπορεί να συνεχιστεί για πολύ. ΘΑ ΓΥΡΙΣΕΙ Ο ΤΡΟΧΟΣ!
Γεώργιος Δημητρακόπουλος
Συνταξιούχος Εκπαιδευτικός
Π. Φάληρο – Αθήνα
Τελετή Μνήμης Θερμοπυλών 2012
Με απίστευτη συμμετοχή ολοκληρώθηκε η Τελετή Μνήμης για την επικότερη
μάχη των Ελλήνων στις Θερμοπύλες. Περισσότερα από 20 λεωφορεία καθώς και
δεκάδες ΙΧ από ολόκληρη την Ελλάδα μετέφεραν τους Έλληνες Εθνικιστές
που απέδωσαν Τιμές στους Αθάνατους Ήρωες της Φυλής μας.
Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ
Του Άρχοντος Οστιαρίου της Μ.τ.Χ.Ε. Χρήστου Τσούβαλη
Αγαπητοί κυρίες και κύριοι,
Ευχαριστώ τον Σύνδεσμο Μεγαλοσχολιτών και τη Διεύθυνση της περιοδικής
έκδοσης «Η καθ’ ημάς Ανατολή», που θέλησε να με καλέσει στο εκλεκτό αυτό
βήμα της φιλόξενης αίθουσας του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου
Παλαιού Φαλήρου, για να σας παρουσιάσω μία από τις έξι ομιλίες της
τρίτης σειράς ομιλιών που έχουν θέμα τους Οικουμενικούς Πατριάρχες της
περιόδου 1923-1991. Η ομιλία μου με θέμα: Ο Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α’.
Η ομιλία μου αυτή θα περιορισθεί μόνο στα γεγονότα της ζωής του
Πατριάρχου. Δε θα σχολιάσω το έργο του, ούτε και θα τοποθετηθώ
συναισθηματικά, σαν Ηπειρώτης στην καταγωγή, απέναντι στα γεγονότα, που
έχουν σχέση με τη ζωή του.
Άλλωστε ο Αθηναγόρας ανήκει πλέον στην Ιστορία. Κάθε απόπειρα
αξιολόγησης της μορφής του, κατά τον Μητροπολίτη Γέροντα Εφέσου και
Καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Χρυσόστομο Κωνσταντινίδη, θα ήταν ένα
είδος σφετερισμού, του εξ αντικειμένου καθήκοντος και της ευθύνης της
Ιστορίας και του ιστορικού της αύριο. Επί πλέον θα ήταν ίσως και πράξη
αδικίας προς τον Πατριάρχη, γιατί κάθε περιγραφή και εκτίμησή του, που
θα γίνει βεβιασμένα και χωρίς αντικειμενικά κριτήρια, που μόνο με το
κύλισμα του χρόνου παρουσιάζονται, απομονώνονται και αποκρυσταλλώνονται,
θα ήταν μακριά από την πραγματικότητα ή ακόμα και κάτω απ’ αυτή.
Γι’ αυτό προτίθεμαι, αφού αναφερθώ σύντομα στην περίοδο της ζωής του,
σαν μαθητής στα Τσαραπλανά, στην Κόνιτσα, στα Γιάννενα και στη Χάλκη, να
ξεφυλλίσω μαζί σας μερικές σελίδες, που έγραψε σαν Διάκονος στις
Μητροπόλεις Πελαγωνείας και Αθηνών, σελίδες που έγραψε σαν Μητροπολίτης
Κερκύρας και Αρχιεπίσκοπος Αμερικής και τέλος να ξεφυλλίσω μαζί σας τις
σελίδες που έγραψε επί 23 χρόνια 8 μήνες και 6 ημέρες σαν Ηγούμενος,
Αρχιεπίσκοπος και Οικουμενικός Πατριάρχης στο Φανάρι.
Η παιδική ηλικία, η μόρφωση και η
κατάρτιση του Αριστοκλή Σπύρου του Ματθαίου.
Η οικογένεια του γιατρού Ματθαίου Σπύρου και της Ελένης Σπύρου το γένος
Βασιλείου Μοκόρου είχε τρία παιδιά τον Αριστοκλή, το Γιώργο και την
Αγαθή, που γεννήθηκαν μεταξύ των ετών 1886 και 1889 στο χωριό Τσαραπλανά
της Επαρχίας Πωγωνίου της Ηπείρου, που από το 1928 μετονομάσθηκε
Βασιλικό.
Ο Αριστοκλής γεννήθηκε την 25η Μαρτίου του 1886. Το σχολικό έτος 1892-93
γράφεται στο νηπιαγωγείο της Κόνιτσας. Στη συνέχεια φοιτά τα δύο πρώτα
χρόνια στο Δημοτικό Σχολείο της Κόνιτσας και τα άλλα δύο στο Δημοτικό
Σχολείο της γενέτειρας του. Από του σχολικού έτους 1897-98 γράφεται και
φοιτά για δύο χρόνια στο Σχολαρχείο των Τσαραπλανών. Το Σεπτέμβριο του
1899 αυτός και η μητέρα του αρρωσταίνουν, πιθανότατα από τύφο. Αυτός
επέζησε αλλά η μητέρα του πέθανε τον Οκτώβριο του 1899 σε ηλικία μόλις
37 χρόνων. Τη φροντίδα της ανάπτυξης του μικρού Αριστοκλή ανέλαβε τότε η
γιαγιά του Ειρήνη Μοκόρου στην Κόνιτσα.
Η αρρώστια του και ο θάνατος της μητέρας του τον κράτησαν δύο χρόνια
μακριά από το σχολείο. Από το 1901 μέχρι και το 1903 παρακολούθησε
μαθήματα, κατά τον Κωνσταντίνο Φράγκο , ως εσωτερικός μαθητής και με
έξοδα του ιωαννίτου εμπόρου υφασμάτων Προκοπίου Καρπούζη στο ιδιωτικό
Λύκειο Αναστασίου Αράπη στα Ιωάννινα, που συγκέντρωνε μαθητές της «καλής
τάξεως» των Ιωαννίνων και των περιοχών Ζαγορίου και Πωγωνίου.
Ο μικρός Αριστοκλής έχοντας κλίση στα γράμματα, οδηγήθηκε από την
Πρόνοια του Θεού και με την προτροπή του τότε Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου
Αθηναγόρου Ελευθερίου , του μετέπειτα Μητροπολίτη Παραμυθίας, Φιλιατών
και Γηρομερίου , το 1903, στο οικουμενικό διδακτήριο της Ορθοδοξίας,
στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Εκεί εγγράφεται αρχικώς στο
γυμνασιακό Τμήμα της και από το 1907 φοιτά στη Θεολογική Σχολή. Το 1908
πεθαίνει ο πατέρας του.
Ο Αριστοκλής Σπύρου γίνεται ο Διάκονος Αθηναγόρας.
Ο Αριστοκλής Σπύρου, ενώ φοιτά στην Ιερά Θεολογική Σχολή της Χάλκης,
κείρεται μοναχός και το Μάρτιο του 1910 χειροτονείται Διάκονος από τον
Μητροπολίτη Ελασσόνος Πολύκαρπο και λαμβάνει το όνομα Αθηναγόρας, με το
οποίο πλέον εισέρχεται στην Ιστορία.
Τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου αποφοιτά από τη Σχολή και παίρνει το δρόμο
για τη Μητρόπολη Πελαγωνείας, που είχε έδρα το Μοναστήρι δηλαδή τη πόλη
Bitolj του σημερινού Κράτους των Σκοπίων.
Με την άφιξη του Διακόνου Αθηναγόρα στο Μοναστήρι τον Ιούλιο του 1910
μπορεί να πει κανείς ότι αρχίζει η εκκλησιαστική δράση του. Υπηρετεί ως
Αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Πελαγωνείας Στεφάνου Δανιηλίδη και ως
Καθηγητής του εκεί Παρθεναγωγείου, θέσεις τις οποίες διατήρησε και στη
εποχή του Πελαγωνείας Χρυσοστόμου.
Το Σεπτέμβριο του 1918 η Μητρόπολη Πελαγωνείας παύει να ανήκει στον
Οικουμενικό Θρόνο και περιέρχεται στη δικαιοδοσία της Σερβικής
Εκκλησίας.
Ο Αρχιδιάκονος Αθηναγόρας μαζί με το Μητροπολίτη Πελαγωνείας Χρυσόστομο
Καβουρίδη, αφού βιαίως φυλακίστηκαν, απομακρύνθηκαν από το Μοναστήρι και
οδηγήθηκαν στη Θεσσαλονίκη, απ’ όπου έφυγαν και πήγαν στο Άγιο Όρος.
Εκεί εγκαταστάθηκαν στο ιστορικό Κάθισμα-Κελλί του Αγίου Ευσταθίου
Μυλοποτάμου της Μεγίστης Λαύρας, που απετέλεσε στο παρελθόν και το
αναχωρητήριο του Μεγάλου Πατριάρχου Ιωακείμ του Γ’., για να ηρεμήσουν
μακριά από τη βοή του πολέμου και τις εχθροπραξίες.
Ευρισκόμενος ο Διάκονος Αθηναγόρας στην ησυχία της Αθωνικής ατμόσφαιρας,
λαμβάνει, μετά από ένα εξάμηνο, μήνυμα τόσο από τον Μητροπολίτη Αθηνών
Μελέτιο Μεταξάκη , όσο και από τον Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο
Αλεξιάδη , προκειμένου να τους επισκεφθεί και να εργαστεί κοντά τους.
Προτιμάει την Αθήνα και διορίζεται ως Διάκονος και Γραμματέας της Μητρόπολης Αθηνών τον Μάρτιο του 1919.
Πολύ σύντομα τα έντονα πάθη της εποχής εκείνης, κατά τον Μητροπολίτη
πρώην Λήμνου Βασίλειο Ατέση , διώχνουν το Μελέτιο Μεταξάκη και
επαναφέρουν στις 16 Νοεμβρίου του 1920 ως Μητροπολίτη Αθηνών τον
Θεόκλητο τον Α’.
Ο Διάκονος Αθηναγόρας παραμένει και στην υπηρεσία του δευτέρου, αλλά
επειδή θεωρήθηκε ως άνθρωπος του Μελετίου, στερήθηκε της θέσεώς του ως
Διακόνου της Μητρόπολης των Αθηνών και ως εκ τούτου υπέπεσε σε
οικονομική δυσπραγία. Επίσης τον διέγραψαν και από την χορεία των
αδελφών της Ιεράς Μονής Χρυσοελεατίσσης της Αίγινας. Γράφεται στη
συνέχεια στην Ιερά Μονή Ασωμάτων Πετράκη Αθηνών για να εξασφαλίσει
στέγη, χωρίς να λαμβάνει, για καθαρά πολιτικούς λόγους, και το
χορηγούμενο στους αδελφούς της Μονής μηνιαίο επίδομα. Αργότερα
διορίσθηκε Διάκονος στον Ιερό Ναό της Αγίας Αικατερίνης στην Πλάκα και
ανακουφίστηκε κάπως οικονομικά.
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922, όπου τις τύχες του Έθνους
ανέλαβε η Επανάσταση του Πλαστήρα, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της
Ελλάδος, και μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών
Σεβαστιανού Νικοκάβουρα, σε συνεδρίασή της στις 16 Δεκεμβρίου του 1922
εκτιμώσα τα προσόντα, τη δράση και την προσωπικότητα του Διακόνου
Αθηναγόρα Σπύρου εξέλεξε αυτόν σε ηλικία 36 ετών ως Μητροπολίτη
Κερκύρας και Παξών.
Ο Αθηναγόρας ως Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών.
Μετά την εκλογή του σε Μητροπολίτη, χειροτονείται ιερέας και στις 22
Δεκεμβρίου του 1922 επίσκοπος στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών από τους
Μητροπολίτες Δημητριάδος Γερμανό, Σύρου Αθανάσιο και Κορινθίας
Δαμασκηνό.
Το Φεβρουάριο του 1923 αναλαμβάνει τη διαποίμανση της Μητροπόλεως
Κερκύρας και Παξών. Τον ανέμεναν πολλά προβλήματα. Τα σπουδαιότερα απ’
αυτά ήταν, κατά τον Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Πολύκαρπο τα εξής: Η
ανακήρυξη συναδελφικών Ιερών Ναών σε ενοριακούς, η μόρφωση του Κλήρου, η
μέριμνα για την εκπλήρωση από τους κληρικούς, κατά τρόπο ορθό, των
ιερατικών τους καθηκόντων, η ίδρυση καταλλήλων Κοιμητηρίων στις
μεγαλύτερες Κοινότητες, η οργάνωση των Ενοριών και η εν γένει
τακτοποίηση των οικονομικών και λοιπών προβλημάτων της Μητροπόλεως, η
καλή λειτουργία των υφισταμένων και σε αδράνεια διατελούντων
κληροδοτημάτων, η αναβίωση και διεύρυνση του έργου της Φιλελεήμονος
Εταιρείας «Άγιος Σπυρίδων» καθώς και η με ευρύτητα πνεύματος ανάπτυξη
δράσεως για αποτελεσματική επούλωση των κοινωνικών πληγών και ανακούφιση
των πενεστέρων οικογενειών και τέλος η στήριξη κάθε πολιτιστικής και
ευεργετικής κοινωνικής προσπάθειας.
Μαζί με όλ’ αυτά έπρεπε να αντιμετωπίσει και τα προβλήματα των
προσφύγων. Άλλωστε βρισκόμαστε στους τραγικούς μήνες μετά τη
Μικρασιατική καταστροφή. Χιλιάδες από τους πρόσφυγες είχαν καταφύγει και
στην Κέρκυρα. Έτσι το έργο του γίνεται από τα πράγματα τρισυπόστατο.
Αφ’ ενός φιλανθρωπικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό, αφ’ ετέρου πνευματικό
και κατά τρίτο λόγο διεκκλησιαστικό αφού στην Κέρκυρα υπήρχαν και
τέσσερις χιλιάδες Ρωμαιοκαθολικοί και Αρμένιοι.
Προτάσσει λοιπόν τις άμεσες ανάγκες των προσφύγων.
Έπρεπε οι πρόσφυγες κατ’ αρχάς να εγκαταλείψουν την προσωρινή διαβίωσή
τους στις εκκλησίες και να στεγαστούν σε μόνιμους χώρους, να βρεθεί
εργασία για τον καθένα τους και τα παιδιά τους να πάνε σχολείο.
Τρέχοντας μέρα και νύκτα τα φρόντισε όλα.
Στον πνευματικό τομέα έδωσε επίσης τη βαρύτητα που έπρεπε. Μορφωμένος
Κλήρος γι’ αυτόν ήταν το ισχυρότερο πνευματικό όπλο στον αγώνα της
Εκκλησίας για την κατάκτηση των ψυχών. Ίδρυσε την Ιερατική Σχολή
Κερκύρας για τον καταρτισμό ικανότερων και ευσεβέστερων ποιμένων. Από 20
Φεβρουαρίου του 1928 εκδίδει το περιοδικό «Άγιος Σπυρίδων», με σκοπό
την πνευματική χειραγώγηση των χριστιανών της Μητροπόλεώς του.
Κατά τη μαρτυρία του διαδόχου του Μητροπολίτη Κερκύρας Πολυκάρπου , ο
Αθηναγόρας μόχθησε για την αναγέννηση της λατρευτικής ζωής του τόπου.
Έφερε και πάλι το ποίμνιό του στους Ναούς. Ενισχύοντας τις προσπάθειες
για την οργάνωση χορωδιών και την τοποθέτηση του αρμόνιου μέσα στο Ναό,
συγκράτησε και πλήθυνε το αραιωμένο εκκλησίασμα. Λάμπρυνε περισσότερο
τις ιερές τελετές, λιτανείες και πανηγύρεις. Ίδρυσε την «Κερκυραϊκή
Σχολή» σαν πρότυπο οικοτροφείο και εύρισκαν σ’ αυτή στέγη, στοργική
περίθαλψη και συνθήκες καλής μόρφωσης πολλοί Κερκυραίοι, Βορειοηπειρώτες
Έλληνες και Αλβανοί.
Ο W. A. Visser’ t Hooft σε άρθρο του τον Απρίλιο του 1929 , γράφει ότι,
όταν επισκέφθηκε τον Αθηναγόρα στην Κέρκυρα, έμεινε κατάπληκτος από τον
άψογο τρόπο λειτουργίας της Ιεράς Μητροπόλεως και το πολύπλευρο έργο του
Μητροπολίτη.
Ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας υπήρξε γενναίος. Αψήφησε κινδύνους. Έχοντας
ζήσει στα πεδία των μαχών του Μοναστηρίου κατά τη διάρκεια τριών πολέμων
έδειξε επίσης τη γενναιότητα του φρονήματός του κατά το βομβαρδισμό της
Κέρκυρας από τους Ιταλούς στις 31 Αυγούστου του 1923 κατά τον οποίο
πολλοί πρόσφυγες εφονεύθησαν και πολλοί ετραυματίσθησαν. Κωπηλατώντας ο
ίδιος μια ψαράδικη βάρκα πλησίασε τα ιταλικά πολεμικά καράβια και
ανέβηκε στην ιταλική ναυαρχίδα και διαμαρτυρήθηκε έντονα στον Ιταλό
Ναύαρχο Solari για την ανέντιμη πράξη του. Για την ενέργειά του αυτή ο
λαός της Κέρκυρας θεωρούσε τον Αθηναγόρα ήρωα και σωτήρα της πόλης του
και τον εσέβετο ιδιαίτερα.
Στο νησί υπήρχαν, όπως προαναφέραμε και Ρωμαιοκαθολικοί, οι περισσότεροι των οποίων ήσαν Ιταλοί υπαγόμενοι στην Αρχιεπισκοπή του Brindisi. Έπιασε φιλίες μαζί τους, γνώρισε από κοντά τα προβλήματά τους, τους αντιμετώπισε με αγάπη, κατανόηση και με ιδιαίτερη φροντίδα.
Απ’ εδώ άρχισε να ζει την τραγικότητα του χάσματος μεταξύ των δύο
Εκκλησιών και τις συνέπειες του Σχίσματος στις ψυχές των ανθρώπων. Γι’
αυτό και κάνει το πρώτο οικουμενικό του πέταγμα και περνάει την
Αδριατική για να επισκεφθεί πρώτος τον εκεί Ιταλό επίσκοπο.
Ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας στην Κέρκυρα
ανοίγεται και προς τους Προτεστάντες. Επιζητεί την επαφή και τη γνωριμία
με ηγετικές προσωπικότητες του προτεσταντικού κόσμου της Δύσεως.
Έχοντας ευλογήσει την ίδρυση στην Κέρκυρα του Παρατήματος της Χ.Α.Ν.
(Y.M.C.A.), λαμβάνει μέρος και στο διεθνές Συνέδριο της Οργανώσεως στο
Helsinki της Φιλλανδίας το 1926, όπως επίσης και στο Ζ’. Συνέδριο των
Αγγλικανών στο Λάμπεθ Πάλας τον Ιούλιο του 1930.
Κατά τον Καθηγητή Δεληκωστόπουλο, «όσο το όραμα της Δύσεως και αν
σαγηνεύει το μεγάλο άνδρα, αυτός ίσταται σταθερώς επί του ορθοδόξου
εδάφους. Τούτο αποτελεί πραγματικότητα η οποία διήκει δια μέσου
ολοκλήρου του βίου του. Η συμμετοχή του στη συνελθούσα στο Άγιο Όρος
Προκαταρκτική Επιτροπή των Ορθοδόξων Εκκλησιών τον Ιούνιο του 1930 και
μάλιστα ως ένας από τους Γραμματείς της Επιτροπής, αποτελεί αψευδή
μαρτυρία για το ενδιαφέρον του Αθηναγόρα για τα συζητηθέντα εκεί θέματα,
τα οποία ανεδιπλώθησαν κατά τις δεκαετίες οι οποίες ακολούθησαν.»
Την περίοδο αυτή η Αρχιεπισκοπή Αμερικής υφίσταται ένα σοβαρό πρόβλημα.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναζητεί τον κατάλληλο ποιμενάρχη για να
αναλάβει τις ευθύνες της επιλύσεως του. Υπολογίζοντας στα εξαιρετικά
προσόντα του Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών Αθηναγόρα ζητάει τη
συγκατάθεση της Εκκλησίας της Ελλάδος για να τον εκλέξει για την
Αρχιεπισκοπή Αμερικής. Η Εκκλησία της Ελλάδος με Απόφαση της Συνόδου
της, δίδει, «κατά την Κανονικήν Τάξιν», τη συγκατάθεσή της για τη νέα
αποστολή του Αθηναγόρα. Έτσι στις 13 Αυγούστου του 1930 ο Μητροπολίτης
Κερκύρας και Παξών Αθηναγόρας εκλέγεται, από την Ιερά Σύνοδο του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής.
Ο Αθηναγόρας ως Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής.
Ο Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Αθηναγόρας έφθασε στην
Κωνσταντινούπολη στις 9 Νοεμβρίου του 1930, όπου τον υποδέχθηκε από
μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχου ο Αρχιγραμματεύων της Ιεράς Συνόδου
Μητροπολίτης Φιλαδελφείας και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Μάξιμος.
Στις 11 Νοεμβρίου κλήθηκε και παρέστη σε Συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου,
κατά την οποία ο Πατριάρχης Φώτιος ο Β’. στην προσφώνησή του, μεταξύ
άλλων, του είπε «...χάρις τη ευλογία του Θεού και τη αφοσιώσει της
υμετέρας Ιερότητος τη Εκκλησία, χαιρετίζομεν σήμερον την υμετέραν αγάπην
Αρχιεπίσκοπον της εν Αμερική Εκκλησίας και συγχαίρομεν αυτή θερμώς και
από μέσης καρδίας επί τη εκλογή αυτής εις διακονίαν τόσον σπουδαίαν και
ιεράν. Έχοντες δε υπ’ όψει τα όντως εξαιρετικά προσόντα της υμετέρας
Ιερότητος, το αδιάβλητον ήθος, τον αποστολικόν ζήλον, την άκραν
αφοσίωσιν αυτής τη Εκκλησία, την μόρφωσιν και την λαμπράν μέχρι τούδε
εις έργα πίστεως και αγάπης σταδιοδρομίαν αυτής, πιστεύομεν ακραδάντως
ότι εν τω προσώπω της υμετέρας Ιερότητος εύρομεν τον δόκιμον πηδαλιούχον
της εν Αμερική Εκκλησίας και επί τούτω χαίρομεν χαράν μεγάλην και
ευχαριστούμεν τω Αγίω Θεώ, τη ευλογία του Οποίου και παραδίδομεν από
σήμερον την τε υμετέραν Ιερότητα και το αγαπητόν αυτή ποίμνιον» .
Στη συνέχεια αντιφώνησε καταλλήλως ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής Αθηναγόρας
και μετά ταύτα κατέβηκε μαζί με τους Συνοδικούς Αρχιερείς του
Οικουμενικού Πατριαρχείου στον Πατριαρχικό Ναό, όπου τέλεσε την
«νενομισμένην Ευχαριστίαν».
Μετά ταύτα έμεινε και φιλοξενήθηκε για δώδεκα μέρες στην Πόλη και στη συνέχεια αναχώρησε για την Αθήνα.
Στην Αμερική έφθασε στις 24 Φεβρουαρίου του 1931. Δύο μέρες μετά έγινε η ενθρόνισή του στον Άγιο Ελευθέριο της Νέας Υόρκης.
Από την επομένη της ενθρονίσεώς του ο Αμερικής Αθηναγόρας είχε να
αντιμετωπίσει, κατά τον Βασίλειο Βασιλειάδη, ένα πλήθος προβλημάτων της
Εκκλησίας, όπως ανασύνταξη και αναδιοργάνωση των Κοινοτικών και
Εκκλησιαστικών πραγμάτων, διαχάραξη νέας γραμμής και έναρξη νέας εποχής
για τον ιερό Κλήρο, την Παιδεία, την φιλανθρωπία και τις
διεκκλησιαστικές σχέσεις.
Επειδή «η όλη αρρυθμία των εκκλησιαστικών πραγμάτων» της Εκκλησίας της
Αμερικής δημιουργήθηκε από την εσφαλμένη, για τα εκεί δεδομένα, οργάνωση
της Εκκλησίας, που υπόκρυπτε την επικίνδυνη προσωπική ασυδοσία και τη
διοικητική αναρχία, σύμφωνα με την Έκθεση του Πατριαρχικού Εξάρχου
Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνού, γι’αυτο ο νέος Αρχιεπίσκοπος αμέσως
σχεδόν συνέταξε πρόχειρο σχέδιο Καταστατικού Χάρτου, που υπέβαλε τόσο
στο Οικουμενικό Πατριαρχείο όσο και στην Ελληνική Κυβέρνηση, για να
αποτελέσει τη βάση για το νέο από 22 άρθρα «Σύνταγμα διοικήσεως της
Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αμερικής Βορείου και Νοτίου», που κυρώθηκε από το
Οικουμενικό Πατριαρχείο στις 10 Ιανουαρίου του 1931.
Μετά τη διευθέτηση του προβλήματος της
διοικήσεως της Εκκλησίας της Αμερικής και των Επισκόπων της, ο
Αρχιεπίσκοπος εστράφη προς τις Κοινότητες, τους Ιερείς και το
ποίμνιό του. Άρχισε, κατά τον Πέτρο Κουρίδη, συστηματική επίσκεψη σε
κάθε μία Κοινότητα, πιστεύοντας ότι τα προβλήματα της μιας, παρά την
ομοιομορφία τους με εκείνα της άλλης, απαιτούσαν προσωπική προσοχή και
φροντίδα. Κατόρθωσε να μονιάσει το ποίμνιό του αλλά και να αυξήσει τις
Κοινότητες της Επαρχίας του.
Ως προς τους κληρικούς συμπεριφέρθηκε ο Αθηναγόρας, κατά τον
Δεληκωστόπουλο, με αγάπη και κατανόηση. Τους έδωσε να καταλάβουν ότι
ανήκουν στην Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού και στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο, που αυτός ο ίδιος εσέβετο βαθύτατα. Νωρίς διείδε ότι χωρίς
μορφωμένους κληρικούς με διπλή παιδεία, ελληνική και αμερικανική, το
έργο του θα ήταν πολύ δύσκολο. Γι’ αυτό και ίδρυσε το 1937 τη Θεολογική
Σχολή του Τιμίου Σταυρού στο Pomfret της Κοννεκτικούτης, που μεταφέρθηκε
το 1947 στο Brookline της Μασαχουσέτης. Εργάστηκε για τη στενότερη
συνεργασία των Ορθοδόξων Εκκλησιών της Αμερικής και από το 1943 έθεσε
τις βάσεις της μόνιμης Επιτροπής των Κανονικών Ορθοδόξων αρχιερέων, που
λειτουργεί από το 1960
Διοργάνωσε ημερήσια και απογευματινά σχολεία και προσπάθησε να εμφυσήσει
σε όλους την αγάπη για την Ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό της
Ελλάδος. Το 1944 ίδρυσε, με την πολύτιμο συμπαράσταση των Ελληνίδων
Κυριών της Φιλοπτώχου Αδελφότητος, την Ακαδημία του Αγίου Βασιλείου στο
Garrison της Νέας Υόρκης για την εκκόλαψη διδασκαλισσών των ελληνικών
γραμμάτων, κατηχητριών και γραμματέων των Κοινοτήτων. Οργάνωσε τα
Κατηχητικά Σχολεία και ίδρυσε μέσα στην Ακαδημία του Αγίου Βασιλείου και
ορφανοτροφείο. Συνέστησε το 1931 τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα Κυριών με
παραρτήματα σ’ ολόκληρη την Αμερική. Το 1930 εξέδωσε το περιοδικό «Ο
Ορθόδοξος Παρατηρητής» και ίδρυσε Κέντρο Ιεραποστολής στο Byron Springs
της Καλιφόρνιας.
Βασική μέριμνά του Αρχιεπισκόπου
Αμερικής Αθηναγόρου, κατά τον Πέτρο Κουρίδη, απετέλεσε το φιλανθρωπικό
και κοινωνικό του έργο, που συνεχίζεται μέχρι σήμερα από τη «Φιλόπτωχο».
Τα οικονομικά της Αρχιεπισκοπής και γενικά των Κοινοτήτων τα βρήκε σε
αθλία κατάσταση. Σιγά σιγά με υπομονή, πάντα κατά τον ίδιο συγγραφέα, με
το καλό παράδειγμα, με την άψογη διαχείριση και με την προσωπική ζωή
λιτότητας και πενίας τα ανόρθωσε σε σημείο εξυπηρετικό του πνευματικού
έργου και της σωστικής αποστολής της Εκκλησίας.
Ο Αθηναγόρας, κατά τον B.Ohse, είχε αναμφιβόλως τη σπάνια ικανότητα να
προσελκύει το ενδιαφέρον και το σεβασμό της πολιτικής εξουσίας και στη
συνέχεια να θέτει τη σχέση αυτή στην υπηρεσία της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Άλλωστε είναι γνωστό ότι επί της εποχής του Αρχιεπισκόπου Αμερικής
Αθηναγόρου ο Λευκός Οίκος και το Καπιτώλιο, άνοιξαν τις πύλες τους στον
Αρχιεπίσκοπο της Ελληνικής Αρχιεπισκοπής και είναι πασίγνωστη η ιστορική
φιλία του Αθηναγόρου με τους Προέδρους των Ηνωμένων Πολιτειών Φράγκλιν
Ρούσβελτ και Χάρρυ Τρούμαν.
Άξια μνείας υπήρξε και η εθνική δράση του Αρχιεπισκόπου Αμερικής
Αθηναγόρου. Αύτη κορυφώθηκε με την ίδρυση της Ελληνικής Πολεμικής
Περιθάλψεως (Greek War Relief), που, κατά τον Βασίλειο Βασιλειάδη,
απέστειλε, κατά το χρονικό διάστημα από το 1940 μέχρι το 1947, τρόφιμα,
φάρμακα, είδη ιματισμού κ.ά. αξίας άνω των 20 εκατομμυρίων δολαρίων προς
τους δοκιμαζομένους αδελφούς της Ελλάδος και έσωσε με τη βοήθεια αυτή,
πάρα πολύ κόσμο από το θάνατο της ασιτίας και των ασθενειών.
Ο Αθηναγόρας πριν έλθει στην Αμερική είχε πάρει εντολή από τον Πατριάρχη
Φώτιο τον Β’. να επανενώσει τα διεστώτα. Τελικά δεν πέτυχε μόνο να τα
επανενώσει, κατά τον Δημήτριο Τσάκωνα, αλλά πέτυχε να καταστεί
παράγοντας της Αμερικανικής Κυβερνήσεως και Πρωθιεράρχης, που απολάμβανε
του γενικού σεβασμού, όχι μόνο των Ορθοδόξων, αλλά και όλων των
χριστιανικών και μη Εκκλησιών και ομάδων της Αμερικής. Όλες οι μεγάλες
πολιτικές, εκκλησιαστικές και πνευματικές προσωπικότητες του Νέου
Κόσμου, ανεξαρτήτου εθνικότητας, τον επισκέπτοντο για να τον
συμβουλευτούν.
Τέλος ο Αθηναγόρας έθεσε το πρόβλημα των δημοσίων σχέσεων στις σωστές
του βάσεις από τους πρώτους μήνες της δράσεώς του στην Αμερική.
Το πόσο πέτυχε ο Αθηναγόρας στις δημόσιες σχέσεις, ως χαρισματούχος
δημόσιος εκκλησιαστικός άνδρας, μπορεί να επιβεβαιωθεί, κατά τον Πέτρο
Κουρίδη, και από το γεγονός ότι ενώ όταν έφθασε στη Νέα Υόρκη στις 24
Φεβρουαρίου του 1931, τον υποδέχθηκαν ελάχιστοι και ο αμερικανικός Τύπος
τον αγνόησε, δέκα οκτώ χρόνια αργότερα, φεύγοντας από την ίδια πόλη για
τη νέα του έπαλξη, που λέγεται Οικουμενικός Θρόνος της Ορθοδοξίας, όχι
μόνο πετάει με το ιδιωτικό αεροπλάνο του Προέδρου Χάρρυ Τρούμαν, αλλά
και η φωτογραφία του προβάλλει στο εξώφυλλο του περιοδικού Life, σαν
έκφραση του μεγίστου δυνατού βαθμού δημοσιότητας. Αλλά και εκτός απ’
αυτό χιλιάδες πιστοί με δάκρυα στα μάτια τον κατευόδωσαν για τη νέα του
αποστολή.
Ο Αθηναγόρας ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Μετά από την από 18 Οκτωβρίου του 1948 παραίτηση, από του Οικουμενικού
Θρόνου, του Πατριάρχου Μαξίμου του Ε’. την 1η Νοεμβρίου 1948 εξελέγη από
την Ενδημούσα Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου ο Αρχιεπίσκοπος
Αμερικής Βορείου και Νοτίου Αθηναγόρας ως Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ο νέος Πατριάρχης δε βιάστηκε να εγκατασταθεί στο Φανάρι αμέσως μετά την
εκλογή του. Θεώρησε υποχρέωσή του να αποχαιρετήσει το εκεί ποίμνιό του
με κάποια χρονική άνεση. Γι’ αυτό και αναχώρησε αεροπορικώς από την
Αμερική μετά από τρεις μήνες περίπου, δηλαδή την Κυριακή 23 Ιανουαρίου
του 1949. Έμεινε για λίγο στο Παρίσι και την Τετάρτη 26 Ιανουαρίου
έφθασε στην Κωνσταντινούπολη.
Το επίσημο ανακοινωθέν του Οικουμενικού Πατριαρχείου, για τις δύο πρώτες
μέρες του Πατριάρχου στην Κπολη, έχει ως εξής: «Η Α.Θ.Π. ο νέος
Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α’. επιβαίνων μετά της ακολουθίας
Αυτού του προσωπικού αεροπλάνου του Προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της
Αμερικής αφίκετο τη 26η Ιανουαρίου 1949 εις Κπολιν. Εν τω αεροδρομίω
εδεξιώθησαν Αυτόν Ιεράρχαι του Οικουμενικού Θρόνου, πολλοί επίσημοι και
άπειρον πλήθος. Τη δ’ επομένη ετελέσθη εν τω Πατριαρχικώ Ναώ η
ενθρόνισις Αυτού κατά την καθεστηκυίαν εν τη Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως
τάξιν, παρόντων των επισήμων και μεγάλου πλήθους πιστών. Το μέγα Μήνυμα
ανέγνω ο Αρχιγραμματεύς της Ιεράς Συνόδου...Ιάκωβος, την ποιμαντορικήν
ράβδον ενεχείρισεν ο πρώτος τη τάξει Σεβ. Μητροπολίτης Χαλκηδόνος Θωμάς,
τον δε νουθετήριον λόγον είπεν από του άμβωνος ο Σεβ. Μητροπολίτης
Αίνου Γερμανός».
Από την επομένη ο νέος Οιακοστρόφος της Οικουμενικής Καθέδρας, κατά τον
Μητροπολίτη Πέργης Ευάγγελο, ανέλαβε τις ευθύνες του ως Ηγούμενος της
Ιεράς Μονής του Φαναρίου, ως Αρχιεπίσκοπος Κπόλεως και ως Οικουμενικός
Πατριάρχης. Μπροστά στο τρίπτυχο αυτό της υπευθυνότητας και της ανάγκης o
Πατριάρχης Αθηναγόρας, πάντα κατά τον ίδιο Μητροπολίτη, στάθηκε καλώς
και μετά φόβου και δεν ξέχασε ποτέ καθ’ όλη την Πατριαρχεία του, ότι οι
περιστάσεις χρειάζονταν, κατά τον προσαγορευτήριο λόγο του Μητροπολίτη
Αίνου Γερμανό, «έκτακτο άνδρα, νουν διορατικό, βούληση ισχυρή και ηθική, χείρα στιβαρά» αλλά προ παντός, όπως ο ίδιος ομολόγησε στον Ενθρονιστήριο λόγο του, «σύνεσιν νοός και καρδίας χύμα».
Επί της Ηγουμενείας του Πατριάρχου Αθηναγόρου στην Ιερά Μονή του Αγίου
Γεωργίου του Διπλοφανάρου, κατά τον Μητροπολίτη Πέργης Ευάγγελο , που
από το 1953 μέχρι και το 1970 υπηρέτησε ως εσωκατάκοιλος ή εσωκατάκοιτος
Κληρικός της Πατριαρχικής Αυλής, εκτός από τις προβλεπόμενες, από το
Τυπικό της Μεγάλης Εκκλησίας, Ιερές Ακολουθίες, τις οποίες τηρούσε με
ευλάβεια, αναζητούσε αφορμές και ευκαιρίες για τον πλουτισμό του
Εορτολογίου και τη συγκέντρωση πληρώματος στο Ναό. Παραδείγματα αυτών
των αναζητήσεων είναι η θέσπιση πανηγυρικών εορτών στη μνήμη της Αγίας
Θεοφανούς και της Αγίας Σολομωνής, που φυλάσσονται στον Πατριαρχικό Ναό
τα ιερά Λείψανά τους, η συγκέντρωση των Κατηχητοπαίδων τη δεύτερη μέρα
των Χριστουγέννων και τη Δευτέρα της Διακαινησίμου, η δημιουργία εορτών
της μητέρας, του πατέρα κ.ά.
Σ’ όλες τις Ιεροτελεστίες, σύμφωνα με τον ίδιο Μητροπολίτη είτε
επρόκειτο για Πατριαρχική και Συνοδική Θεία Λειτουργία, είτε και για
απλή Πατριαρχική Χοροστασία η εκδηλωτική ευλάβειά του ως Τελετουργού, οι
Δεσποτικές αλλά και οι ευγενικές και μετρημένες τελετουργικές κινήσεις
του, η υπέροχη στάση και ακινησία του στο θρόνο, η Αρχιερατική του χάρη
ως κορυφαίου Μυσταγωγού μπροστά στο Ιερό Θυσιαστήριο, πρόδιδαν ότι
κατείχε την τέχνη του να είναι Πρώτος. Στο Παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέου,
που ο Ηγούμενος Πατριάρχης εύρισκε κατά την έκφρασή του «την τακτικήν
καθ’ ημέραν όασιν», η θέση του δεν ήταν πάντοτε ο θρονίσκος, αλλά και το
Θυσιαστήριο, σε περίπτωση απουσίας ιερέως, καθώς και το αναλόγιο είτε
επειδή απουσίαζαν οι Κληρικοί της Αυλής είτε ακόμη επειδή ήθελε να
συμψάλλει με την χαρακτηρίζουσα αυτόν βαρυτονία.
Ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Αθηναγόρας αισθάνθηκε τη Ρωμηοσύνη
της Πόλης «ως το τίμιον ποίμνιον της κατ’ αυτόν Αγιωτάτης Αρχιεπισκοπής
και το προσφιλές αντικείμενον της αμέσου πατρικής αυτού μερίμνης».
Διαίρεσε την Αρχιεπισκοπή σε πέντε Περιφέρειες και τοποθέτησε σ’ αυτές
Αρχιερατικώς Προϊσταμένους, που ήταν ή Τιτουλάριοι Βοηθοί Επίσκοποι, ή
Τιτουλάριοι Μητροπολίτες ή και Συνοδικοί Μητροπολίτες.
Σπουδαίο μέλημα του Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρου υπήρξε η από 27 Σεπτεμβρίου
του 1949 ίδρυση της «Πνευματικής Διακονίας», που σκοπό είχε την
εσωτερική ιεραποστολή. Για το σκοπό αυτό λειτούργησαν τρία Ιερατικά
Φροντιστήρια στις Κοινότητες Σταυροδρομίου, Ταταούλων και Γαλατά. Με τα
Φροντιστήρια αυτά επεδίωκε την ανάπτυξη του πνευματικού καταρτισμού των
μη θεολόγων Κληρικών με πρακτική διδασκαλία της Ποιμαντικής και
ιδιαίτερα της Εφαρμοσμένης Λειτουργικής, δηλαδή του τρόπου τελέσεως της
Θείας Λειτουργίας και των λοιπών Μυστηρίων.
Στα επιτεύγματα της Πνευματικής Διακονίας εντάσσεται και η από 23
Ιουνίου 1951 έκδοση της εβδομαδιαίας εφημερίδας «Ο Απόστολος Ανδρέας»,
πρακτικού περιεχομένου, που εκδίδεται αρχικώς σε ιδιωτικό τυπογραφείο
για μερικούς μήνες και προορίζετο για το μεγαλύτερο μέρος του πληρώματος
της Εκκλησίας. Πρός το τέλος του 1951 επανιδρύεται το Πατριαρχικό
Τυπογραφείο, από το οποίο εκδίδονται τακτικώς μαζί με την παραπάνω
Εφημερίδα και το περιοδικό «Ορθοδοξία». Μέχρι δε την παύση της
λειτουργίας του το 1964 τυπώθηκαν σ’ αυτό πάνω από 100 συγγράμματα.
Ο Αθηναγόρας ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως
θέσπισε τα Ιερά Κογκλάβια του Ιερού Κλήρου της Αρχιεπισκοπής για να
αναπτύσσονται και να εξετάζονται τα απασχολούντα τον Ιερό Κλήρο
προβλήματα, που είχαν σχέση με την Κοινοτική και Λειτουργική ζωή του
ποιμνίου του. Κάθε αρχιερατικώς ή ιερατικώς Προϊστάμενος Κοινότητας
έπρεπε να φέρει στη συνάντηση αυτή «Έκθεση πεπραγμένων», πάνω στα θέματα
της οποίας εγένετο ανοικτή συζήτηση. Επίσης πραγματοποιούντο τα πρώτα
χρόνια και συγκεντρώσεις Ιεροψαλτών και Νεωκόρων της Αρχιεπισκοπής,
προκειμένου να εξετάζονται και να επιλύονται τα απασχολούντα αυτούς
προβλήματα.
Η στοργή και το ενδιαφέρον του Αρχιεπισκόπου, για τους Κληρικούς του,
τον οδήγησε στη σύσταση, με τη βοήθεια της Πνευματικής Διακονίας, του
Κέντρου του Ιερού Κλήρου, που είχε ως σκοπό να φιλοξενεί τους κληρικούς,
που ήθελαν να ξεκουραστούν για λίγες μέρες το καλοκαίρι στην Ιερά Μονή
Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού της νήσου Πριγκήπου.
Η μέριμνα της Πνευματικής Διακονίας, μετά από υποδείξεις του
Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρου, επεξετάθηκε και σε άλλους βασικούς πρακτικούς
τομείς, όπως είναι η παροχή υποτροφιών, η προικοδότηση απόρων κοριτσιών,
η ενίσχυση αναξιοπαθούντων αδελφών κ.ά.
Ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον του Αρχιεπισκόπου Αθηναγόρου προς τη νέα γενιά
ήταν μεγάλο. Ιδρύματα αυτού του ενδιαφέροντος υπήρξαν 1) η Εστία
εργαζομένου κοριτσιού, που είχε σκοπό την πνευματική και ηθική τόνωση
των εργαζομένων κοριτσιών και 2) η Παιδόπολη, που φιλοξενούσε το
καλοκαίρι, στην Ιερά Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χριστού της νήσου
Πρώτης, παιδιά σχολικής ηλικίας απ’ όλη την Αρχιεπισκοπή.
Τέλος επεδίωξε ο Αθηναγόρας να συσταθεί σε κάθε Κοινότητα της Πόλης
Φιλόπτωχος Αδελφότητα, Μορφωτικός Σύνδεσμος, Μαθητικά Συσσίτια, Μικτές
Εκκλησιαστικές Χορωδίες, Κατηχητικά Σχολεία και Ώρα αναψυχής του
παιδιού.
Επιθυμώντας να γνωρίσει από κοντά κάθε Κοινότητα και να προωθήσει την
οργάνωσή της, εφάρμοζε την αρχή των τακτικών Πατριαρχικών Χοροστασιών
στις Κοινότητες. Μετά τη Θεία Λειτουργία επακολουθούσε πάντοτε δεξίωση
στην Κοινοτική αίθουσα, κατά την οποία εκτίθεντο τα πεπραγμένα από τον
Αρχιερατικό Προϊστάμενο της Περιφέρειας, τον Ιερατικό Προϊστάμενο της
Κοινότητας, τον Πρόεδρο της Κοινότητας και από τους Προέδρους της
Φιλόπτωχου Αδελφότητας και του Μορφωτικού Συνδέσμου της Κοινότητας.
Κατά διαστήματα πραγματοποιούσε και συγκεντρώσεις των Προέδρων και των
μελών των Διοικητικών Συμβουλίων των Φιλανθρωπικών Σωματείων της
Αρχιεπισκοπής για την ανταλλαγή απόψεων πάνω στα προβλήματα των
Ιδρυμάτων τους. Επίσης καλούσε κατά διαστήματα μερικούς από τους
Προέδρους των Σωματείων για να παρακαθίσουν σε επίσημα γεύματα που έδιδε
το Πατριαρχείο προς τιμήν ξένων προσωπικοτήτων , προκειμένου να
γνωρίσουν τα διορθόδοξα και τα διαχριστιανικά προβλήματα της Εκκλησίας.
Ο Αθηναγόρας πέραν από Ηγούμενος της Ιεράς Μονής του Αγίου Γεωργίου του
Διπλοφανάρου και Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και Νέας Ρώμης ήταν
και Οικουμενικός Πατριάρχης.
Και σαν Οικουμενικός Πατριάρχης ο Αθηναγόρας στάθηκε καθ’ όλη την
περίοδο της Πατριαρχείας του «καλώς και μετά φόβου» σάν «έκτακτος
άνδρας με νουν διορατικό και με βούληση ισχυρή και ηθική» .
Έτσι λοιπόν επί της Πατριαρχείας Αθηναγόρου του Α΄. αναγνωρίσθηκαν εννέα Άγιοι με
Κανονική Πράξη της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού
Πατριαρχείου: 1) Στις 31 Μαΐου του 1955 ο Νικόδημος Αγιορείτης, που
γιορτάζεται η μνήμη του στις 14 Ιουλίου, 2) Στις 20 Απριλίου του 1961 ο
Κοσμάς ο Αιτωλός, που γιορτάζεται η μνήμη του στις 24 Αυγούστου και ο
Νεκτάριος Κεφαλάς, Μητροπολίτης πρ. Πενταπόλεως, που γιορτάζεται η μνήμη
του στις 9 Νοεμβρίου, 3) Στις 20 Ιουνίου του 1967 ο Αρσένιος ο Πάριος,
που γιορτάζεται η μνήμη του στις 18 Αυγούστου, 5) Στις 11 Σεπτεμβρίου
του 1970 ο Ηγούμενος Ραφαήλ, ο Διάκονος Νικόλαος και η Ειρήνη, που
γιορτάζονται οι μνήμες τους την Τρίτη της Διακαινησίμου, και η μοναχή
Πελαγία, που γιορτάζεται η μνήμη της στις 23 Ιουλίου και 6) Στις 23
Μαΐου του 1972 η Λυδία η Φιλιππησία, που γιορτάζεται η μνήμη της στις 20
Μαίου.
Επίσης επί της Πατριαρχείας του έγινε δυο φορές η καθαγίαση του αγίου Μύρου (1951 και 1960).
Ο Αθηναγόρας το 1951 συνέβαλε στην έκδοση του νέου Κανονισμού
λειτουργίας της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης, που σκοπό είχε την
αναδιοργάνωση και περαιτέρω ανάπτυξή της. Επίσης επέτυχε την ίδρυση τριών ακαδημαϊκών Κέντρων,
όπως 1) το Πατριαρχικό Ιδρυμα Πατερικών Μελετών, που συνεστήθη με
Πατριαρχικό και Συνοδικό Σιγίλλιο το έτος 1965 και εγκαταστάθηκε στην
Ιερά Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή των Βλατάδων της Θεσσαλονίκης
και εκδίδει α) το εξαμηνιαίο επιστημονκό περιοδικό «Κληρονομία», β) τη
σειρά «Ανάλεκτα Βλατάδων», γ) τη σειρά «Θεολογικά Δοκίμια», δ) τη σειρά
«Θεολογικά Μελετήματα», ε) τη σειρά «Φως Πατέρων», ς) τη σειρά
«Λειτουργικά Βλατάδων», ζ) Καταλόγους Ελληνικών Χειρογράφων, η)
Φωτοαναστατική επανέκδοση των περιοδικών «Εκκλησιαστική Αλήθεια», «Νέος
Ποιμήν» και «Ορθοδοξία» και τέλος θ) Σε συνεργασία με την Εκδοτική
Αθηνών εξέδωσε τους 4 πολυτελείς τόμους «Θησαυροί του Αγίου Όρους», 2)
το Ορθόδοξο Κέντρο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που ιδρύθηκε μετον
Τόμο του 1966 στο Chambesy κοντά στη Γενεύη της Ελβετίας και που εκδίδει
τις περιοδικές εκδόσεις «Επίσκεψις», «Συνοδικά» και «Θεολογικαί
Μελέται» και 3) την Ορθόδοξη Ακαδημία της Κρήτης(1968), που βρίσκεται
στο Κολυμπάρι Χανίων.
Επί της Πατριαρχείας του το 1961 η ημιαυτόνομος Εκκλησία της Κρήτης
απέκτησε το νέο Καταστατικό της Χάρτη , το 1962 οι Επισκοπές της
ονομάσθηκαν Μητροπόλεις, ο δε Μητροπολίτης Κρήτης με την από 28
Φεβρουαρίου του 1967 Απόφαση της Αγίας και Ιεράς Συνόδου του
Οικουμενικού Πατριαρχείου ονομάσθηκε Αρχιεπίσκοπος.
Στην Ευρώπη το 1972 οι Επισκοπές της Αυτονόμου Εκκλησίας της Φιλλανδίας
ονομάσθηκαν Μητροπόλεις. Η Μητρόπολη Θυατείρων με δικαιοδοσία σ’
ολόκληρη την Ευρώπη, ονομάσθηκε Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και από το 1968
Αρχιεπισκοπή Θυατείρων και Μεγάλης Βτεττανίας. Το 1963 ιδρύθηκαν οι
Μητροπόλεις Γαλλίας, Γερμανίας και Αυστρίας. Το 1969 ιδρύθηκαν οι
Μητροπόλεις Σουηδίας και Βελγίου.
Στην Αμερική από 8 Δεκεμβρίου του 1970 η Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου
Αμερικής προήχθηκε στην «ένατην από του Καισαρείας Τάξιν, ευθύς μετά
τον (θρόνον) Δέρκων» του Συνταγματίου του Οικουμενικού Θρόνου.
Στην Αυστραλία το 1959 η Μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας
ονομάσθηκε Αρχιεπισκοπή και το 1970 η Νέα Ζηλανδία αποσπάστηκε από την
Αρχιεπισκοπή Αυστραλίας και έγινε Μητρόπολη.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας ο Α΄., «ως φορέας του παρελθόντος,
εργάτης του παρόντος και οραματιστής ενός καλλίτερου και ευτυχέστερου
μέλλοντος» , προώθησε τις διορθόδοξες και διαχριστιανικές σχέσεις του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, όσο κανείς άλλος πριν απ’ αυτόν.
Στον Διορθόδοξο τομέα εργάστηκε εντατικά για τη σύγκληση των
Πανορθόδοξων Διασκέψεων, που μας οδηγούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των
Ορθοδόξων. Για το λόγο αυτό το Φεβρουάριο του 1951 ο Πατριάρχης
Αθηναγόρας με Εγκύκλια Πατριαρχικά Γράμματα προς τους Μακαριοτάτους
Πατριάρχες και τους Προέδρους των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών
ανακοινώνει ότι το ζωτικοτάτης σημασίας θέμα για την Ορθόδοξο Εκκλησία
δηλαδή η σύγκληση της Πανορθόδοξης Προσυνόδου εξακολουθεί να απασχολεί
πάντοτε τον Οικουμενικό Θρόνο γι’ αυτό και με απόφαση της Ιεράς αυτού
Συνόδου θέτει εκ νέου το θέμα αυτό στην κρίση τους.
Οι επίσημες επισκέψεις, που έγιναν το 1959, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο
από τους Πατριάρχες Αντιοχείας Θεοδόσιο, Ιεροσολύμων Βενέδικτο, Σερβίας
Γερμανό και τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητο, για
επαφές και συνομιλίες με τον Οικουμενικό Πατριάρχη καθώς και η Ιερή
Πορεία, που πραγματοποίησε περί τα τέλη του ίδιου έτους ο Πατριάρχης
Αθηναγόρας προς τα αρχαία Ορθόδοξα Πατριαρχεία της Ανατολής,
περιλαμβάνονται μέσα στο προπαρασκευαστικό κλίμα της σύγκλησης της
Πανορθόδοξης Διάσκεψης.
Αποκορύφωμα των επίσημων επισκέψεων και επαφών μεταξύ των Ορθοδόξων
Εκκλησιών απετέλεσε η επίσκεψη του Πατριάρχου Μόσχας και πάσης Ρωσίας
Αλεξίου, που έγινε το Δεκέμβριο του 1960 στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η
επίσκεψη αυτή υπήρξε ιστορικής σημασίας και σπουδαιότητας και είχε
μεγάλη απήχηση στο Διορθόδοξο αλλά και στο Διαχριστιανικό κόσμο.
Συνέβαλε η επαφή και η συνομιλία των δύο Πατριαρχών και στην εξομάλυνση
των σχέσεων μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των Ορθοδόξων
Εκκλησιών της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας. Επίσης αποκαταστάθηκαν
μετά ταύτα και οι σχέσεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το
Πατριαρχείο Σόφιας και πάσης Βουλγαρίας, έπειτα από την υποβληθείσα
παράκληση της Βουλγαρικής Εκκλησίας και Απόφαση της Ιεράς Συνόδου του
Οικουμενικού Πατριαρχείου, που αναγνώρισε κατ’ οικονομία την 21η Ιουλίου
του 1961 την Πατριαρχική αξία και περιωπή της Βουλγαρικής Ορθοδόξου
Εκκλησίας.
Με τη διευθέτηση και του θέματος αυτού, αποκαταστάθηκαν οι μεταξύ όλων
των Ορθοδόξων Εκκλησιών σχέσεις ο δε κοινός πόθος και η προσδοκία τους
για τη σύγκληση μιας Πανορθοδόξου Διασκέψεως ήταν πραγματοποιήσιμος.
Γι’ αυτό και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας στις 4 Μαΐου και στις 13 Ιουνίου
του 1961 με Πατριαρχικά Εγκύκλια Γράμματα ανακοίνωσε προς τις επί μέρους
Ορθόδοξες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες την Απόφαση της Ιεράς Συνόδου για τη
σύγκληση Πανορθοδόξου Διασκέψεως στη Ρόδο το Σεπτέμβριο του 1961. Η
Διάσκεψη πραγματοποιήθηκε μεταξύ 24 Σεπτεμβρίου και 1 Οκτωβρίου του 1961
και συμπλήρωσε τον Κατάλογο θεμάτων της μελλούσης Προσυνόδου και
πρότεινε την καλλιέργεια φιλικών σχέσεων με τις Αντιχαλκηδόνειες
(Αρχαίες ή Μεταχαλκηδόνιες ή Ελάσσονες) Εκκλησίες της Ανατολής προς
αποκατάσταση της ενώσεως και τη μελέτη της ιστορίας, της πίστεως και της
λατρείας των Εκκλησιών αυτών και τη συνεργασία μαζί τους σε οικουμενικά
Συνέδρια πάνω σε πρακτικά θέματα.
Η σύγκληση της Πρώτης Πανορθοδόξου Διασκέψεως το 1961 οφείλεται,
κατά τον Καθηγητή Βασίλειο Αναγνωστόπουλο, στις πρωτοβουλίες που
ανέλαβε για την πραγμάτωσή της το Οικουμενικό Πατριαρχείο με τις
ιδιάζουσες ευθύνες του, ως Πρωτόθρονη Εκκλησία, μέσα στο διοικητικό
σύστημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, με ποδηγέτη τον Προκαθήμενό του
Πατριάρχη Αθηναγόρα που έθεσε ως μέλημα της Πατριαρχείας του τη σύγκληση
αυτής και επεδόθηκε με πολλή αφοσίωση στο έργο για την πραγμάτωσή της.
Μετά την Πρώτη ακολούθησε η Δευτέρα και η Τρίτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη, που πραγματοποιήθηκαν στη Ρόδο.
Η μεν Δευτέρα συγκλήθηκε από 26 Σεπτεμβρίου μέχρι και 1 Οκτωβρίου του
1963 και αποφάσισε να προτείνει στους Ρωμαιοκαθολικούς την έναρξη
διαλόγου «επί ίσοις όροις», η δε Τρίτη, που συγκλήθηκε μεταξύ 1ης και
15ης Νοεμβρίου του 1964, αποφάσισε για το διάλογο με τους
Ρωμαιοκαθολικούς ότι χρειάζεται η δέουσα προπαρασκευή και η δημιουργία
καταλλήλων συνθηκών, για δε τον διάλογο με τους Αγγλικανούς και
Παλαιοκαθολικούς, την άμεση σύσταση δύο ειδικών Διορθοδόξων Θεολογικών
Επιτροπών για τη συνέχιση με αυτούς των θεολογικών συζητήσεων.
Η Τετάρτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη συγκλήθηκε
από 8ης μέχρι 15ης Ιουνίου του 1968 στο Chambesy της Ελβετίας και
αποφάσισε πρώτο να τεθεί σαν κύριος στόχος και άμεση επιδίωξη η σύγκληση
της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της κατ’ Ανατολάς Αγίας Ορθοδόξου
Εκκλησίας και αντί της συγκροτήσεως μιας Προσυνόδου να συγκροτηθούν
σταδιακώς αλλεπάλληλοι Προσυνοδικαί Πανορθόδοξοι Διασκέψεις καθώς και
μία Διορθόδοξος Προπαρασκευαστική Επιτροπή, και δεύτερο να συνεχιστεί η
συστηματική προπαρασκευή του θεολογικού διαλόγου με τους ετεροδόξους
Χριστιανούς και η συμμετοχή της Ορθοδοξίας στο έργο του Π.Σ.Ε. καθώς και
η πραγματοποίηση θεολογικού διαλόγου της Ορθοδόξου Εκκλησίας με τις
Αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες της Ανατολής. Τέλος επί της Πατριαρχείας
Αθηναγόρου συνεκλήθη επίσης στο Chambesy από 16-28 Ιουλίου του 1971 η Α’. Διορθόδοξη Προπαρασκευαστική Επιτροπή της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου, κατά την οποία παρουσιάστηκαν εισηγήσεις πάνω σε έξη θέματα από τον Κατάλογο των θεμάτων της Πρώτης Πανορθόδοξης Διάσκεψης.
Μέσα στο πνεύμα της ανάγκης για επαφή και συνεργασία όλων των κατά
τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, προκειμένου να διασφαλισθεί η
ενότητα της Ορθοδοξίας, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας το 1963 με την ευκαιρία
της Χιλιετηρίδας του Αγίου Όρους επισκέφθηκε το Άγιο Όρος και ηγήθηκε
των εορταστικών εκδηλώσεών του και στη συνέχεια επισκέφθηκε την Εκκλησία
της Ελλάδος. Για τον ίδιο λόγο το 1967 επισκέφθηκε τις Εκκλησίες της
Σερβίας, Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Επίσης το 1969 επισκέφθηκε τη Σόφια
της Βουλγαρίας, όπου ηγήθηκε των τελετών για τα 1100 χρόνια από το
θάνατο του Αγίου Κυρίλλου.
Στο Διαχριστιανικό Τομέα ο Πατριάρχης Αθηναγόρας προώθησε το Διάλογο και
πέτυχε να εξυψώσει και να τοποθετήσει τις διμερείς συνομιλίες και τις
θεολογικές συζητήσεις πάνω σε Πανορθόδοξο επίπεδο α) με τους Αγγλικανούς
το 1966 στο Βελιγράδι της Γιουγοσλαβίας, το 1970 στο Chambesy της
Γενεύης της Ελβετίας και το 1971 στο Helsinki της Φιλλανδίας. β) με
τους Παλαιοκαθολικούς επίσης το 1966 στο Βελιγράδι, το 1970 στη Γενεύη
και το 1971 στη Βόννη της Γερμανίας γ) με τις Αντιχαλκηδόνιες Εκκλησίες
της Ανατολής προοθήθηκε ο Διάλογος το 1971 στην Addis Ababa της
Αιθιοπίας και δ) Διάλογος με ανεπίσημες θεολογικές Επιτροπές του Π.Σ.Ε.
προοθήθηκε το 1964 στο Aarhus της Δανίας, το 1967 στο Bristol της
Αγγλίας, το 1970 στη Γενεύη και το 1971 στην Addis Ababa.
Το επίτευγμα τούτο του Πατριάρχου Αθηναγόρου μπορεί να αποδοθεί, κατά
τον Καθηγητή Βασίλειο Αναγνωστόπουλο, στο φιλενωτικό του πνεύμα, που
ήταν το «πιστεύω» του και χαρακτήριζε την όλη του δραστηριότητα στην
Εκκλησία σαν Μητροπολίτης Κερκύρας, Αρχιεπίσκοπος Αμερικής και
Οικουμενικός Πατριάρχης.
