«Φέτα» Τασμανίας, «φέτα» Ουισκόνσιν, «φέτα» Ηνωμένων Αραβικών
Εμιράτων. Δυστυχώς δεν πρόκειται για ανέκδοτο, αλλά για προϊόντα που
κατακλύζουν τα ράφια των σούπερ μάρκετ σε μεγάλες αγορές, όπως της
Αυστραλίας και των ΗΠΑ, επιφέροντας ισχυρό πλήγμα στις ελληνικές
εξαγωγές. Αν και δεν είναι εύκολο να υπολογισθούν τα διαφυγόντα κέρδη
για τις ελληνικές επιχειρήσεις, ενδεικτικό του προβλήματος είναι ότι για
παράδειγμα το 90% της κατανάλωσης τυριού τύπου «φέτας» στις ΗΠΑ
καλύπτεται από παραγόμενα εκεί προϊόντα.
Το πρόβλημα, ειδικά με τη φέτα, είναι ότι η κατοχύρωσή της ως
προϊόντος Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης (ΠΟΠ) ισχύει μόνο εντός
των συνόρων της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Στις τρίτες χώρες ο καθένας μπορεί να
πουλάει λευκό τυρί βαφτίζοντάς το «φέτα», είτε αυτό παράγεται στην
Ηπειρο, είτε στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ανάλογη κατάσταση επικρατεί και στην Αυστραλία, σύμφωνα με την εικόνα
που μεταφέρουν τόσο ελληνικές επιχειρήσεις που ήδη εξάγουν τα προϊόντα
τους εκεί όσο και οι εμπορικοί ακόλουθοι που υπηρετούν στην ελληνική
πρεσβεία. Οπως επισημαίνει στην τελευταία έκθεσή του το ελληνικό Γραφείο
Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στο Σίδνεϊ, στις μεγάλες αλυσίδες
σούπερ μάρκετ έχουν τοποθετηθεί πάνω από δέκα προϊόντα που φέρουν την
ονομασία «φέτα», τα οποία παράγονται κυρίως στην Αυστραλία, ενώ άλλα
εισάγονται από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Δανία.
Μια περιήγηση στην ιστοσελίδα της South Cape Fine Foods, μιας εκ των
δύο μεγαλύτερων αυστραλιανών επιχειρήσεων που κυριαρχούν στην αγορά
τυροκομικών προϊόντων, είναι εξόχως αποκαλυπτική: η εταιρεία διαθέτει 14
προϊόντα «φέτας» με ονομασίες μεταξύ άλλων «Fetta Persian» και «Fetta
Tasmanian» και στην πλειονότητα των περιπτώσεων πρόκειται για προϊόντα
που παράγονται από αγελαδινό γάλα και διατίθενται με προσθήκη σκόρδου,
λιαστής ντομάτας. Με άλλα λόγια, μάλλον θυμίζουν ελάχιστα την πραγματική
φέτα.
Αν και οι ελληνικές υπηρεσίες στο Σίδνεϊ έχουν διερευνήσει τρόπους
αντιμετώπισης του προβλήματος απευθυνόμενες και σε εξειδικευμένα νομικά
γραφεία, η απάντηση που λαμβάνουν είναι ότι πρόκειται για ζήτημα
πολύπλοκο, το οποίο θα συναντήσει αντιδράσεις από τα ισχυρά
επιχειρηματικά λόμπι της Αυστραλίας.
Η μόνη δυνατότητα κατοχύρωσης -για την ώρα τουλάχιστον- που έχουν οι
ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες εξάγουν φέτα στην Αυστραλία, είναι η
κατοχύρωση εμπορικών επωνυμιών. Οι ελληνικές εξαγωγές φέτας το 2011
ανήλθαν σε αξία στα 5.538.079 ευρώ, ενώ κατά το α΄ εξάμηνο του 2012
διαμορφώθηκαν σε 3.428.586 ευρώ.
Στην αγορά της Αυστραλίας δραστηριοποιούνται μερικές από τις πιο
γνωστές ελληνικές εταιρείες, όπως η Δωδώνη, η Ηπειρος, η Ρουσσάς, Κολιός
κ.ά.
Τα πράγματα στις ΗΠΑ δεν είναι καλύτερα, παρά το γεγονός ότι
παρατηρείται τελευταία αύξηση των ελληνικών εξαγωγών φέτας. Πρώτη σε
πωλήσεις τυριού τύπου «φέτας» στις ΗΠΑ είναι η εταιρεία Athenos,
θυγατρική της Kraft Foods με έδρα το Ουισκόνσιν, ενώ δεν είναι λίγες οι
εταιρείες Ελλήνων ομογενών που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και
εμπορία «φέτας», όπως είναι η Krinos και η Fantis Foods.
Συνολικά οι εισαγωγές «φέτας» στις ΗΠΑ διαμορφώθηκαν σε 30 εκατ.
δολάρια κατά το α΄ εξάμηνο του 2012 και σε ποσότητα στα 3,877 εκατ.
κιλά. Από τα στοιχεία ωστόσο φαίνεται ότι η «φέτα» που κυρίως εισάγεται
στις ΗΠΑ είναι από τη Βουλγαρία (1,168 εκατ. κιλά) και μετά ακολουθούν
οι εισαγωγές φέτας από την Ελλάδα, την Ισπανία, την Ιταλία.
Οι προοπτικές κατοχύρωσης της ελληνικής φέτας στις ΗΠΑ φαίνεται
μάλλον ακόμη πιο αδύνατη από ό,τι στην Αυστραλία. Η φέτα εντάσσεται στην
κατηγορία των γενόσημων προϊόντων στις ΗΠΑ, δηλαδή προϊόντων που δεν
ταυτίζονται με συγκεκριμένη γεωγραφική προέλευση. Οπως μάλιστα μας
πληροφορεί το ελληνικό Γραφείο Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στη
Νέα Υόρκη, από τον Μάρτιο του 2012 η αμερικανική ένωση παραγωγών
γαλακτοκομικών προϊόντων (IDFA) συμμετέχει στη διεθνή πρωτοβουλία
Consortium for Common Food Names, η οποία τάσσεται εναντίον της
προστασίας τροφίμων μέσω του καθεστώτος ΠΟΠ.
Ελιές Καλιφόρνιας
Η αρνητική επίπτωση από την κυριαρχία ψευδεπίγραφων προϊόντων σε
ξένες αγορές δεν είναι μόνο ότι χάνουν μερίδια τζίρου οι ελληνικές
επιχειρήσεις. Η παρασκευή των τροφίμων αυτών υπό διαφορετικές συνθήκες
και από διαφορετικές πρώτες ύλες (για παράδειγμα η χρήση αγελαδινού και
όχι αιγοπρόβειου γάλακτος στην παρασκευή φέτας) μπορεί να δώσει
λανθασμένη εντύπωση, ίσως και αρνητική, στους καταναλωτές για το πώς
πραγματικά είναι η φέτα. Ανάλογα ζητήματα μπορούν να δημιουργηθούν και
με άλλα προϊόντα, όπως για παράδειγμα με ελιές που παράγονται στην
Καλιφόρνια των ΗΠΑ και φέρουν την επωνυμία «Ελιές Καλαμών», κάτι που
επιτρέπει το αμερικανικό θεσμικό πλαίσιο. Μάλιστα, γύρω από την ελιά
έχει αναπτυχθεί ισχυρό λόμπι που πιέζει για τη μείωση των εισαγωγών
ελιάς και ελαιολάδου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου