Αισίως 78 χρόνια συμπληρώθηκαν από τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 που ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς είπε το μεγάλο ΌΧΙ στον Ιταλό πρέσβη και έγραψε το όνομά του με ανεξίτηλο χρώμα στην ελληνική ιστορία.
Ο Ιωάννης – Μιχαήλ Μεταξάς γεννήθηκε στην Ιθάκη στις 12 Απριλίου του
1871. Ηταν γιος του Παναγή Μεταξά και της Ελένης Τριγώνη από το Αγρίνιο.
Είχε δύο αδέρφια, τη Μαριάνθη και τον Κωνσταντίνο, ο οποίος σπούδασε
νομικά, αλλά σχετικά νέος οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο για αυτό και ο
Μεταξάς του είχε ιδιαίτερη αδυναμία.
Τα
παιδικά του χρόνια ήταν φτωχικά και η κατάσταση επιδεινώθηκε το 1879,
όταν ο πατέρας του έχασε την πολιτική θέση που κατείχε (σ.σ. ήταν
έπαρχος) και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Κεφαλονιά. Ο Μεταξάς,
τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο, εκεί, στην Κεφαλονιά, ενώ το Δημοτικό, το
είχε βγάλει στην Ιθάκη.
Ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς
πολέμους. Επίσης, διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στον Εθνικό διχασμό
και το 1917 εξορίστηκε στην Κορσική. Με την επιστροφή του ίδρυσε το
κόμμα των Ελευθεροφρόνων, το οποίο κατάφερε πολλές φορές να εισέλθει στη
Βουλή, συγκεντρώνοντας, όμως χαμηλά ποσοστά.
Ηταν το αγαπημένο παιδί του παλατιού και το 1936, διορίστηκε
Πρωθυπουργός της Ελλάδας, στη θέση του αποβιώσαντος Δεμερτζή και στη
συνέχεια πρωτοστάτησε στην επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης
Αυγούστου, κυβερνώντας έως το θάνατό του το 1941.
Το παρασκήνιο πίσω από το μεγάλο ΟΧΙ
Έμεινε στην ιστορία για την αρνητική απάντηση που έδωσε στο ιταλικό
τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και για την ταχεία πολεμική
προπαρασκευή της Ελλάδας ενόψει του ελληνοϊταλικού πολέμου και της
γερμανικής εισβολής στην Ελλάδα. Όλα ξεκίνησαν περίπου στις 3 τα
ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940 όταν o Μουσολίνι απέστειλε στην
Ελλάδα τελεσίγραφο με το οποίο και απαιτούσε την ελεύθερη διέλευση του
Ιταλικού στρατού από την Ελληνοαλβανική μεθόριο προκειμένου στη συνέχεια
να καταλάβει κάποια στρατηγικά σημεία της Ελλάδος, (λιμένες, αεροδρόμια
κλπ.), για ανάγκες ανεφοδιασμού και άλλων διευκολύνσεών του, στη
μετέπειτα προώθησή του στην Αφρική.
Το τελεσίγραφο δόθηκε ιδιόχειρα στον Ιωάννη Μεταξά και μάλιστα στην
οικία του στην Κηφισιά , από τον Ιταλό Πρέσβη στην Αθήνα Εμανουέλε
Γκράτσι. Μετά την ανάγνωση του κειμένου, ο Μεταξάς έστρεψε το βλέμμα του
στον Ιταλό Πρέσβη και του απάντησε στα γαλλικά την ιστορική φράση:
«Alors, c’est la guerre», (δηλαδή, λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο).
Ο Γκράτσι, στα απομνημονεύματά του που κυκλοφόρησαν το 1945, περιγράφει τη σκηνή:
«Έχω εντολή κ. πρωθυπουργέ να σας κάνω μία ανακοίνωση και του έδωσα το έγγραφο. Παρακολούθησα την συγκίνηση εις τα χέρια και εις τα μάτια του. Με σταθερή φωνή και βλέποντάς με κατάματα, ο Μεταξάς μου είπε: Αυτό σημαίνει πόλεμο. Του απήντησα ότι αυτό θα μπορούσε να αποφευχθεί. Μου απήντησε ΟΧΙ. Του πρόσθεσα ότι αν ο στρατηγός Παπάγος…, ο Μεταξάς με διέκοψε και μου είπε: ΟΧΙ! Έφυγα υποκλινόμενος με τον βαθύτερο σεβασμό, προ του γέροντος αυτού, που προτίμησε την θυσία αντί της υποδουλώσεως».
Στο ερώτημα γιατί είπε ΟΧΙ απάντησε ο ίδιος μιλώντας στους συντάκτες
του αθηναϊκού Τύπου. Τους τόνισε πως η απόφασή του ήταν μονόδρομος από
την στιγμή που το γερμανικό σχέδιο ήταν να παραχωρηθεί η Ήπειρος έως και
την Πρέβεζα στους Ιταλούς και η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη στους
Βουλγάρους.
Αναλυτικά η αναφορά του Μεταξά
Ανακοίνωσις του Πρωθυπουργού Ι. Μεταξά προς τους ιδιοκτήτας και
αρχισυντάκτας του Αθηναϊκού Τύπου εις το Γενικόν Στρατηγείον
(ξενοδοχείον “Μεγάλη Βρεταννία”) εις τας 30 Οκτωβρίου 1940
Κύριοι,
Εχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Aυτήν την ώραν όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι’ αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω vα ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτεια ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι εις την προσωπική σας πίστιν από την γνώσιν των πραγμάτων.
Εχω λογοκρισίαν και ημπορώ να σας υποχρεώσω να γράφετε μόνον ό,τι θέλω. Aυτήν την ώραν όμως δεν θέλω μόνον την πέννα σας. Θέλω και την ψυχήν σας. Γι’ αυτό σας εκάλεσα σήμερα για να σας μιλήσω με χαρτιά ανοιχτά. Θα σας ειπώ τα πάντα. Θα σας ειπώ ακόμη και τα μεγάλα μου πολιτικά μυστικά. Θέλω vα ξέρετε και σεις όλα τα σχετικά με την εθνικήν μας περιπέτεια ώστε να γράφετε, όχι συμμορφούμενοι προς τας οδηγίας μου, αλλά εμπνεόμενοι εις την προσωπική σας πίστιν από την γνώσιν των πραγμάτων.
Σας απαγορεύω να ανακοινώσητε σχετικά το παραμικρόν σ’ οποιονδήποτε.
Απολύτως και γιά οιονδήποτε λόγον. Κάθε παράβασις αυτής της εντολής μου
θα έχη δια τον υπεύθυνον -και να είσθε βέβαιοι ότι θα ευρεθή ο
υπεύθυνος- τας συνεπείας τας οποίας πρέπει να έχη σε πόλεμο ζωής ή
θανάτου του Έθνους η προδοσία ενός μεγάλου μυστικού, έστω και αυτό αν
έγινε από αφέλεια, χωρίς την παραμικρή κακή πρόθεσι. Φυσικά έχω τον
λόγον σας…
Mη νομίσητε ότι η απόφασις του ΟΧΙ πάρθηκε έτσι, σε μια στιγμή. Μην
φαντασθήτε ότι εμπήκαμε στον πόλεμο αιφνιδιαστικά. Ή ότι δεν έγινε παν
ό,τι επετρέπετο και μπορούσε να γίνει δια να τον αποφύγωμε. Από την
εποχήν της καταλήψεως της Αλβανίας το Πάσχα πέρυσι το πράγμα άρχισε να
φαίνεται. Από τον περασμένο Μάιο είπα καθαρά στον κ. Γκράτσι ότι αν
προσεβαλλόμεθα εις τα εθνικά κυριαρχικά μας δικαιώματα, θα ανθιστάμεθα
αντί πάσης θυσίας και δι’ όλων των μέσων. Συγχρόνως όμως μου ήρχοντο από
την Ρώμην, από την Βουδαπέστην, από τα Τίρανα, από παντού πληροφορίαι
αντίθετοι.
