του Χρίστου Γούδη Καθηγητή Πανεπιστημίου Πατρών Προέδρου του Ιδρύματος Ίων Δραγούμης |
Συνδέσεις |
Συχνά γεννάται το ερώτημα αν τα σκληρά και επώδυνα νομοθετικά μέτρα τα οποία καταθέτει σωρηδόν η κυβέρνηση προς έγκριση από την Βουλή των Ελλήνων, και τα οποία υποτίθεται ότι στοχεύουν στην ριζική φιλελευθεροποίηση της οικονομίας της χώρας έτσι ώστε να αποκτήσει προοπτικές μελλοντικής ανάπτυξης, θα έπρεπε, για λόγους πολιτικής ευθύνης, να υπερψηφίζονται και από τις δυνάμεις του Πατριωτικού χώρου. Και επειδή αυτά καταψηφίζονται, τίθεται το ερώτημα κατά πόσο μία τέτοια πολιτική πράξη συνιστά έναν εύκολα υιοθετούμενο λαϊκισμό προς αποφυγήν του λεγόμενου πολιτικού κόστους.
Ο προβληματισμός, όταν γεννάται καλοπροαίρετα και χωρίς πολιτική ιδιοτέλεια, αποτελεί πράγματι ένα θέμα που απαιτείται να αντιμετωπίζεται χωρίς υπεκφυγές. Και γι’ αυτό θα πρέπει να λεχθεί ευθέως ότι η άρνηση του Πατριωτικού χώρου να στηρίζει μέτρα της κυβέρνησης, ακόμη και εν γνώσει της αδήριτης αναγκαιότητας ορισμένων εξ’ αυτών, αποτελεί μία βαθύτερη πολιτική απάντηση σε θεμελιώδεις στρατηγικές επιλογές του κυβερνώντος κονκλαβίου, που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να το τοποθετήσει στον παραδοσιακό πολιτικό άξονα «Αριστερά-Δεξιά».
Γιατί ο κυρίαρχος μεταλλαγμένος πυρήνας του ΠΑΣΟΚ σήμερα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια κακέκτυπη εισαγόμενη εκδοχή της αμερικανικής «Αριστεράς», η οποία με προπέτασμα τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενεργεί πλαγίως πλην σαφώς προς διασφάλιση των συμφερόντων όλων εκείνων που συνιστούν την άρχουσα ελίτ των Η.Π.Α. Τουτέστιν διαβρωτικά σε παγκόσμια κλίμακα, με προπομπό τούς γαμψούς της τυχοθήρες, που επιχειρούν μεθοδικά την οικονομική, κοινωνική, πολιτισμική και ηθική διάτρηση παραδοσιακών εθνικών κρατών, προς δόξα της περιδίνησης της νεοβάρβαρης χρηματοπιστωτικής ρουλέτας και του στροβιλισμού του παγκόσμιου αμοραλιστικού «πάρτα όλα», που έχει μονίμως κερδισμένους έναν μικρό αριθμό χρυσοκάνθαρων αρπακτικών πτηνών, περι-ιπτάμενων ανά τον πλανήτη προς διαρπαγή της λείας τους.
Στα πλαίσια αυτής της ανάλυσης, είναι γεγονός ότι η χώρα μας, ευρισκόμενη στο στόχαστρο σκοτεινών πολυεθνικών κύκλων με συγκεκριμένα όμως δογματικά χαρακτηριστικά αναφυόμενα από ιδιότυπες «οικονομοθρησκευτικές» κατά βάση πεποιθήσεις, πλήττεται καίρια και από την εθνο-αποδομητική πολιτική της δικής μας κυβέρνησης η οποία, σε συτονισμό με τα κελεύσματα των «Κυρίαρχων του Κόσμου» και των «Ροβήρων των Κατακτητών»:
α) Αποδέχεται την παραμορφωτική στρέβλωση της ελληνικής ιστορίας, την εκπηγάζουσα από ύποπτα χρηματοδοτούμενους κύκλους μιας κατ’ επίφαση καλούμενης «διανόησης» υπηρετούσας την εδραίωση της «παγκοσμιοποίησης» (μέσα από την «προδοσία των διανοουμένων»), η οποία προσπαθεί να επιβάλλει την συστηματική συσκότιση και απάλειψη βασικών πτυχών της ιστορίας και της θρησκευτικής ευλάβειας του έθνους που καταδεικνύουν την συνέχεια της ελληνικότητάς μας,
β) Προωθεί μία πολιτική άκριτης αποδοχής και ελληνοποίησης αλλογενών, η οποία διαταράσσει την εθνοφυλετική μας σύνθεση με την μαζικότητα της εισροής τους (πέραν των σοβαρών και εμφανών κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων με τις οποίες επιβαρύνουν την χειμαζόμενη χώρα μας), και
γ) Υποσκάπτει το εθνικό μας φρόνημα, μέσα από μια εξωτερική πολιτική διαμορφούμενη υπό το κράτος της περιδεούς υποχωρητικότητας έναντι των απειλών χρήσης στρατιωτικής βίας εκ μέρους της νεο-οθωμανικής θρασύτητας, η οποία όμως δεν εδράζεται σε κάποια τεκμηριωμένη υπεροχή της στο πολυσύνθετο πεδίο της στρατιωτικής ισχύος, αλλά πρωτίστως στην διαφημιζόμενη υπερφίαλη αυτοεκτίμηση της ιδίας στον χώρο του φαντασιακού, ο οποίος διαστέλλεται στα έντρομα όμματα των διαχειριστών της πράσινης εξουσίας μπροστά στο πολιτικό έλλειμμα θάρρους αντιμετώπισής της, με δευτερογενή συνέπεια την απαράδεκτη ανοχή ακόμη και έναντι του σλαβανάκατου κρατικού μορφώματος τού κατέχοντος την Βόρεια Μακεδονία μας.
Κατά συνέπεια, ο Πατριωτικός χώρος δεν επιθυμεί, δεν οφείλει και δεν πρέπει να συνδιαλέγεται με την κυβερνώσα νομενκλατούρα για επιμέρους θέματα, ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη των προτάσεών της. Διότι η όποια καλοπροαίρετη στήριξη προσφερθεί σε αυτήν, αποτελεί μιαν αποπροσανατολιστική παγίδα σε σχέση με το μεγάλο κάδρο των πολιτικών δρώμενων, η οποία εγκλωβίζει όλους όσους την αγγίζουν, χρωματίζοντάς τους ως συμπαραστάτες μιας κυβέρνησης που κινείται σε εθνικά λανθασμένη «τροχιά συγκρούσεως» με τον ελληνικό λαό. Γιατί, το επιμέρους ορθό χάνεται πάντοτε μέσα στο συνολικό λάθος μιας στρατηγικής που δεν απηχεί την ψυχή και τον παλμό του έθνους. Γι’ αυτό ο Πατριωτικός χώρος πρέπει και οφείλει, και αυτό πράττει, να αντιπαρατίθεται μετωπικά μέσα από την ολική απόρριψη, για λόγους αρχής, του συνόλου της κυβερνητικής πολιτικής, ασκώντας την πατριωτική του παρέμβαση, μέσα στα πλαίσια μιας ευρύτερης και αταλάντευτης εθνικής στρατηγικής που θεωρεί την παρούσα οικονομική κρίση ως παράγωγο μεθοδευμένης κατάρρευσης των αρχών και αξιών του έθνους, και αξιολογεί την όποια αντιμετώπισή της με στυγνούς οικονομικούς όρους, ως καταπολέμηση των συμπτωμάτων μόνον και όχι των βαθύτερων αιτίων της.
Αυτό που προέχει είναι η στήριξη και διατήρηση ενός αμιγούς εθνικού κράτους, η ανάταξη του εθνικού φρονήματος, και η διασφάλιση της συνέχειας του ελληνικού πολιτισμού, του συνυφασμένου με τις υπαρξιακές ιδιότητες της αξιοπρέπειας, της υπερηφάνειας, αλλά και του υπερβατικού ηρωισμού και της αλτρουιστικής θυσίας του ατόμου υπέρ της κοινότητας των πεπρωμένων των Ελλήνων, η οποία αποτελεί πρωταρχική πολιτική έννοια απ’ όπου εκπηγάζουν δευτερογενώς όλες οι άλλες αναγκαίες δράσεις για την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη την διασφαλίζουσα την συνεκτικότητα του κοινωνικού μας ιστού. Όλες αυτές δεν είναι παρά τα κλαδιά του εθνικού μας κορμού που, για να είναι υγιή, οφείλουν να εκπορεύονται από τις ζωντανές του ρίζες, από τις οποίες αναφύεται και στις οποίες εδράζεται το εθνικό μας κράτος.
Ο Πατριωτικός χώρος δεν αποδέχεται την συγκεκαλυμμένη επιδίωξη των επιστεγασμάτων της κυβερνώσας παράταξης τα οποία, αποσυνδεδεμένα από τα «πιστεύω» της λαϊκής τους βάσης, επιχειρούν με τις πράξεις τους να ποδηγετήσουν το έθνος κάτω από το ειρωνικό και απαξιωτικό για τον ελληνικό λαό πρόταγμα: «ή θα νικήσουμε ή θα πεθάνετε». Ο οποίος λαός, έχοντας πλήρη συναίσθηση των γεγονότων -παρελθόντων, τρεχόντων και μελλούμενων- και με αναδυόμενη την πατριωτική του συνείδηση, κάτω από την αφόρητη πίεση της κρίσεως, απαντά ηχηρά, αποφασιστικά και αδιαπραγμάτευτα: «ή θα νικήσουμε ή θα σας συντρίψουμε». Αυτή είναι και η απάντηση σε όσους αμφιταλαντεύονται επί τη βάσει της σαιξπηρικής συλλογιστικής τού «να ζει κανείς ή να μη ζει» γύρω από το ερώτημα: «να δράσουμε ή να αποδράσουμε;». Γιατί στην παρούσα συγκυρία η όποια διάθεση απόσυρσης από την πολιτική δράση θα σημάνει -τηρουμένων των αναλογιών- την μετάθεση της επίλυσης της κρίσεως είτε σε έναν Ιωσήφ Στάλιν, είτε σε έναν Ιωάννη Μεταξά.