Τέλος οι Διαχριστιανικές σχέσεις βοηθήθηκαν επίσης κατά την περίοδο της Πατριαρχείας Αθηναγόρου και από τα παρακάτω γεγονότα:
α) από την Εγκύκλιο του Πατριάρχου που στάλθηκε τον Ιανουάριο του 1952
προς τους Μακαριότατους Πατριάρχες και τους Προέδρους των Ορθοδόξων
Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, και που αναφέρει τους λόγους για τους οποίους
επιβάλλεται η συμμετοχή και συνεργασία της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το
Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών και καθορίζει τη σχέση και τους
τρόπους της συμμετοχής των Ορθοδόξων εκπροσώπων στις εργασίες και τις
συζητήσεις αυτού. β) από την επίσημη επίσκεψη, που πραγματοποίησε από
29ης Νοεμβρίου μέχρι και 1ης Δεκεμβρίου του 1960 ο Προκαθήμενος της
Αγγλικανικής Εκκλησίας Geoffrey Fisher στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, γ)
από την επίσημη επίσκεψη, που πραγματοποίησε από 2-6 Μαϊου 1962 ο
Προκαθήμενος της Αγγλικανικής Εκκλησίας Δρ. Michael Ramsey στο
Οικουμενικό Πατριαρχείο, δ) από την έναρξη επίσημης αλληλογραφίας
μεταξύ των Εκκλησιών Κωνσταντινουπόλεως και Ρώμης το έτος 1963, ε) από
την ιστορική συνάντηση του Οικουμενικού Πατριάρχου Αθηναγόρου με τον
Πάπα Παύλο τον ς’, που πραγματοποιήθηκε στο Όρος των Ελαιών στα
Ιεροσόλυμα τον Ιανουάριο του 1964. ς) από τις επισκέψεις Πατριαρχικής
Αντιπροσωπείας στη Ρωμαιοκαθολική, Αγγλικανική , και Παλαιοκαθολική
Εκκλησία, το Φεβρουάριο του 1965, ζ) από την επίσκεψη παπικής
αντιπροσωπείας στο Φανάρι τον Απρίλιο του 1965 η) από την ταυτόχρονη
άρση «από της μνήμης και εκ μέσου της Εκκλησίας» των αναθεμάτων του
1054, που έγινε στις 7 Δεκεμβρίου 1965 στη Ρώμη και στο Φανάρι. θ) από
την ανταλλαγή επισκέψεων ανωτάτου επιπέδου που έγινε το 1967 με την
επίσκεψη του Πάπα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και του Πατριάρχου
Αθηναγόρα στη Ρώμη. ι) από την επίσημη επίσκεψη, που πραγματοποίησε από
της 9ης Νοεμβρίου μέχρι και 14ης Νοεμβρίου του 1967, ο Οικουμενικός
Πατριάρχης στον Αρχιεπίσκοπο Καντουαρίας Δρα Michael Ramsey στην Αγγλία,
ια) από την επίσκεψη ειδικών απεσταλμένων της Αγγλικανικής Εκκλησίας
στο Φανάρι τον Οκτώβριο του 1968, ιβ) από την διοργάνωση το 1969 του
Ιστορικού Διεκκλησιαστικού Συνεδρίου στο Bari της Ιταλίας μεταξύ
Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων πανεπιστημιακών Καθηγητών, ιγ) από τα
οργανούμενα από το 1969 Οικουμενικά Συμπόσια της πόλεως Regensburg της
Γερμανίας, μεταξύ της Γερμανικής Συνόδου των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων
και του Οικουμενικού Πατριαρχείου ιδ) από την απόδοση από την Εκκλησία
της Ρώμης των Ιερών Λειψάνων προς τις δικαιούχες Εκκλησίες της Ανατολής
όπως του Αγίου Ανδρέου στην Εκκλησία των Πατρών (1964), του Αγίου Σάββα
στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων (1965), του Αγίου Τίτου στην Εκκλησία της
Κρήτης (1966), και του Αγίου Ισιδώρου στην Εκκλησία της Χίου (1967).
ιε) από την αποστολή το 1964 επισήμων παρατηρητών από το Οικουμενικό
Πατριαρχείο στην Τρίτη φάση της Β’. Βατικανής Συνόδου της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας(1962-1965) και ις) από την αποστολή ορθοδόξων
αντιπροσώπων στις Γενικές Συνελεύσεις του Π.Σ.Ε., που έγιναν στο
Έβανστον το 1954, στο Νέο Δελχί το 1961 και στην Ουψάλα το 1968.
Ανακεφαλαιώνοντας θα ήθελα να σας μεταφέρω μερικές διαπιστώσεις που
κάνει ο Μητροπολίτης Περιστερίου Χρυσόστομος, για το έργο που έγινε κατά
την Πατριαρχεία Αθηναγόρου του Α’. διαπιστώσεις με τις οποίες πιστεύω,
μετά τα όσα σε συντομία προσπάθησα να σας μεταφέρω με την ομιλία μου
αυτή, ότι και εσείς θα συμφωνήσετε.
«Η Πατριαρχεία Αθηναγόρου του Α’. αποτελεί ιστορικό σταθμό τόσο για τον Οικουμενικό Θρόνο όσο και για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Αποτελεί την απαρχή μιάς ιστορίας που γνώρισε μεν αντιδράσεις αλλά και
που ήταν γεμάτη από διορθόδοξες και διαχριστιανικές εκδηλώσεις αγάπης,
θυσίας, διακονίας και έργων ανθρωπισμού. Παρουσίασε έντονη δραστηριότητα
στο συντονισμό της δυναμικότητας της Ορθοδοξίας. Ιδρύθηκαν Πατριαρχικά
Κέντρα. Αναπτύχθηκε ο δημιουργικός Διάλογος της αγάπης. Επιδιώχθηκε η
λήθη του παρελθόντος, η καλλίτερη συνενόηση μεταξύ των Εκκλησιών και η
στενώτερη συνεργασία πάνω σε σύγχρονα προβλήματα. Ακόμη δε επιδιώχθηκε
και η καλλιέργεια και προαγωγή του Θεολογικού Διαλόγου με στόχο την
συνεύρεση όλων πάνω στα θεμέλια της πίστεως και της ελευθερίας
βοηθούμενοι από την ευσεβή και την οικοδομητική θεολογική σκέψη των
κοινών Πατέρων και από την ποικιλία των κατά τόπους εθίμων, όπως
συνέβαινε πάντοτε στην Εκκλησία.»
Αγαπητοί κυρίες και κύριοι,
Ο Πατριάρχης μετά το 1970 άρχισε να παρουσιάζει στην υγεία Του σημεία
μεγάλης κατάπτωσης. Το καλοκαίρι του 1972, όπως κάθε χρόνο, παρέμενε
εφησυχάζων στα ιδιαίτερα Πατριαρχικά δώματα της Ιεράς Μονής της Αγίας
Τριάδος της Χάλκης. Την Πέμπτη 29 Ιουνίου 1972 «υπέστη, κατά το ιατρικό
ανακοινωθέν, συνεπεία ολισθήματος, κάταγμα του δεξιού αυχένος του
μηρού». Την επομένη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο Βαλουκλή όπου και πέθανε
την Παρασκευή 7 Ιουλίου 1972 από επιπλοκή νεφρικής πάθησης και πτώση
της αρτηριακής πίεσης.
Την Τρίτη 11 Ιουλίου 1972 έγινε η κηδεία Του στον Ιερό Πατριαρχικό Ναό
του Αγίου Γεωργίου. Το πρωϊ και ώρα 9 άρχισε η Θεία Λειτουργία
προεξάρχοντος του Προέδρου της Ενδημούσης Αγίας και Ιεράς Συνόδου
Μητροπολίτου Γέροντος Χαλκηδόνος Μελίτωνος με συλλειτουργούς τους
Μητροπολίτες Χαλδίας Κύριλλο και Κολωνείας Γαβριήλ. Ακολούθησε η
νεκρώσιμη Ακολουθία, που άρχισε στις 12 ακριβώς με την παρουσία όλων των
Αρχιερέων της Αγίας και Ιεράς Ενδημούσης Συνόδου, προεξάρχοντος του
Προέδρου Αυτής, στο τέλος της οποίας εξεφώνησε τον επικήδειο λόγο, από
του ιερού άμβωνος, ο Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος.Η σωρός του
μεταστάντος Πατριάρχου μεταφέρθηκε με πομπή στην Ιερά Μονή της Ζωοδόχου
Πηγής Βαλουκλή, όπου και ετάφη, κοντά στους τάφους των προ αυτού
Οικουμενικών Πατριαρχών.
«Κύριος ο Θεός αναπαύσαι και δοξάσαι και εν ουρανοίς τον κοιμηθέντα μακαριστόν Πατριάρχην ημών Αθηναγόραν...Αμήν».
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)