Εις τας 15 Αυγούστου έγινεν ο τορπιλλισμός της ΕΛΛΗΣ. Γνωρίζετε ότι
από την πρώτην στιγμήν διεπιστώθη ότι το έγκλημα ήτο Ιταλικόν. Εν
τούτοις δεν επετρέψαμεν να γνωσθή ότι είχομεν και τας υλικάς πλέον
αποδείξεις περί της εθνικότητος του εγκληματίου. Συγχρόνως όμως διέταξα
τα αντιτορπιλικά τα οποία συνώδευον τα πλοία που μετέφερον τους
προσκηνητάς από την Τήνον μετά το έγκλημα, άν προσβληθούν από αεροπλάνα ή
οπωσδήποτε άλλως να κάμουν αμέσως χρήσιν των όπλων των.
Θα σας αποκαλύψω τώρα, ότι τότε διέταξα να βολιδοσκοπηθή καταλλήλως
το Βερολίνον. Μου διεμηνύθη εκ μέρους τον Χίτλερ, η σύστασις να αποφύγω
οιονδήποτε μέτρον δυνάμενον να θεωρηθή από την Ιταλίαν πρόκλησις. Έκαμα
το πάν δια να μη μπορούν οι Ιταλοί να εμφανισθούν ως δυνάμενοι να έχουν
όχι αφορμάς ευλόγους, αλλ’ ούτε ευλογοφανές παράπονον εκ μέρους μας, αν
και από την πρώτην στιγμήν αντελήφθην τι πράγματι εσήμαινεν η όλως
αόριστος σύστασις του Βερολίνου.
Σεις καλύτερον παντος άλλου γνωρίζετε ότι έκαμα το πάν δια να μη
δώσωμεν αφορμήν εμφανίσεως της Ιταλίας ως δυναμένης να έχη ευλογοφανείς
καν αφορμάς αιτιάσεων. Λόγω του επαγγέλματός σας έχετε παρακολουθήσει
εις όλες τις λεπτομέρειες την ιστορίαν των ατελειώτων ιταλικών
προκλήσεων δημοσιογραφικών και άλλων, αλλά και την χριστιανικήν υπομονήν
την οποίαν ετηρίσαμεν, προσποιούμενοι ότι δεν τις καταλαβαίνουμε,
περιοριζόμενοι μόνον σε δημοσιογραφικάς ανασκευάς των ιταλικών εναντίον
μας κατηγοριών.
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πώς καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τοv τόπον από αυτόν έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατευθυνσιν τον Άξονος μου έδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορουσε να είναι μία εκουσία προσχώρησιν της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν”. Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ “ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος”.
Ομολογώ ότι εμπρός εις την φοβεράν ευθύνην της αναμίξεως της Ελλάδος εις τέτοιον μάλιστα πόλεμον, έκρινα πώς καθήκον μου ήτο να δω εάν θα ήτο δυνατόν να προφυλάξω τοv τόπον από αυτόν έστω και δια παντός τρόπου, ο οποίος όμως θα συμβιβάζετο με τα γενικώτερα συμφέροντα του Έθνους. Εις σχετικάς βολιδοσκοπήσεις προς την κατευθυνσιν τον Άξονος μου έδόθη να εννοήσω σαφώς ότι μόνη λύσις θα μπορουσε να είναι μία εκουσία προσχώρησιν της Ελλάδος εις την “Νέαν Τάξιν”. Προσχώρησις που θα εγένετο όλως ευχαρίστως δεκτή από τον Χίτλερ “ως εραστήν του Ελληνικού πνεύματος”.
Συγχρόνως όμως μου εδόθη να εννοήσω ότι η ένταξις εις την Νέαν Τάξιν
προϋποθέτει προκαταρκτικήν άρσιν όλων των παλαιών διαφορών με τους
γείτονάς μας, και ναι μεν αυτό θα συνεπήγετο φυσικά θυσίας τινάς δια την
Ελλάδα, αλλά αι θυσίαι θα έπρεπε να θεωρηθούν απολύτως “ασήμαντοι”
εμπρός εις τα “οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα” τα οποία θα είχεν δια
την Ελλάδα ή Νέα Τάξις εις την Ευρώπην και εις την Βαλκανικήν. Φυσικά με
πάσαν περίσκεψιν και ανεπισήμως επεδίωξα δι’ όλων των μέσων να
κατατοπισθώ συγκεκριμένως ποίαι θα ήσαν αι θυσίαι αυταί, με τας οποίας η
Ελλάς θα έπρεπε να πληρώση την ατίμωσιν της εξ ιδίας θελήσεως προσφοράς
της να υπαχθή υπό την Νέαν Τάξιν.
Με καταφανή προσπάθειαν αποφυγής σαφούς καθορισμού μου εδόθη να
καταλάβω ότι η προς τους Έλληνας στοργή του Χίτλερ ήτο οι εγγυήσεις oτι
αι θυσίαι αυταί θα περιορίζοντο “εις το ελάχιστον δυνατόν”. Όταν
επέμεινα να κατατοπισθώ, πόσον επί τέλους θα μπορουσε να είναι αύτο το
έλάχιστον τελικώς, μάς εδόθη να καταλάβωμεν ότι τούτο συνίστατο εις
μερικάς ικανοποιήσεις προς την Ιταλίαν δυτικώς μέχρι Πρεβέζης, ίσως και
προς την Βουλγαρίαν ανατολικώς μέχρι Δεδεαγάτς.
Δηλαδή θα έπρεπε: δια να αποφύγωμεν τov πόλεμον, να γίνωμεν εθελονταί
δούλοι και να πληρώσωμεν αυτήν την τιμήν… με το άπλωμα του δεξιού
χεριού της Ελλάδος προς ακρωτηριασμόν από την Ιταλίαν και του αριστερού
προς ακρωτηριασμόν από την Βουλγαρίαν. Φυσικά δεν ήτo δύσκολον να
προβλέψη κανείς ότι εις μίαν τοιαύτην περίπτωσιν οι Άγγλοι θα έκοβαν και
αυτοί τα πόδια της Ελλάδος. Και με το δίκαιόν των.
Δεν δύναμαι αφ’ ετέρου να μη παραδεχθώ ότι εις μίαν τοιαύτην
περίπτωσιν το δίκαιον δεν θα ευρίσκετο με το μέρος της Κυβερνήσεως των
Αθηνών και να μην αναγνωρίσω, ότι όταν ένας λαός, όπως ο αγγλικός,
αμύνεται δια την ζωήν του, θα ήτο πλήρως δικαιολογημένος να κάνη τα
ανωτέρω. Αλλά τότε ο Ελληνικός λαός δικαίως θα ετάσσετο εναντίον της
κυβερνήσεως η οποία δια vα τον προφυλάξη από τον πόλεμον θα τον
κατεδίκαζε εις εθελουσίαν υποδούλωσιν μετ’ εθνικού ακρωτηριασμού. Αυτή η
δήθεν προφύλαξις θα ήτο δια την τύχην της εις το μέλλον Ελληνικής
φυλής, πλέον ολεθρία και από τας χειροτέρας έστω συνεπείας οποιουδήποτε
πολέμου.
Το δίκαιον λοιπόν, δεν θα ήτο με το μέρος της Κυβερνήσεως των Αθηνών,
εάν η τελευταία ενήργει κατά τας υποδείξεις του Βερολίνου που ανέφερα.
Το δίκαιον θα ήτο με το μέρος του Ελληνικού Λαού, ο οποίος θα
κατεδίκαζεν αυτήν, και των Άγγλων οι οποίοι υπερασπίζοντες την ύπαρξίν
των επίσης δικαίως θα ελάμβανον τα μέτρα που εφέροντο έχοντες μελετήσει,
εισακούοντες άλλωστε τας δικαίας αιτιάσεις των Ελλήνων, οίαι θα
προέκυπτον εν καιρώ εάν εδίδετο ή εύλογος αυτή αφορμή.
Κυρίαρχοι πάντοτε της θαλάσσης δεν θα παρέλειπον, υπερασπίζοντες
πλέον τον εαυτόν των, έπειτα από μίαν τοιαύτην αυτοδούλωσιν της Ελλάδος
εις τους εχθρούς των να καταλάβουν την Κρήτην και τας άλλας νήσους μας
τουλάχιστον. Το συμπέρασμα αυτό δεν προέκυψεν μόνον από την πλέον απλήν
λογικήν, άλλά και από ασφαλείς και βεβαίας πληροφορίας εξ Αιγύπτου, καθ’
ας ειχεν ήδη προμελετηθή και αντιμετωπισθή ή ενέργεια που θα έπρεπε να
γίνη ως φυσικόν επακόλουθον πάσης τυχόv εκουσίας ή ακουσίας συνεργασίας
της Ελλάδος με τον Άξονα, εις τας ελληνικάς νήσους και προς παρεμπόδισιν
εν περιπτώσει της δυνατότητος δια τόν Άξονα να τας χρησιμοποιήση. Θα
εδημιουργούντο έτσι όχι δύο, όπως το 1916, άλλά τρείς αυτήν την φοράν
Ελλάδες………….
Οι μεταρρυθμίσεις και το ανελέητο κυνήγι στους κομμουνιστές
Ο Ιωάννης Μεταξάς οραματιζόταν ένα Νέο Κράτος. Από την στιγμή που δεν
ανέβηκε στην εξουσία μέσω ενός οργανωμένου κόμματος με λαϊκή αποδοχή,
όπως έγινε στην Ιταλία και την Γερμανία δημιούργησε ένα
δικτακτορικο καθεστως.
Για να δώσει στο καθεστώς ένα φιλολαϊκό προφίλ προσέδωσε στο πρόσωπό
του, χαρακτηριστικά τα οποία θα τον έκαναν προσφιλή. Εγινε «Πρώτος
Αγρότης», «Πρώτος Εργάτης» και γενικά προσπάθησε με κάθε τρόπο να μην
είναι μακριά από τον ίδιο του τον λαό, αλλά να διατηρεί κιόλας και όλα
τα απαραίτητα στοιχεία που θα τον έκαναν άξιο ηγέτη της χώρας αυτής.
Εξυπηρετώντας το ίδιο σχέδιο προχώρησε σε φιλολαϊκά μέτρα όπως την
θέσπιση της 8ωρης εργασίας, την δημιουργία του ΙΚΑ (σ.σ. ήδη είχε
προαναγγελθεί από το 1922 αλλά καμία κυβέρνηση δεν το είχε εφαρμόσει),
καθώς και την κατοχύρωση της 15ημερης άδειας.
Απο τις καινοτομίες που έφερε η κυβέρνηση Μεταξά στον χώρο της
παιδείας είναι η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας και η εισαγωγή της στην
εκπαίδευση. Το 1939 ανατέθηκε στον Μανόλη Τριανταφυλλίδη η έκδοση
γραμματικής για την δημοτική γλώσσα, η γνωστή «Νεοελληνική Γραμματική»
την οποία διδάχθηκαν στο σχολείο και αρκετές μεταγενέστερες γενιές.
Από την άλλη πλευρά ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της
δικτατορίας της 4ης Αυγούστου ήταν ο σφοδρός αντικομμουνισμός. Για τον
εκμηδενισμό των δυνάμεων του ΚΚΕ χρησιμοποιήθηκαν όλα τα μέσα. Στα τέλη
του 1939 δημιούργησε Προσωρινή Διοίκηση του ΚΚΕ, ουσιαστικά ένα πλαστό
ΚΚΕ που «βραχυκύκλωσε» τους οπαδούς του κόμματος σε τέτοιο σημείο που
και ο Νίκος Ζαχαριάδης βρέθηκε να είναι για ένα διάστημα υπέρ της
προσωρινής αυτής πλαστής διοίκησης. Δημιουργήθηκε μάλιστα και πλαστός
Ριζοσπάστης ο οποίος μετά την κήρυξη του πολέμου στους Ιταλούς είχε
φθάσει στο σημείο να υμνεί τον Μεταξά.
Μόνο την νύχτα της 4ης με 5ης Αυγούστου έγιναν σε όλη την Ελλάδα,
εκατοντάδες συλλήψεις κομμουνιστών, σε μία προσπάθεια αποψίλωσης της
ηγεσίας του κόμματος. Πολλές ήταν και οι έφοδοι των αστυνομικών δυνάμεων
στα γραφεία των κομμουνιστικών εφημερίδων αλλά και στα κεντρικά γραφεία
του ΚΚΕ.
Στις 18 Σεπτεμβρίου, ο υφυπουργός Δημοσίας Ασφαλείας, Κωνσταντίνος
Μανιαδάκης, ανακοινώνει την σύλληψη του γενικού γραμματέως της Κεντρικής
Επιτροπής του ΚΚΕ, Νίκου Ζαχαριάδη. Οι συλλήψεις και οι εξορίες των
αντιφρονούντων ήταν ένα καθημερινό φαινόμενο. Μερικά από τα στρατόπεδα
συγκέντρωσης στα οποία στάλθηκαν οι κομμουνιστές ήταν: Η Ανάφη, η
Γαύδος, ο Άη Στράτης, το κάτεργο της Ακροναυπλίας, η Γυάρος, το Ιτζεδίν
στα Χανιά, η Λέρος, η Ικαρία, η Αίγινα κ.α.
Πέρα, όμως, από τους κομμουνιστές διώξεις υπήρξαν και προς όλους τους
πολιτικούς αντιπάλους του καθεστώτος. Στις ημέρες που ακολούθησαν την
4η Αυγούστου, συνδικαλιστές, εκπαιδευτικοί και δημόσιοι υπάλληλοι
διώχθηκαν από τις θέσεις τους ενώ για την πρόσληψη στο δημόσιο και για
την είσοδο στις στρατιωτικές σχολές καθιερώθηκε το «πιστοποιητικό
πολιτικών φρονημάτων».
Ο ξαφνικός θάνατος και τα σενάρια συνωμοσίας
Ηταν 29 Ιανουαρίου του 1941, όταν πριν από 76 χρόνια, η χώρα ξυπνούσε
παγωμένη από την αναγγελία θανάτου του δικτάτορα και πρωθυπουργού
Ιωάννη Μεταξά. Ηταν μια περίοδος που τελείωνε με τον ίδιο περίεργο τρόπο
που ξεκίνησε.
Μην ξεχνάμε ότι ο δρόμος για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου είχε
ανοίξει με μυστηριώδεις θανάτους κορυφαίων πολιτικών ηγετών μέσα σε
ελάχιστο χρονικό διάστημα, των Ελευθερίου Βενιζέλου, Παναγιώτη Τσαλδάρη,
Γεωργίου Κονδύλη, Κωνσταντίνου Δεμερτζή, Αλεξάνδρου Ζαΐμη και
Αλεξάνδρου Παπαναστασίου και έκλεινε με τον πολυσυζητημένο θάνατο του
Μεταξά και την αυτοκτονία του διαδόχου του Αλεξάνδρου Κορυζή, λίγο
μετά..
Οι εφημερίδες των ημερών γράφουν για θανατηφόρο νόσο που εκδηλώθηκε
στις 7 Ιανουαρίου. Ο Μεταξάς δέχτηκε πολλούς επισκέπτες την ημέρα της
ονομαστικής του εορτής, με αποτέλεσμα να παρουσιάσει περιστατικό
σκοτοδίνης που δεν θορύβησε κανέναν, αφού θεωρήθηκε αποτέλεσμα
υπερκόπωσης. Δέκα μέρες μετά, εμφανίζει νέα αδιαθεσία, που γίνεται
εντονότερη στις 20 Ιανουαρίου. Από εκείνη την ημέρα μέχρι και το θάνατό
του παραμένει κλινήρης στο σπίτι του στην Κηφισιά.
Η αρχική διάγνωση του καθηγητή Πανεπιστημίου Γεωργόπουλου αναφέρει
πυώδη αμυγδαλίτιδα, η οποία δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί με αφαίρεση των
αμυγδαλών, λόγω της φλεγμονώδους διόγκωσής τους, του προχωρημένου της
ηλικίας και του κινδύνου της ακατάσχετης αιμορραγίας.
Στο ιατρικό συμβούλιο αποφασίζεται αντί της αφαίρεσης των αμυγδαλών η
μέση οδός της διάνοιξης του αμυγδαλικού αποστήματος. Η αρχική βελτίωση
δημιουργεί την αίσθηση της οριστικής ίασης και ο Μεταξάς αρχίζει να
προγραμματίζει εκ νέου την καθημερινότητά του κάνοντας χιούμορ: «Δεν
είναι τίποτα σπουδαίο. Ετσι συμβαίνει με εμάς τα παιδιά, να πρήζονται τα
λαιμά μας». Αντίθετα με το χιούμορ του Μεταξά, το πρόβλημα υγείας του
όχι μόνο δεν αστειεύεται, αλλά επανέρχεται δριμύτερο με πυρετό και πύον
στις αμυγδαλές. Οι θεράποντες γιατροί έχουν επαφές για το περιστατικό με
διάσημο Γερμανό γιατρό, ο οποίος επικυρώνει τις ενέργειες των Ελλήνων
συναδέλφων του.
Τελικά ο ασθενής δεν αποφεύγει την αιμορραγία. Η καταπόνηση
αναζωπυρώνει παλαιό έλκος του δωδεκαδάκτυλου που προκαλεί εντερορραγία. Η
αντίστροφη μέτρηση για τον κυβερνήτη του ελληνοαλβανικού πολέμου έχει
αρχίσει, ενώ γίνονται οι τελευταίες απελπισμένες απόπειρες αποφυγής του
μοιραίου.
Μετά από τρεις, χωρίς αποτέλεσμα, μεταγγίσεις αίματος, φτάνει
εσπευσμένα στην Αθήνα ο αρχίατρος του αγγλικού ναυτικού, ο οποίος βάζει
ορό στον Μεταξά καθώς και ένα νέο μηχάνημα οξυγόνου. Οι παλμοί πέφτουν
από 180 σε 108, αλλά αυτό δεν είναι παρά η τελευταία αναλαμπή. Ο Ιωάννης
Μεταξάς πέφτει σε κώμα και τελευταία ελπίδα των οικείων του είναι,
κυριολεκτικά, το θαύμα. Αναχωρεί αντιτορπιλικό για την Τήνο ώστε να
μεταφέρει στο σπίτι της Κηφισιάς τη θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου,
κάτι που δεν γίνεται τελικά, αφού ο ασθενής πεθαίνει.
Το επίσημο ιατρικό ανακοινωθέν της 29ης Ιανουαρίου 1941 αναφέρει τα εξής:
«Ο Πρόεδρος της Ελληνικής Κυβερνήσεως ενεφάνισε προ δέκα ημερών, ήτοι το προπαρελθόν Σάββατον, φλεγμονήν του φάρυγγος, ήτις κατέληξεν εις απόστημα παραμυγδαλικόν. Παρά την έγκαιρον διάνοιξίν του, ως και την μετεγχειρητικήν κατάλληλον θεραπείαν, παρουσίασεν εν συνεχεία τοξιναιμικά φαινόμενα και επιπλοκάς, ως γαστρορραγίαν και ουρίαν, και απέθανεν σήμερον, 6 π.μ. Οι θεράποντες ιατροί Μ. Γερουλάνος, Β. Μπένσης, Μ. Γεωργόπουλος, Μ. Μακκάς, Ε. Φωκάς, Δ. Δημητριάδης, Ι. Χρυσικός, Γ. Καραγιαννόπουλος, Δ. Κομνηνός, Ν. Λωράνδος, Γ. Οικονομίδης, Ν. Γεωργόπουλος».
Ο αιφνίδιος θάνατος του κυβερνήτη της χώρας εν μέσω ενός παγκοσμίου
πολέμου, μετά τον αρχικό αιφνιδιασμό, προκαλεί «τσουνάμι» φημών και
θεωριών συνωμοσίας, με δημοφιλέστερο εκείνο της δολοφονίας του από τους
Βρετανούς, που αρκετοί το υποστηρίζουν μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με αυτό, ο ελληνοϊταλικός πόλεμος βρισκόταν σε μια κρίσιμη
καμπή και ο Μεταξάς όχι μόνο αρνούνταν τη δημιουργία αγγλικών σταθμών
στη χώρα (θεωρώντας ότι αυτό θα αποτελούσε αιτία γερμανικής επίθεσης),
αλλά διαπραγματευόταν μυστικά με τους Γερμανούς για ουδετερότητα και
κατοχύρωση των κατακτημένων εδαφών στο αλβανικό μέτωπο.
Αυτή η θεωρία καταρρίπτεται αρχικά από τον ίδιο τον Μεταξά, μέσα από
τα απομνημονεύματά του στα οποία έγραφε μέχρι και τρεις εβδομάδες πριν
από το θάνατό του: «…καλύτερα να πεθάνωμεν παρά να υποταχθώμεν στον Χίτλερ».
Στο ίδιο κλίμα και τα απομνημονεύματα του Πεσματζόγλου, που αναφέρει
ότι η διπλωματική αποστολή που του είχε ανατεθεί ήταν να βολιδοσκοπήσει
τις προθέσεις της Γιουγκοσλαβίας στον πόλεμο, ενώ εμφάνιζε τον Μεταξά
βέβαιο για την τελική ήττα των δυνάμεων του Αξονα, ορίζοντας έτσι το
στρατόπεδο όπου έπρεπε να ανήκει η χώρα.
Τα παραπάνω βέβαια δεν αρκούσαν για να κατευνάσουν τις φήμες περί
δηλητηρίασης του κυβερνήτη από τους Βρετανούς, σε σημείο μάλιστα που
στις 30 Ιανουαρίου, μία μέρα πριν από την κηδεία, η κυβέρνηση να
αναγκαστεί, μέσω του Ραδιοφωνικού Σταθμού Αθηνών, να μεταδώσει
ανακοίνωση σύμφωνα με την οποία: «Ο δόλιος εχθρός απεπειράθη να
εκμεταλλευθή με ψευδολογίας τον θάνατον του Ιωάννου Μεταξά».
Την ημέρα της κηδείας, στις 31 Ιανουαρίου 1941, σύμφωνα με εγκύκλιο
του περίφημου υφυπουργού Δημοσίας Τάξεως Κωνσταντίνου Μανιαδάκη,
απαγορεύονταν «άσματα, μουσικά όργανα, ραδιόφωνα κ.λπ. εις παντός είδους
κέντρα» ενώ θα παρέμεναν κλειστά όλα τα δημόσια και ιδιωτικά
καταστήματα. Η σορός είχε τοποθετηθεί σε δημόσιο προσκύνημα στο
παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, όπου κατέφθαναν υπό βροχή χιλιάδες
πολίτες.
Η νέα κυβέρνηση του Αλεξάνδρου Κορυζή είχε κηρύξει οκταήμερο πένθος,
την ημέρα της κηδείας όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι φορούσαν πένθιμη
ταινία, ενώ όλοι οι φανοστάτες της πρωτεύουσας είχαν σκεπαστεί με
σκούρες ταινίες. Στην προσπάθεια να βρεθεί προνομιακός χώρος ταφής για
τον εκλιπόντα, κατεδαφίστηκαν γραφεία του Α’ Νεκροταφείου για να
φτιαχτεί το μνημείο.